Ως μια σημαντική ευκαιρία ανάπτυξης βλέπει το πεδίο των ασφαλίσεων για τις ελληνικές τράπεζες η Jefferies, καθώς η Ελλάδα παραμένει ακόμα κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ως προς την διείσδυση της ασφαλιστικής αγοράς.

Η Jefferies σχολιάζει το ότι η Πειραιώς ολοκλήρωσε τη συμφωνία για την εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής, αναδιαρθρώνοντας την ελληνική ασφαλιστική αγορά και καθιστώντας την ηγέτιδα στην ασφαλιστική αγορά της Ελλάδας. Αυτό αφήνει την Εθνική με ένα κενό να καλύψει, με την Jefferies να αναμένει ότι θα αναζητήσει μια νέα συνεργασία στον τομέα των ασφαλίσεων.

Ολοκλήρωση της συμφωνίας Πειραιώς με Εθνική Ασφαλιστική

Αυτή την εβδομάδα, η Πειραιώς ανακοίνωσε την ολοκλήρωση της εξαγοράς της Εθνική Ασφαλιστική για 600 εκατ. ευρώ. Η Πειραιώς προβλέπει αύξηση 5% στα κέρδη ανά μετοχή (EPS) και 1% στην απόδοση της καθαρής λογιστικής αξίας (RoaTBV) από την συμφωνία.

Η κεφαλαιακή εκτίμηση αναμένεται να είναι 150 μονάδες βάσης στο δείκτη CET1. Αυτή η αύξηση μπορεί να μειωθεί κατά περίπου 50 μονάδες βάσης εάν η Πειραιώς επιτύχει τον “Συμβιβασμό της Δανίας”.

Η Πειραιώς διαθέτει ήδη συμφωνίες διανομής με τις NN Hellas και Ergo. Με την εξαγορά αυτή, η Πειραιώς γίνεται ο δεύτερος μεγαλύτερος ασφαλιστικός πάροχος στην Ελλάδα.

Δυνατότητες ανόδου

Ενώ η Πειραιώς εκτιμά ότι τα έτη 2026-27 θα είναι μεταβατικά για την ενσωμάτωση, θεωρεί ότι υπάρχει δυναμική για αύξηση στην καθοδήγηση της συμφωνίας, με εκτίμηση αύξησης του PBT κατά περίπου 100 εκατ. ευρώ από το 2028 και μετά.

Αυτό περιλαμβάνει τη βελτίωση της ενσωμάτωσης του bancassurance και του δυναμικού διανομής, καθώς και μια μεγαλύτερη εστίαση στις ασφαλίσεις προστασίας. Βάσει των συγκριτικών δεδομένων, το 2024, το 24% των Gross Written Premiums (GWPs) της Εθνική Ασφαλιστικής διανεμήθηκαν μέσω του bancassurance, ενώ η Eurolife είχε ποσοστό 70%.

 

Eurobank και Eurolife

Η Eurobank έχει επίσης συνάψει συμφωνία για την εξαγορά του κλάδου ζωής της Eurolife, αγοράζοντας το υπόλοιπο 80% της εταιρείας στην Ελλάδα. Όπως και η Πειραιώς, η Eurobank προβλέπει αύξηση 5% στο EPS και περίπου 100 μονάδες βάσης στο RoTBV.

Η συμφωνία αυτή θα έχει αντίκτυπο 120 μονάδων βάσης στο CET1. Η Eurobank ήταν ήδη σε συνεργασία bancassurance με την Eurolife και αναμένει ομαλή ενσωμάτωση της συμφωνίας.

Πλέον, η Eurobank θα έχει δικές της δραστηριότητες ασφαλιστικών προϊόντων ζωής τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, ενώ θα διατηρεί συμμετοχές σε ασφαλιστικές εταιρείες γενικής ασφάλισης (20% στην Ελλάδα και 55% στην Κύπρο).

Alpha και Εθνική

Το 2020, η Alpha Bank υπέγραψε μια αποκλειστική συμφωνία διανομής με την Assicurazioni Generali. Η Εθνική έχει επίσης συμφωνία διανομής με την Εθνική Ασφαλιστική για 15 χρόνια (από το 2022).

Με την εξαγορά της Εθνική Ασφαλιστικής από την Πειραιώς, η Jefferies αναμένει ότι η Εθνική θα αναζητήσει μια νέα συνεργασία στον τομέα της ασφάλισης.

Σημειώνεται εδώ ότι η NN Hellas, ο μεγαλύτερος ασφαλιστικός πάροχος στην Ελλάδα, έχει χάσει τον μεγάλο της διανομέα στην Πειραιώς.

Τα πλάνα της Εθνικής

Στο τρίτο τρίμηνο του 2025, η Εθνική παρουσίασε δείκτη CET1 στο 19%, 500 μονάδες βάσης πάνω από τον εσωτερικό της στόχο του 14%.

Εάν η τράπεζα χρειαστεί να βρει έναν νέο πάροχο ασφαλιστικών προϊόντων, η Jefferies εκτιμά ότι μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο να αποκτήσει συμμετοχή σε ασφαλιστική εταιρεία στην Ελλάδα, είτε μέσω κοινοπραξίας είτε με πλήρη εξαγορά, προσφέροντας αύξηση των κερδών για τον όμιλο.

Αναμένει ότι οποιαδήποτε εξαγορά στον ασφαλιστικό τομέα στην Ελλάδα δεν θα απαιτεί σημαντικά ποσά κεφαλαίου και η Εθνική θα διατηρήσει μεγάλα ποσά υπερβάλλοντος κεφαλαίου.

Κάτω από το μέσο όρο

Σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα παραμένει σε χαμηλά επίπεδα στον ασφαλιστικό τομέα. Το 2023, τα Gross Written Premiums (GWP) ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 2,3% στην Ελλάδα, ενώ για τους νοτιοευρωπαϊκούς ανταγωνιστές ήταν περίπου 5%.

Οι τράπεζες αναφέρουν ότι υπάρχει σημαντική ευκαιρία για αύξηση των εσόδων από τέλη, κλείνοντας αυτό το χάσμα μέσω περαιτέρω διασταυρούμενων πωλήσεων τραπεζικών και ασφαλιστικών προϊόντων.

Για παράδειγμα, στους τομείς των αμοιβαίων κεφαλαίων, που υποαποδίδουν ακόμα στην Ελλάδα, έχει καταγραφεί αύξηση περίπου 50% ετησίως στα αποτελέσματα του τρίτου τριμήνου του 2025.

Διαβάστε ακόμη: