Συνεχείς κλυδωνισμοί πλήττουν την παγκόσμια οικονομία που είχε ήδη αποδυναμωθεί από την πανδημία, όπως ο υψηλότερος του αναμενόμενου παγκόσμιος πληθωρισμός που προκαλεί δυσμενέστερες χρηματοπιστωτικές συνθήκες, η χειρότερη του αναμενόμενου επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης στην Κίνα λόγω των κρουσμάτων κορωνοϊού και της επιβολής περιορισμών, καθώς και η περαιτέρω κλιμάκωση της κρίσης στον τομέα των ακινήτων.
Όπως επισημαίνει στην τελευταία του έκθεση το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ), ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ήδη οδηγήσει σε ξαφνική διακοπή των εισαγωγών ευρωπαϊκού φυσικού αερίου από τη Ρωσία ενώ τα αυξημένα διεθνή επιτόκια θα μπορούσαν να προκαλέσουν προβλήματα χρέους στις αναδυόμενες αγορές και στις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Επιπλέον, ο γεωπολιτικός κατακερματισμός θα μπορούσε να θέσει εμπόδια στο παγκόσμιο εμπόριο και τη συνεργασία μεταξύ των κρατών.
Είναι εξ άλλου ενδεικτικό το γεγονός ότι σύμφωνα με τις πρόσφατες προβλέψεις του ΔΝΤ, η παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση για το 2022 και το 2023 αναμένεται στο 3,2% και 2,9% αντίστοιχα (από 3,6% και για τα δυο έτη, τον Απρίλιο του 2022). Οι προβλέψεις του ΔΝΤ για τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη είναι στο 2,6% για το τρέχον έτος και 1,2% για το επόμενο έτος (από 2,8% και 2,3% αντίστοιχα, τον Απρίλιο).
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Θερινές Προβλέψεις της αναθεώρησε προς τα κάτω τους ρυθμούς μεγέθυνσης σε 2,6% για το 2022 (από 2,7%) και σε 1,4% για το 2023 (από 2,3%). Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναθεώρησε πάντως προς τα πάνω το βασικό σενάριο για τον ρυθμό μεγέθυνσης της Ευρωζώνης το 2022 στο 3,1% (έναντι 2,8% τον Ιούνιο του 2022) και προς τα κάτω για το 2023 στο 0,9% (έναντι 2,1% τον Ιούνιο του 2022) και στο 1,9% για το 2024 (έναντι 2,1%).
Στο δυσμενές σενάριο η πρόβλεψη για το 2022 μειώνεται στο 2,8%, στο -0,9% το 2023 και παραμένει αμετάβλητη στο 1,9% για το 2024. Όσον αφορά τον πληθωρισμό βάσει του Εναρμονισμένου ΔΤΚ, προβλέπεται σημαντική αύξηση στο 8,1% για το 2022 (έναντι προηγούμενης πρόβλεψης 6,8%), στο 5,5% για το 2023 (από 3,5%) και στο 2,3% για το 2024 (από 2,1%). Το δυσμενές σενάριο προβλέπει πληθωρισμό 8,4% για το 2022, 6,9% για το 2023 και 2,7% για το 2024.
Σοβαροί κίνδυνοι για την παγκόσμια οικονομία
Σύμφωνα με το ΓΠΚΒ, οι κίνδυνοι για την παγκόσμια οικονομία είναι αυξημένοι λόγω ενός ευρέος φάσματος παραγόντων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τις παγκόσμιες οικονομικές επιδόσεις. Οι πιο εμφανείς κίνδυνοι αφορούν:
1. Τον πόλεμο στην Ουκρανία που αυξάνει περαιτέρω τις τιμές της ενέργειας. Από τον Απρίλιο του 2022, η ποσότητα του ρωσικού αερίου που παρέχεται από αγωγούς στην Ευρώπη έχει μειωθεί απότομα, περίπου στο 40% του περσινού επιπέδου, ενώ αναμένεται η ποσότητα να μειωθεί σε χαμηλότερα επίπεδα έως τα μέσα του 2024 σύμφωνα με τους στόχους ενεργειακής ανεξαρτησίας των μεγάλων ευρωπαϊκών οικονομιών. Ωστόσο, υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα σχετικά με τα επίπεδα προμήθειας φυσικού αερίου κατά τη διάρκεια του 2022 και του 2023. Μια πλήρης διακοπή των εξαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου προς τις ευρωπαϊκές οικονομίες το 2022 θα αύξανε σημαντικά τον πληθωρισμό παγκοσμίως μέσω υψηλότερων τιμών ενέργειας.
2. Τον πληθωρισμό που παραμένει επίμονα υψηλός. Ο πληθωρισμός αναμένεται γενικά να επιστρέψει κοντά στα προ της πανδημίας επίπεδα έως το τέλος του 2024, ωστόσο δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο διατήρησης της δυναμικής του σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο μέσω της προσαρμογής των προσδοκιών. Σημειώνεται ότι η άνοδος των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας αποτελεί απειλή όχι μόνο για την οικονομική αλλά και την κοινωνική σταθερότητα καθώς στερεί την πρόσβαση μεγάλων τμημάτων πληθυσμού σε βασικά αγαθά.
3. Την περιοριστική νομισματική πολιτική. Οι μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες ανταποκρίθηκαν στον υψηλό πληθωρισμό με αύξηση των επιτοκίων, ωστόσο, ο βαθμός άσκησης περιοριστικής νομισματικής πολιτικής για να μειωθεί ο πληθωρισμός χωρίς να προκληθεί ύφεση είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Οι δυσμενέστερες χρηματοπιστωτικές συνθήκες αυξάνουν το κόστος δανεισμού και σε συνδυασμό με τη χαμηλή ανάπτυξη, θα επιδεινώσουν τη δυναμική του χρέους και θα αυξήσουν τις κρατικές και εταιρικές διαφορές επιτοκίων (spreads).
4. Την συνεχιζόμενη επιβράδυνση της οικονομίας της Κίνας παρά την αναμενόμενη ανάκαμψη από τους περιορισμούς στη κυκλοφορία και την παραγωγική διαδικασία κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2022. Η συνεχιζόμενη επιβράδυνση στην Κίνα θα είχε ισχυρές αρνητικές επιπτώσεις σε παγκόσμια κλίμακα. Τον περαιτέρω κατακερματισμό της παγκόσμιας οικονομίας.
Ένας σοβαρός κίνδυνος για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές είναι ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία θα συμβάλει στον κατακερματισμό της παγκόσμιας οικονομίας σε γεωπολιτικά μπλοκ με διαφορετικά τεχνολογικά πρότυπα, συστήματα διασυνοριακών πληρωμών και αποθεματικά νομίσματα. Ο κατακερματισμός μπορεί επίσης να μειώσει την αποτελεσματικότητα της πολυμερούς συνεργασίας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, με τον περαιτέρω κίνδυνο η τρέχουσα επισιτιστική κρίση να γίνει μόνιμη.
Οι παρενέργειες του υψηλού πληθωρισμού
Τα ανωτέρω συνθέτουν ένα πλαίσιο αρνητικών επιπτώσεων στο πεδίο της προσφοράς της παγκόσμιας οικονομίας, τη στιγμή που οι προηγούμενες αρνητικές επιπτώσεις στην προσφορά λόγω της πανδημίας είχαν αρχίσει να εξαλείφονται. Οι αρνητικές αυτές επιπτώσεις επηρεάζουν την προσφορά μέσω διαφόρων «καναλιών» (μηχανισμών). Οι κυβερνήσεις, είτε σε εθνικό είτε σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα πρέπει να λάβουν μέτρα ελέγχου της αυξητικής τάσης των τιμών ενέργειας, διαφοροποίησης των πηγών ενέργειας, και βελτίωσης της αποτελεσματικότητας στη χρήση της ενέργειας.
Ειδικότερα σε ότι αφορά το πρόβλημα του υψηλού πληθωρισμού, σε σχετική ανάλυση η τράπεζα Alpha Bank επισημαίνει, ότι στο πλαίσιο ενός έντονα πληθωριστικού περιβάλλοντος, το κόστος ζωής των Ευρωπαίων καταναλωτών έχει επιβαρυνθεί σημαντικά. Ως εκ τούτου, η διαπραγμάτευση των μισθολογικών απολαβών θα οδηγήσει σε ορισμένες δευτερογενείς επιπτώσεις.
Σύμφωνα και με τα δεδομένα από την ΕΚΤ, οι μισθοί αναμένεται να εντείνουν τις πληθωριστικές πιέσεις και το 2023, ως αποτέλεσμα της προσαρμογής του μισθολογικού κόστους, ενώ προβλέπεται ότι οι απασχολούμενοι θα ανακτήσουν ένα μέρος της απώλειας της αγοραστικής δύναμής τους το 2024. Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση της ΕΚΤ, οι αποδοχές ανά εργαζόμενο προβλέπεται να αυξηθούν κατά 4% το 2022, 4,8% το 2023 και 4,0% το 2024.
Θα απαιτηθεί, συνεπώς, ένας χρονικός ορίζοντας τουλάχιστον μιας τριετίας για να αποκατασταθούν οι απώλειες στην αγοραστική δύναμη που σημειώθηκαν στην πρώτη φάση της ενεργειακής κρίσης. Οι αυξήσεις των μισθών, μεταξύ 2022 και 2023, αντανακλούν τις εύρωστες αγορές εργασίας, τις αυξήσεις των κατώτατων μισθών σε ορισμένες χώρες και την ανάγκη αποζημίωσης για τους υψηλούς ρυθμούς πληθωρισμού.
Η αύξηση του κόστους εργασίας αναμένεται να συμβάλει σημαντικά στον εγχώριο πληθωρισμό το 2023, αλλά λιγότερο το 2024, λόγω της συγκράτησης της αύξησης των μισθών και της αύξησης της παραγωγικότητας.
Ανάλογα είναι τα ευρήματα πρόσφατης μελέτης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (Second-Round Effects of Oil Price Shocks–Implications for Europe’s Inflation Outlook, September 2022), σύμφωνα με την οποία οι δευτερογενείς επιπτώσεις του πληθωρισμού μπορούν με τη σειρά τους να αυξήσουν περαιτέρω τις τιμές. Εάν αυτή η ανατροφοδότηση είναι μεγάλη και διαρκής, θα μπορούσε να προκύψει μια σπειροειδής αύξηση τιμών-μισθών για μια παρατεταμένη περίοδο. Μια τέτοια εξέλιξη θα πρέπει να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά μέσω της νομισματικής πολιτικής.
Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, όταν ο πληθωρισμός έχει ήδη φθάσει σε υψηλά επίπεδα, όπως συμβαίνει στην παρούσα φάση, οι μισθοί τείνουν να αυξάνονται περισσότερο ως αντίδραση σε ένα shock στην τιμή του πετρελαίου. Αυτό το εύρημα, που βασίζεται σε μελέτη 39 ευρωπαϊκών χωρών, μπορεί να αντανακλά ότι οι εργαζόμενοι είναι πιο πιθανό να προσπαθήσουν να αναπληρώσουν τις απώλειες από τις αυξήσεις των τιμών, όταν ο υψηλός πληθωρισμός διαβρώνει σημαντικά το εισόδημά τους.
Αυτό που είναι καθησυχαστικό είναι ότι ακόμη και σε περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού, οι μισθοί σταθεροποιήθηκαν μετά από ένα χρόνο αντί να συνεχίσουν να αυξάνονται με σταθερό ρυθμό. Με άλλα λόγια, υπήρξε μισθολογική προσαρμογή, αλλά όχι συνέχιση του πληθωρισμού μισθών.
Η κρίση και η κατάσταση στην Ελλάδα
Από την πλευρά του ο διοικητής της ΤτΕ κ. Γιάννης Στουρνάρας, στην ομιλία του στο συνέδριο του Economist σημείωσε ότι, ο πληθωρισμός σήμερα στην Ευρώπη προέρχεται από την πλευρά της προσφοράς και όχι της ζήτησης.
Σε πολύ υψηλό ποσοστό οφείλεται στο εισαγόμενο φυσικό αέριο από τη Ρωσία, το οποίο έχει εργαλειοποιηθεί. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνον από την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής, αλλά απαιτεί συμπληρωματική δράση της ενεργειακής πολιτικής και της δημοσιονομικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η λεγόμενη ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής (δηλαδή η επαναφορά των επιτοκίων παρέμβασης σε ουδέτερο επίπεδο ή/και υψηλότερα) δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον τρέχοντα πληθωρισμό –ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, είναι πληθωρισμός από την πλευρά της προσφοράς- παρά μόνο τις πληθωριστικές προσδοκίες και το σπιράλ μισθών-τιμών.
Κατά την άποψή μου η ΕΚΤ πρέπει να διατηρήσει τις βασικές αρχές της σταδιακότητας (gradualism) και της ευελιξίας (flexibility) αφού το πρόβλημα που αντιμετωπίζει είναι διαφορετικό από αυτό που αντιμετωπίζει η Fed στις ΗΠΑ.
Ο συνδυασμός αύξησης των επιτοκίων και της πολύ μεγάλης αύξησης των τιμών ενέργειας δημιουργούν κινδύνους στους ισολογισμούς των επιχειρήσεων και για το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, που, με τη σειρά τους, δημιουργούν κινδύνους στους ισολογισμούς των τραπεζών.
Οι τράπεζες ωφελούνται από την αύξηση των επιτοκίων, αντιμετωπίζουν όμως κινδύνους από την ενδεχόμενη χειροτέρευση της ποιότητας του ενεργητικού τους για τον λόγο που προαναφέρθηκε και από τη διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα. Αυτός ο συνδυασμός έχει αυξήσει την ετοιμότητα των εποπτικών αρχών.
Το 2022 εξελίσσεται καλύτερα του αναμενόμενου και για την οικονομία (το ΑΕΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κυρίως για τις χώρες-μέλη του Ευρωπαϊκού Νότου και ειδικά για την Ελλάδα. Αυτό οφείλεται κυρίως σε δύο παράγοντες: στις καλύτερες του αναμενόμενου ταξιδιωτικές εισπράξεις (τουρισμός) και, γενικότερα, στην αύξηση της λεγόμενης «καταπιεσμένης» ζήτησης (pent-up demand – καταπιεσμένης από τον εγκλεισμό της πανδημίας).
Ειδικά για την Ελλάδα, η αύξηση του ΑΕΠ που σήμερα αναμένεται για όλο το 2022 είναι πολύ ανώτερη της αρχικά αναμενόμενης, και κινείται γύρω στο 6%. Σε συνδυασμό με τον υψηλό πληθωρισμό, η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ αναμένεται να κινηθεί σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο δανεισμού του δημοσίου, υποβοηθώντας έτσι τη σημαντική μείωση του λόγου του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ. Για την ζώνη του ευρώ η αύξηση του ΑΕΠ το 2022 αναμένεται στο 3,1%.
Η αύξηση του ΑΕΠ
Αυτές οι εξελίξεις όμως δεν επιτρέπουν εφησυχασμό. Για το 2023 η αύξηση του ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ αναμένεται σε ελαφρά θετική στο σενάριο βάσης (+0,9%) αλλά αρνητική στο χειρότερο σενάριο (-0,9%). Για την Ελλάδα η αύξηση του ΑΕΠ για το 2023 αναμένεται σήμερα στο 2,8%.
Για το 2023 ο συνδυασμός (α) της αύξησης των επιτοκίων, (β) των πολύ υψηλών τιμών φυσικού αερίου, (γ) της σταδιακής, περαιτέρω απόσυρσης της κρατικής βοήθειας για λόγους δημοσιονομικούς και (δ) της εξάντλησης της «καταπιεσμένης» ζήτησης, ενδεχομένως οδηγήσει τις οικονομικές εξελίξεις στην ζώνη του ευρώ πιο κοντά στο χειρότερο σενάριο παρά στο σενάριο βάσης. Αυτό θα επηρεάσει και τις εξελίξεις στην Ελλάδα.
Όμως, η αναλογικά μεγάλη εισροή κονδυλίων από το RRF (Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας) και από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ε.Ε., σε συνδυασμό με τη μικρότερη ενεργειακή επιβάρυνση (energy intensity) της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ και τα χαρακτηριστικά της διάρθρωσης του δημοσίου χρέους της, δημιουργούν τις συνθήκες ώστε η ενδεχόμενη υλοποίηση του χειρότερου σεναρίου για την Ε.Ε. να μην έχει αντίστοιχες επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία.
Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η τήρηση των δημοσιονομικών στόχων για το 2022 και το 2023 (πρωτογενές έλλειμμα κοντά στο 2% του ΑΕΠ για το 2022 και πλεόνασμα κοντά στο 1% του ΑΕΠ για το 2023) και η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ο στόχος απόκτησης επενδυτικής βαθμίδας γίνεται ακόμη πιο επιτακτικός κάτω από αυτές, τις δυσμενέστερες, διεθνείς οικονομικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες.
Το “αγκάθι” των υψηλών τιμών
Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο πόλεμος στην Ουκρανία επηρεάζει αναπόφευκτα και την πορεία της ελληνικής οικονομίας, πρωτίστως μέσω της ανόδου των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, η οποία σε συνδυασμό με την εξάρτηση της χώρας μας από τις εισαγωγές, έχει αρνητικό αντίκτυπο τόσο στο κόστος παραγωγής και την κερδοφορία των επιχειρήσεων, όσο και στο διαθέσιμο εισόδημα και την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Ειδικότερα το ΚΕΠΕ στην δική του ανάλυση επισημαίνει ότι, τα ελληνικά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις αναμένεται βραχυπρόθεσμα να αντιμετωπίσουν υψηλότερο πληθωρισμό και βραδύτερη οικονομική ανάπτυξη από την αναμενόμενη, καθώς, μεταξύ άλλων, η ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδας παραμένει υψηλή.
Όσο περισσότερο διαρκεί ο πόλεμος τόσο περισσότερη τροφή θα υπάρχει για τον πληθωρισμό. Και όσο περισσότερο παραμένει ο πληθωρισμός, τόσο περισσότερο θα ροκανίζει το εισόδημα των νοικοκυριών, θα χτυπάει ιδιαίτερα τους μισθωτούς και συνταξιούχους και θα δίνει τη δυνατότητα σε κερδοσκόπους να θησαυρίζουν σε βάρος του κοινωνικού συνόλου.
Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, ο πληθωρισμός, ιδίως όταν διατηρείται για μεγάλο χρονικό διάστημα, διογκώνει τη φτώχεια και την ανισότητα, προκαλεί ανασφάλεια και αβεβαιότητα και ενισχύει την απαισιόδοξη στάση των πολιτών απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Καμία κυβέρνηση από μόνη της δεν μπορεί να τα βάλει με τον πληθωρισμό. Η μάχη θα είναι άνιση.
+Τα επιδοματικά κυβερνητικά μέτρα αναχαιτίζουν τον πληθωρισμό αλλά δεν τον εξαλείφουν. Βοηθούν στην άμβλυνση των επιπτώσεων αλλά δεν χτυπούν το κακό στη ρίζα του.
Η λύση του προβλήματος θα υπάρξει όταν ενισχυθεί η προσφορά και αυτή συναντήσει την αντίστοιχη ζήτηση.
Όταν δηλαδή τελειώσει ο πόλεμος, καταφέρει η Ευρώπη να εξασφαλίσει συνεχή προσφορά ενέργειας, όταν εξαλειφθεί πλήρως ο κορωνοϊός και αποκατασταθούν οι εφοδιαστικές αλυσίδες και όταν καταφέρουν οι κοινωνίες να οικοδομήσουν ένα νέο βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης, αλλάζοντας το σημερινό καταναλωτικό πρότυπο που ευθύνεται για τις κλιματικές επιπτώσεις.
Διαβάστε ακόμη:
- Η πρώην υπουργός και πρώην δημοσιογράφος συγκροτήματος που καθοδηγούν το βρώμικο σύστημα και κατασκευάζουν κατηγορίες!
- Steve Jobs: Tα τελευταία λόγια του, oι φήμες, τα fake news και η αλήθεια
- Η μάχη του φυσικού αερίου: Άκαμπτοι οι Γερμανοί – «Πιρουέτες» από την Κομισιόν
- Nouriel Roubini: Προσβάλουμε την κοπριά όταν αποκαλούμε τα κρυπτονομίσματα σκ@τονομίσματα