Θετικά μηνύματα για την αναπτυξιακή επίδοση της ελληνικής οικονομίας μέσα στο 2025 εξέπεμψαν τα στοιχεία για την αύξηση του ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο.

Την ίδια ώρα όμως, αγκάθι αποτελεί ο επίμονος υψηλός πληθωρισμός, ιδίως στις υπηρεσίες, ενώ στα αρνητικά περιλαμβάνεται και η νέα διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, κυρίως λόγω της επιδείνωσης των ισοζυγίων υπηρεσιών.

Πιο συγκεκριμένα, η ελληνική οικονομία κατέγραψε ανάπτυξη 2,2% το α’ τρίμηνο εφέτος σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2024, ενώ σε σχέση με το δ’ τρίμηνο πέρυσι το ΑΕΠ αυξήθηκε 0,04%. Σύμφωνα με τους τριμηνιαίους εθνικούς λογαριασμούς από την ΕΛΣΤΑΤ, η άνοδος του ΑΕΠ κατά 2,2% προήλθε από τις εξής μεταβολές των βασικών μεγεθών:

  • Η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη παρουσίασε αύξηση 1,6% (η κατανάλωση των νοικοκυριών αυξήθηκε 1,9% και εκείνη της Γενικής Κυβέρνησης 0,7%).
  • Οι ιδιωτικές επενδύσεις (ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου) μειώθηκαν 3,2%.
  • Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν αύξηση 2,2% (οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν 1,7%, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών μειώθηκαν 0,2%).
  • Οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν αύξηση 2,4% (οι εισαγωγές αγαθών αυξήθηκαν 1,7% και οι εισαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν 3,8%).
  • Στην τριμηνιαία σύγκριση καταγράφηκαν τα εξής:
  • Η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη αυξήθηκε 1,2% (η κατανάλωση των νοικοκυριών αυξήθηκε 1,3% και αυτή της Γενικής Κυβέρνησης μειώθηκε 1,1%).
  • Οι ιδιωτικές επενδύσεις (ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου) μειώθηκαν 6,1%.
  • Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν μείωση 0,9% (οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν 0,8%, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών μειώθηκαν 2%).
  • Οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν αύξηση 0,7% (οι εισαγωγές αγαθών μειώθηκαν 0,03%, ενώ οι εισαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν 2%).

Και τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν επίσης, ότι το δ’ τρίμηνο 2024, ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης στην Ελλάδα διατηρήθηκε σε σχετικά υψηλά επίπεδα, υπεραποδίδοντας έναντι της Ευρωζώνης. Αναλυτικά, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ), στηριζόμενο στην εγχώρια ζήτηση και τις εξαγωγές, ενισχύθηκε κατά 0,9% και 2,6% σε τριμηνιαία και σε ετήσια βάση αντίστοιχα (0,2% και 1,2% αντίστοιχα στην Ευρωζώνη).

Ανατροπές στις δηλώσεις ΦΠΑ - Από τον Απρίλιο θα υποβάλλονται κάθε μήνα!

Η δυναμική της οικονομικής δραστηριότητας

Σημειώνεται ότι ο δείκτης οικονομικού κλίματος βελτιώθηκε τόσο σε τριμηνιαία όσο και σε ετήσια βάση, παραμένοντας σε υψηλότερο επίπεδο από τον μακροχρόνιο μέσο όρο του (107,6 μονάδες vs 100) και από τον αντίστοιχο δείκτη στην Ευρωζώνη (94,8). Η εν λόγω βελτίωση προήλθε κυρίως από τους δείκτες εμπιστοσύνης στη βιομηχανία και τις κατασκευές.

Επίσης, ο δείκτης υπευθύνων προμηθειών PMI μεταποίησης συνέχισε να κινείται άνω του ορίου των 50 μονάδων για 9ο τρίμηνο στη σειρά υποδηλώντας βελτίωση των λειτουργικών συνθηκών στον τομέα της μεταποίησης. Αναλυτικά, ανήλθε στις 53,5 μονάδες, από 51,8 το δ’ τρίμηνο 2024, υπεραποδίδοντας έναντι της Ευρωζώνης (47,6).

Από την άλλη, ο δείκτης παραγωγής στη μεταποίηση κινήθηκε ανοδικά κατά 1,0%, από οριακή υποχώρηση το δ’ τρίμηνο 2024 (το ίδιο ισχύει και για τον δείκτη παραγωγής στο σύνολο της βιομηχανίας, 2,8% ). Παρά τις αλλεπάλληλες κρίσεις στη διεθνή οικονομία τα τελευταία χρόνια (ενεργειακή κρίση και γεωπολιτικές εντάσεις), ο τομέας της μεταποίησης στην Ελλάδα επέδειξε ανθεκτικότητα συμβάλλοντας στην ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και της απασχόλησης.

Ο δείκτης παραγωγής στις υπηρεσίες (πλην εμπορίου), ήτοι ενός τομέα με μεγάλη συνεισφορά στο ΑΕΠ της Ελλάδας, αυξήθηκε οριακά σε τριμηνιαία βάση κατά 0,2%, από συρρίκνωση -0,7% το δ’ τρίμηνο 2024. Σε ετήσια βάση, ο δείκτης παραγωγής στις υπηρεσίες ενισχύθηκε με ρυθμό 5,4% (εν μέρει και λόγω αποτελέσματος βάσης), από 2,4% το δ’ τρίμηνο 2024.

Επιπλέον, ο δείκτης όγκου λιανικού εμπορίου, δηλαδή η αξία των πωλήσεων του εν λόγω κλάδου σε σταθερές τιμές, ανέκαμψε με ρυθμό 3,0%, από -1,8% το δ’ τρίμηνο 2024. Σημειώνεται ότι μετά τη μεταπανδημική ανάκαμψη, ο δείκτης όγκου στο λιανικό εμπόριο ακολούθησε καθοδική τροχιά (2023-2024) κυρίως λόγω της αρνητικής επίδρασης των πληθωριστικών πιέσεων στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.

Πληθωρισμός 2,4% στον Μάρτιο στην Ελλάδα - Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τις τιμές

Η επανάκαμψη του πληθωρισμού

Την ίδια ώρα όμως, ο ρυθμός ανόδου του πληθωρισμού επιταχύνθηκε σημαντικά τον Μάιο, καθώς αυξήθηκε 2,5%, από 2% τον Απρίλιο και έναντι αύξησης 2,4% τον Μάιο 2024, ενώ μόνο θετική δεν είναι και η αύξηση κατά 0,2% στη μηνιαία σύγκριση (Μάιος προς Απρίλιο), ενώ πέρυσι στην ίδια σύγκριση είχε υπάρξει μείωση 0,3%.

Όσον αφορά στον εναρμονισμένο πληθωρισμό, αυτός παρουσίασε αύξηση 3,3% τον Μάιο σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Μαΐου 2024, έναντι αύξησης 2,4% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση το 2024 με το 2023.

Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η αύξηση του γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή κατά 2,5% τον Μάιο προήλθε, μεταξύ άλλων, από τις αυξήσεις των δεικτών στις ακόλουθες ομάδες αγαθών και υπηρεσιών:

  • 2,6% στην ομάδα «Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά»
  • 6,6% στην ομάδα «Ένδυση και υπόδηση»
  • 6% στην ομάδα «Στέγαση»
  • 6,8% στην ομάδα «Ξενοδοχεία- Καφέ- Εστιατόρια»

Ανατιμήσεις καταγράφηκαν τόσο στα τρόφιμα και είδη διατροφής, όσο στις υπηρεσίες και στην ενέργεια.

Σε ένα έτος, ξεχωρίζουν: Φρούτα (13,2%), Καφές- κακάο- τσάι (12,3%), Ενοίκια κατοικιών (10,9%), Ηλεκτρισμός (18%), Φυσικό αέριο (11,1%), Ένδυση- υπόδηση (6,6%), Πακέτο διακοπών (8,5%), Ασφάλιστρα υγείας (7%), Εστιατόρια- ζαχαροπλαστεία- καφενεία- κυλικεία (6,8%) και Ξενοδοχεία- μοτέλ- πανδοχεία (5,5%). Αλλά, και σε έναν μήνα, εκτός από τις νέες αυξήσεις τιμών σε είδη διατροφής, υπήρξαν περαιτέρω ανατιμήσεις, μεταξύ άλλων, σε: Τσιγάρα (1,2%), Ένδυση και υπόδηση (2,7%), Ενοίκια κατοικιών (0,6%) και Ηλεκτρισμό (8,4%).

Από την πλευρά του, το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) σημειώνει ότι, οπληθωρισμός στις αλυσίδες σουπερμάρκετ είναι της τάξης του +2,47% τον Μάιο 2025 σε σχέση με τον Μάιο 2024 οι τιμές του Μαΐου 2025 σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα Απρίλιο 2025 καταγράφονται με πολύ μικρή αύξηση κατά +0,63%. Συνολικά το κυλιόμενο 12μηνο (Ιούνιος 2024-Μάιος 2025) καταγράφει σταθερό επίπεδο τιμών με -0,03%.

Σύμφωνα με το ΙΕΛΚΑ, οι διεθνείς τιμές του κακάο και του καφέ, σίγουρα επηρεάζουν τις κατηγορίες των γλυκών και των ροφημάτων. Οι αυξήσεις στα φρέσκα φρούτα και λαχανικά έχουν να κάνουν με τις καιρικές συνθήκες με τις χαμηλότερες θερμοκρασίες του 2025 σε σχέση με το 2024, καθώς το 2024 οι πολύ υψηλότερες θερμοκρασίες είχαν φέρει την παραγωγή των θερινών ειδών αρκετά νωρίτερα χαμηλώνοντας τις τιμές για την εποχή.

Σε σχέση με τις αυξήσεις στα φρέσκα κρέατα πρόκειται για εξέλιξη η οποία οφείλεται πρώτον στη μείωση στο ζωικό κεφάλαιο το 2024, λόγω των ασθενειών των ζώων στις περισσότερες περιοχές της επαρχίας και δεύτερον στις αυξήσεις των διεθνών τιμών στα εισαγόμενα είδη και ειδικά στο μοσχάρι (σημειώνεται ότι η πλειοψηφία του μοσχαριού και χοιρινού που καταναλώνεται στην Ελλάδα είναι εισαγωγής).

Στεγαστική κρίση, αυξάνονται τα ανείσπρακτα ενοίκια - Εκτινάχθηκαν κατά 23%

Το κόστος της στέγασης

Σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων εξακολουθεί να παίζει το κόστος της στέγασης. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΤτΕ, το α΄ τρίμηνο του 2025 οι τιμές των διαμερισμάτων (σε ονομαστικούς όρους) ήταν κατά μέσο όρο αυξημένες κατά 6,8% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2024. Για το 2024, οι τιμές των διαμερισμάτων αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 8,9% (αναθεωρημένα στοιχεία), έναντι αύξησης 13,9% το 2023.

Οι τιμές των νέων διαμερισμάτων πλέον έχουν ξεπεράσει κατά 5,8% το προηγούμενο ιστορικό υψηλό του δ΄ τριμήνου 2008 (δ΄ τρίμηνο 2024: 108,8, δ΄ τρίμηνο 2008: 103). Αντίστοιχη είναι και η εξέλιξη του επιπέδου των ενοικίων, με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται σε 109,7 με βάση τα στοιχεία του α΄ τριμήνου του 2025, έναντι 99,9 το α΄ τρίμηνο του 2024. Ο δείκτης ενοικίων, σε αντίθεση με το δείκτη τιμών κατοικιών, παραμένει σημαντικά χαμηλότερος από το ιστορικό υψηλό του (124,3 το γ΄ τρίμηνο του 2011).

Σύμφωνα με την ΤτΕ, οι τιμές στην ελληνική αγορά κατοικιών για το επόμενο διάστημα εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να αυξάνονται, αλλά με ηπιότερους ρυθμούς, όσο η ζήτηση από το εσωτερικό και το εξωτερικό διατηρείται ισχυρή και το απόθεμα κατοικιών παραμένει περιορισμένο.

Η χαμηλή προσφορά σε σύγκριση με τη ζήτηση είναι απόρροια της εκτεταμένης επενδυτικής εκμετάλλευσης της κατοικίας, της απόσυρσης από την αγορά ακινήτων που εξασφαλίζουν μη εξυπηρετούμενα δάνεια και προορίζονται για πλειστηριασμό και της υποτονικής δραστηριότητας στον κατασκευαστικό κλάδο για μακρά χρονική περίοδο, η οποία δεν έχει επιτρέψει την ομαλή αναπλήρωση του αποθέματος.

Η αύξηση των τιμών των κατοικιών σε συνδυασμό με τη φορολογική επιβάρυνση των ακινήτων, αλλά και του αυξημένου λειτουργικού κόστους τους, συνέβαλαν τα τελευταία έτη στην όξυνση του στεγαστικού ζητήματος, το οποίο αντικατοπτρίζεται στο μερίδιο του κόστους στέγασης προς το διαθέσιμο εισόδημα (2023: 35,2%).

Υπό το πρίσμα αυτό, η ΤτΕ σημειώνει ότι η τρέχουσα συγκυρία κρίνεται κατάλληλη για τη λήψη μέτρων από την πολιτεία στην κατεύθυνση του περιορισμού τυχόν δυσμενών επιπτώσεων στη χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών από το στεγαστικό ζήτημα (όπως για παράδειγμα το μέτρο επιστροφής ενός ενοικίου ετησίως με βάση εισοδηματικά κριτήρια), καθώς και τη βελτίωση των συνθηκών πρόσβασης στην αγορά κατοικίας.

Ελληνική οικονομία

Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών

Ένα επιπλέον στοιχείο προβληματισμού είναι το γεγονός ότι το πρώτο τρίμηνο του 2025 το έλλειμμα του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ) αυξήθηκε κατά 708 εκατ. ευρώ , καθώς το έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών διευρύνθηκε, ενώ τα πλεονάσματα στα ισοζύγια υπηρεσιών και δευτερογενών εισοδημάτων μειώθηκαν σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2024. Αναμένεται δε, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΕ-27 να παραμείνει το 2025 εν συνόλω στο 6,4% του ΑΕΠ και να αποκλιμακωθεί οριακά σε 6,3% του ΑΕΠ το 2026.

Ειδικότερα, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διαμορφώθηκε σε 4,5 δισ. ευρώ. Το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών αυξήθηκε, καθώς η μείωση των εξαγωγών υπερέβη αυτή των εισαγωγών. Σε τρέχουσες τιμές, οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 2,2% (αύξηση 0,8% σε σταθερές τιμές), με τις εισαγωγές να καταγράφουν μικρή μείωση κατά 0,2% (-0,2% σε σταθερές τιμές). Ωστόσο, σε τρέχουσες τιμές οι εξαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα παρουσίασαν αύξηση κατά 4,2%, ενώ οι αντίστοιχες εισαγωγές κατά 3,0% (5,6% και 2,0% σε σταθερές τιμές αντίστοιχα).

Το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών συρρικνώθηκε, λόγω του περιορισμού του πλεονάσματος σε όλα τα επιμέρους ισοζύγια και κυρίως στα ισοζύγια μεταφορών και λοιπών υπηρεσιών. Σε σχέση με το α΄ τρίμηνο του 2024, οι αφίξεις μη κατοίκων ταξιδιωτών αυξήθηκαν κατά 5,4% και οι σχετικές εισπράξεις κατά 4,4%.

Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της τράπεζας Alpha Bank, η χώρα βρίσκεται σε φάση οικονομικής μεγέθυνσης και μάλιστα με ρυθμούς υψηλότερους των κύριων εμπορικών εταίρων της. Το πρώτο τρίμηνο του 2025 το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε κατά 2,2%, έναντι 1,6% κατά μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ-27), με την άνοδο αυτή να προέρχεται πρωτίστως από την ιδιωτική κατανάλωση (+1,9%). Επιπρόσθετα, οι επενδύσεις κινούνται ανοδικά τα τελευταία χρόνια, αυξάνοντας σταδιακά το ποσοστό τους περί του 15%, από 12% κατά μέσο όρο κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.

Το πρώτο τρίμηνο του έτους, αν και οι συνολικές επενδύσεις μειώθηκαν σε ετήσια βάση κατά 3,2%, η κατηγορία μηχανολογικός και τεχνολογικός εξοπλισμός κατέγραψε ετήσια άνοδο ύψους 1,7%. Οι επενδύσεις υποστηρίζονται, μεταξύ άλλων, από τη σταδιακή υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Σημειώνεται ότι μέχρι τον Μάιο του 2025, η Ελλάδα έχει λάβει Ευρώ 21,3 δισ., δηλαδή 59% του συνολικού προϋπολογισμού. Επιπρόσθετα, σε ό,τι αφορά το δανειακό σκέλος του προγράμματος, έως τον Απρίλιο είχαν υπογραφεί 435 δανειακές συμβάσεις συνολικού προϋπολογισμού Ευρώ 16,15 δισ., με το μεγαλύτερο μέρος αυτών να αφορά έργα σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ενεργειακή αναβάθμιση (47%) και ψηφιακό μετασχηματισμό (22%).

Τα ανωτέρω από κοινού συνεπάγονται αυξημένες εισαγωγές τόσο καταναλωτικών, όσο και κεφαλαιουχικών προϊόντων, καθώς η εγχώρια παραγωγή (π.χ. διαρκών αγαθών και μηχανημάτων) δεν επαρκεί για να καλύψει την εγχώρια ζήτηση. Αυτό αποτυπώνεται ενδεικτικά στην ανοδική πορεία που ακολουθεί η κατανάλωση διαρκών αγαθών, η οποία υποστηρίζεται αφενός από την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, αφετέρου από την καταναλωτική πίστη, της οποίας ο δωδεκάμηνος ρυθμός μεταβολής επέστρεψε σε θετικό έδαφος από το 2022 και μετά.

Επίσης, οι εισαγωγές αγαθών διαμορφώθηκαν κατά μέσο όρο την τριετία 2022-2024 σε 87 δισ. ευρώ (τρέχουσες τιμές), έναντι περίπου 50 δισ. ευρώ την περίοδο 2010-2021. Δεδομένου ότι η Ελλάδα είναι καθαρός εισαγωγέας ενέργειας, η άνοδος της αξίας των εισαγωγών αγαθών οφείλεται, πρωτίστως στις τιμές της ενέργειας, οι οποίες αυξήθηκαν απότομα μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία.

Παρά το γεγονός ότι το ενεργειακό κόστος έχει αποκλιμακωθεί (2023: -13,4%, 2024: -1,4%, 5μ 2025: -0,4%)1 , παραμένει υψηλότερο σε σύγκριση με τα προ της ενεργειακής κρίσης επίπεδα.

Διαβάστε ακόμη: