Ο Δημοτικός Σύμβουλος καταδικάσθηκε σήμερα (08/07) σε ποινή φυλάκισης επτά ετών, ενώ είναι η πρώτη περίπτωση που κάποιος οδηγείται στη φυλακή βάσει του νέου νόμου για διασπορά «ψευδών πληροφοριών», σύμφωνα με δικηγόρο, επικριτή των πρακτικών του Κρεμλίνου.

Ο Αλεξέι Γκορίνοφ, μέλος του Συμβουλίου της συνοικίας Κρασνοσέλσκι, δήλωσε κατά τη συνεδρίαση της 15ης Μαρτίου, όπου συζητήθηκε ένας διαγωνισμός ζωγραφικής για παιδιά, ότι η Ρωσία διεξάγει επιθετικό πόλεμο κατά της Ουκρανίας.

«Τι είδους διαγωνισμό παιδικής ζωγραφικής μπορούμε να συζητήσουμε για την Ημέρα του Παιδιού, όταν παιδιά πεθαίνουν κάθε μέρα;», είχε υπογραμμίσει στη συνεδρίαση, η καταγραφή της οποίας είχε αναρτηθεί στο YouTube.

Ο κ. Γκορίνοφ συνελήφθη βάσει του άρθρου 207.3 του ποινικού κώδικα, που ψηφίσθηκε λίγο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία την 24η Φεβρουαρίου, το οποίο θεωρεί παράνομη τη «σκόπιμη διάδοση ψευδών πληροφοριών για τον ρωσικό στρατό», που ορίζονται ως αποκλίνουσες πληροφορίες από τις επίσημες αναφορές.

Οι υποστηρικτές του Γκορίνοφ δημοσίευσαν στον λογαριασμό τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μία φωτογραφία του, να φορά χειροπέδες και να είναι μέσα σ’ ένα γυάλινο κουβούκλιο ως κατηγορούμενος, κρατώντας ένα πλακάτ κατά τη διάρκεια της δίκης, το οποίο έγραφε: «Χρειάζεστε ακόμη αυτόν τον πόλεμο;».

«Μου πήραν την άνοιξη, το καλοκαίρι και τώρα άλλα επτά χρόνια από τη ζωή μου», ανέφεραν ότι είπε κατά την διάρκεια της δίκης.

Ο Λεονίντ Βολκόφ, επικεφαλής του επιτελείου του φυλακισμένου ηγέτη της αντιπολίτευσης, Αλεξέι Ναβάλνι, δήλωσε ότι η ποινή, η απόφαση για την οποία αναρτήθηκε στον επίσημο λογαριασμό του δικαστηρίου, είχε ως στόχο να παραδειγματίσει όσους χρησιμοποιούν τη λέξη «πόλεμος», όταν αναφέρονται στις ενέργειες της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Από την αρχή της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης», όπως αποκαλεί η Ρωσία την εισβολή στην ουκρανική επικράτεια, έχει αναστείλει τη λειτουργία πληθώρας μέσων ενημέρωσης, ασκώντας διώξεις σε άτομα που αναφέρονται στις ενέργειές της με τους όρους «πόλεμος» ή «εισβολή».

Σε πολλούς ανθρώπους έχουν επιβληθεί διοικητικά πρόστιμα, επειδή εναντιώθηκαν στον πόλεμο, ωστόσο, ο νομικός, Πάβελ Τσίκοφ, υποστήριξε ότι μονάχα δύο άλλοι έχουν καταδικασθεί για ποινικά αδικήματα, σύμφωνα με το άρθρο 207.3 και ότι στον έναν επιβλήθηκε πρόστιμο και στον άλλον, ποινή φυλάκισης με αναστολή.

Η Ρωσία ισχυρίζεται ότι έπρεπε να χρησιμοποιήσει βία για να υπερασπισθεί τους διωκόμενους ρωσόφωνους και να «εκτονώσει» μία στρατιωτική απειλή από την Ουκρανία.

Το Κίεβο και οι δυτικοί σύμμαχοί του απορρίπτουν τέτοιου είδους δικαιολογίες ως «αβάσιμες προφάσεις για έναν κατακτητικό πόλεμο, που έχει κοστίσει χιλιάδες ζωές, έχει ισοπεδώσει πόλεις και εκτοπίσει το 1/3 του πληθυσμού της Ουκρανίας».