Η κερδοφορία των ελληνικών συστημικών τραπεζών επανήλθε από πέρυσι σε υψηλά επίπεδα, αφήνοντας πίσω της μία ανεπιθύμητη και αντιπαραγωγική κατάσταση ζημιών πολλών ετών, σαφώς επιβλαβή για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας.

Οι λόγοι είναι γνωστοί και κυρίως οφείλονται στο ότι απαλλάχθηκαν από το μεγαλύτερο ποσοστό των προβληματικών δανείων και ταυτόχρονα ωφελούνται τα μάλα από την απότομη και συνεχή αύξηση των επιτοκίων και τα εξ αυτών μεγάλα έσοδα τους.

Σχεδόν αμέσως μετά την εμφάνιση κερδοφορίας, άρχισε μια μεγάλη συζήτηση, η οποία διαρκεί βεβαίως ακόμα, για το αν έπρεπε να διανεμηθούν μερίσματα στους μετόχους τους, αλλά και μπόνους (!) στις διοικήσεις τους, γιατί “πέτυχαν να επαναφέρουν τις τράπεζες σε κερδοφόρο τροχιά”.

Κανείς δεν αμφισβητεί τις προσπάθειες εξυγίανσης που κατέβαλαν οι διοικήσεις των συστημικών τραπεζών.

Αλλά, όταν ακόμα χρωστάς, όταν πάνω από τα μισά κεφάλαιά σου αντιπροσωπεύουν τον οφειλόμενο αναβαλλόμενο φόρο, πως είναι δυνατόν με το καλημέρα να θέτεις θέμα και μερίσματος – το οποίο έχει στέρεα επιχειρήματα – και μπόνους;

Σήμερα και μετά τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων του εννεαμήνου του 2023, που ανήλθαν σε 2.9 δισ. ευρώ για τις 4 συστημικές τράπεζες, ο αναβαλλόμενος φόρος αντιστοιχεί σε πάνω από 60% των κεφαλαίων των τραπεζών, ενώ στο πρώτο εξάμηνο της ίδιας χρονιάς βρισκόταν πάνω από το 65%.

Όπως γίνεται αντιληπτό, εύλογα το εποπτικό συμβούλιο της ΕΚΤ έθεσε βέτο ουσιαστικά και για τα δύο αυτά διεκδικούμενα αιτήματα των τραπεζών και των διοικήσεών τους, καθώς το πολύ υψηλό ποσοστό που αντιπροσωπεύει ο αναβαλλόμενος φόρος επί των κεφαλαίων τους, συνιστά πρόβλημα για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.

Κάτι που δεν ισχύει για τις κυπριακές τράπεζες και για αυτό το λόγο δεν υπήρξε η ίδια άρνηση.

Για να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης, αρκεί να τονιστεί ότι ναι μεν και οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν αναβαλλόμενους φόρους, αλλά πουθενά αυτός δεν υπερβαίνει το 10% των κεφαλαίων τους.

Ουσιαστικά, οι εποπτικές αρχές προτρέπουν τις διοικήσεις των ελληνικών συστημικών τραπεζών να ενισχύσουν περαιτέρω τους κεφαλαιακούς τους δείκτες, τώρα που η κερδοφορία τους είναι υψηλή και τους το επιτρέπει ώστε να πέσει σε πρώτη φάση το ποσοστό του αναβαλλόμενου φόρου κοντά στο 50%.

Διαβάστε ακόμη: