Η Ελλάδα έχει κάνει σημαντικά βήματα προόδου παρά το πολύ δύσκολο διεθνές περιβάλλον το οποίο κυριαρχείται από το ενεργειακό και πληθωριστικό σοκ, με τους οίκους αξιολόγησης να αναμένεται να το αναγνωρίσουν, ωστόσο για να ανακτήσει η χώρα το ορόσημο της επενδυτικής βαθμίδας θα πρέπει να αποδείξει ότι έχει μπει σε ένα δρόμο βιώσιμης αναπτυξιακής πορείας, επισημαίνει η UniCredit.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της Καθημερινής, τα σχόλια της ιταλικής επενδυτικής τράπεζας απηχούν τις συστάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος στην Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική.
Όπως τόνισε η ΤτΕ, βασική πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει η οικονομική πολιτική, σε ένα δυσμενές διεθνές περιβάλλον, είναι η διατήρηση της δυναμικής της ανάπτυξης, καθώς πέρα από την ενίσχυση των μεσοπρόθεσμων προοπτικών θα συμβάλει και στην αναβάθμιση της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα, αυξάνοντας έτσι την ανθεκτικότητα της οικονομίας σε μελλοντικές εξωγενείς διαταραχές.
Η UniCredit αναμένει, πάντως, ότι η ανάπτυξη στην Ελλάδα φέτος θα διαμορφωθεί στο 3,8% (από 3,3% που προέβλεπε πριν) και το 2023 στο 1,4%, ενώ ο πληθωρισμός θα κινηθεί στο 9,6% (από 6,2% πριν).
Έπειτα από μια απροσδόκητα ισχυρή επίδοση στο πρώτο τρίμηνο του έτους, η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ είναι πιθανό να παρουσιάσει «τεχνική διόρθωση» το β΄ τρίμηνο, πριν επιταχυνθεί ξανά το καλοκαίρι λόγω της ισχυρής ανάκαμψης του τουρισμού, με τις πρώτες ενδείξεις να δείχνουν ότι η Ελλάδα οδεύει προς μια δυνατή σεζόν, όπως επισημαίνει.
Την περίοδο Ιανουαρίου – Απριλίου, όπως αναφέρει ο ιταλικός οίκος, οι τουριστικές αφίξεις και εισπράξεις αυξήθηκαν σημαντικά, φθάνοντας το 73% και το 87% των αντίστοιχων επιπέδων του 2019. Η αύξηση των εξαγωγών είναι επίσης πιθανό να παραμείνει σταθερή λόγω των ισχυρών υπηρεσιών μεταφορών, ιδίως της ναυτιλίας, η οποία έχει γίνει πιο σημαντική για τη μεταφορά ρωσικού πετρελαίου από το ξέσπασμα της σύγκρουσης Ρωσίας – Ουκρανίας.
Παράλληλα, αναφέρει, η τελική εγχώρια ζήτηση αναμένεται να συνεχίσει να συμβάλλει στο ΑΕΠ. Ένα μεγάλο ποσό αποταμιεύσεων που συσσωρεύτηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τα μέτρα κρατικής στήριξης και η ευνοϊκή δυναμική της αγοράς εργασίας είναι πιθανό να μετριάσουν τις αρνητικές επιπτώσεις στην ιδιωτική κατανάλωση από την αύξηση των τιμών και την αυξανόμενη αβεβαιότητα.
Επιπλέον, η χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης θα συνεχίσει να υποστηρίζει τις επενδύσεις, αν και τα σημεία συμφόρησης στην προσφορά και οι αυξανόμενες τιμές μπορεί να καθυστερήσουν την έναρξη νέων έργων.
Τέλος, όπως επισημαίνει η UniCredit, στις 17 Ιουνίου το Eurogroup αποδέχτηκε επίσημα τη σύσταση της Κομισιόν για τη λήξη της ενισχυμένης οικονομικής εποπτείας της Ελλάδας, αναγνωρίζοντας ότι η χώρα έχει εκπληρώσει το μεγαλύτερο μέρος των πολιτικών της δεσμεύσεων.
Η έξοδος από την ενισχυμένη εποπτεία, σε συνδυασμό με την πλήρη αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ, φέρνει ένα τέλος στην πολύ δύσκολη περίοδο για την Ελλάδα που ξεκίνησε το 2010. «Ολοι αυτοί οι παράγοντες θα θεωρηθούν ως πιστωτικά θετικά γεγονότα από τους οίκους αξιολόγησης.
Ωστόσο πιστεύουμε ότι μόνο μια βιώσιμη βελτίωση των προοπτικών ανάπτυξης της χώρας είναι πιθανό να οδηγήσει τους οίκους στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα», καταλήγει.
Αξίζει να σημειωθεί πως η επόμενη προγραμματισμένη αξιολόγηση της Ελλάδας είναι από τη Fitch στις 8 Ιουλίου, ενώ ακολουθούν η διπλή ετυμηγορία από Moody’s και DBRS στις 16 Σεπτεμβρίου, η τρίτη αξιολόγηση της Fitch στις 7 Οκτωβρίου και η τελευταία για το έτος αξιολόγηση της S&P στις 21 Οκτωβρίου.