Ο προϋπολογισμός του 2024 καλείται να συγκεράσει τον στόχο της δημοσιονομικής σταθερότητας που είναι θεμέλιο για κάθε προσπάθεια, με τις νέες ανάγκες που δημιουργούνται καθώς και με το βασικό πρόταγμα της κοινωνίας, μετά την πληθωριστική κρίση, την αύξηση δηλαδή του διαθέσιμου εισοδήματος και των μισθών.
Αυτός είναι και ο βασικός στόχος για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, όπως περιγράφεται στην Εισηγητική Έκθεση του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2024. Παράλληλα, το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών (ΥΠΕΘΟ) επισημαίνει ότι, είναι ο πρώτος προϋπολογισμός μετά από δεκατρία έτη που καταρτίζεται με το αξιόχρεο της χώρας να έχει ανακτήσει την επενδυτική του βαθμίδα.
Πρόκειται για ένα επίτευγμα που οφείλεται πρωτίστως στη σκληρή προσπάθεια και στις θυσίες της ελληνικής κοινωνίας, σε συνδυασμό με τη συνετή και αποτελεσματική δημοσιονομική πολιτική των τελευταίων ετών.
Από την άλλη όμως, η διεθνής οικονομία παρουσιάζει σημάδια επιβράδυνσης, οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι σε χώρες της Ευρώπης αυξάνονται, ο πληθωρισμός, αν και αποκλιμακώνεται, συνεχίζει να παραμένει υψηλός διεθνώς, ειδικά σε βασικά είδη διατροφής, ενώ η περιοριστική νομισματική πολιτική επιδρά αρνητικά στην πιστωτική επέκταση. Πάντως, σε αυτό το δυσμενές και αβέβαιο διεθνές περιβάλλον, η ελληνική οικονομία αποδεικνύεται ανθεκτική.
Επιπλέον, ο προϋπολογισμός του 2024 βαρύνεται και από τις διαδοχικές φυσικές καταστροφές που έπληξαν τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο 2023 την επικράτεια, γεγονός που καταδεικνύει ότι οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής θα είναι εδώ και απαιτείται αντιμετώπισή τους σε μόνιμη βάση.
Για αυτόν τον σκοπό, αποτελεί προτεραιότητα η θωράκιση της χώρας απέναντι σε ακραία φυσικά φαινόμενα μέσω της δημιουργίας πιο ανθεκτικών υποδομών, της ενίσχυσης της πολιτικής προστασίας και της πρόληψης. Σε δημοσιονομικό επίπεδο είναι προφανές ότι απαιτούνται πρόβλεψη σχετικών κονδυλίων κατ’ έτος στον προϋπολογισμό, ενίσχυση της ασφάλισης καθώς και ταχύτητα και αποτελεσματικότητα της κρατικής αρωγής.
Σημειώνεται εξάλλου ότι, προτεραιοποιούνται οι μεγάλες αλλαγές που έχει ανάγκη η χώρα με σειρά μέτρων που έχουν ανακοινωθεί για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Σε αυτό το πλαίσιο θεσμοθετούνται πολυεπίπεδες παρεμβάσεις που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων περιορισμούς στη χρήση μετρητών και ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, πλήρη εφαρμογή της ηλεκτρονικής διαβίβασης των λογιστικών αρχείων και αύξηση της διαφάνειας και της αποτελεσματικότητας των ελέγχων, αυστηροποίηση των κυρώσεων καθώς και μεταρρύθμιση της φορολογίας των ατομικών επιχειρήσεων.
Στόχος των ανωτέρω παρεμβάσεων είναι η δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών και η περαιτέρω ενίσχυση της κοινωνικής πολιτικής.
Το ΥΠΕΘΟ καταλήγει τονίζοντας ότι, η χώρα έχει εισέλθει σε έναν ενάρετο κύκλο μείωσης του χρέους και οικονομικής ανάπτυξης. Ασφαλώς η οικονομική δραστηριότητα εξαρτάται από τις εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον και τις ενδεχόμενες εξωγενείς κρίσεις.
Η οικονομική σταθερότητα και πρόοδος διασφαλίζονται μόνο εάν τηρηθούν απαρέγκλιτα οι τιθέμενοι δημοσιονομικοί στόχοι, διοχετεύοντας παράλληλα τους πεπερασμένους δημοσιονομικούς πόρους στοχευμένα, με τη μέγιστη δυνατή οικονομική και κοινωνική αποτελεσματικότητα.
Οι στόχοι του προϋπολογισμού του 2024
Αναλυτικότερα, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης προβλέπει ότι, ο ρυθμός ανάπτυξης θα παραμείνει πλησίον των στόχων που έχουν τεθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας του Απριλίου 2023 και αναμένεται να ανέλθει σε 2,4% το 2023 και 2,9% το 2024. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν σε ονομαστικούς όρους αναμένεται να αυξηθεί από 206,6 δισ. ευρώ το 2022 σε 222,8 δισ. ευρώ το 2023 και 233,8 δισ. ευρώ το 2024.
Παράλληλα, ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή αναμένεται να κυμανθεί σε ελαφρώς χαμηλότερα επίπεδα και να διαμορφωθεί σε 4,1% έναντι 4,5% που προβλεπόταν στο Πρόγραμμα Σταθερότητας για το 2023 και να αποκλιμακωθεί περαιτέρω σε 2,6% για το 2024. Οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν κατά 7,1% κατά το τρέχον έτος και ακόμη περισσότερο κατά 15,1% το 2024, ενώ η ανεργία αναμένεται να μειωθεί από 11,2% το 2023 σε 10,6% το 2024.
Σύμφωνα με το ΥΠΕΘΟ, η ισχυρή ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας που αποτυπώθηκε στις εξελίξεις του 2022 και του 2023 προβλέπεται να επιβεβαιωθεί και το 2024, με τον οικονομικό κύκλο να διατηρείται σε φάση ανόδου με συνεπή και μεγάλη διαφοροποίηση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η ισχυρή δυναμική της ελληνικής οικονομίας εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε θετικές επιδόσεις παρά την οικονομική αβεβαιότητα που αναμένεται να συνεχίσει να επικρατεί σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, ως απόρροια παραγόντων που αναλύθηκαν στις προηγούμενες ενότητες.
Θεμέλιο για τις θετικότερες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας έναντι της μέσης ευρωπαϊκής εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να αποτελεί το 2024 η προσήλωση στη συνετή δημοσιονομική διαχείριση, στην οποία θα στηριχθεί η περαιτέρω πορεία αναβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας.
Η οικονομική απόδοση των εν εξελίξει διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα συμβάλει στην ενίσχυση της δημοσιονομικής σταθερότητας και στην περαιτέρω μείωση του δημόσιου χρέους.
Εντούτοις, στους τελευταίους εξωγενείς παράγοντες που επιδρούν αρνητικά στην οικονομία περιλαμβάνονται η διεθνής οικονομική συγκυρία, λαμβανομένης υπόψη της προς τα κάτω αναθεωρημένης πρόβλεψης για τον ρυθμό ανάπτυξης στην ευρωζώνη το 2024, οι διαδοχικές αυξήσεις των επιτοκίων από την ΕΚΤ (με αντίκτυπο στις χρηματοδοτικές συνθήκες του επόμενου έτους μέσω υστερήσεων) και η επίδραση στις τιμές ενέργειας εξαιτίας των γεωπολιτικών εξελίξεων, συνεκτιμώμενης της υψηλότερης τεχνικής υπόθεσης για τη διεθνή τιμή πετρελαίου, σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Την ίδια στιγμή οι πλημμύρες στη Θεσσαλία τον Σεπτέμβριο 2023 δρουν και αυτές ως εξωγενώς καθοριζόμενος αρνητικός παράγοντας για την ελληνική οικονομία.Ωστόσο, αντισταθμιστικά προς τις ανωτέρω εξελίξεις λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό τα θετικά μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής που εφαρμόζονται στα τέλη του 2023 και από τις αρχές του 2024, οι αποζημιώσεις των πληγέντων και οι αποκαταστάσεις των ζημιών από τις πρόσφατες καταστροφές καθώς και η αναμενόμενη θετική επίδραση της υλοποίησης του σχεδίου «Ελλάδα 2.0».
Οι προβλέψεις για τα δημοσιονομικά μεγέθη
Σε ό,τι αφορά τα δημοσιονομικά μεγέθη, το 2023 επετεύχθη σημαντική αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 9,1% σε σχέση με το 2022 χωρίς να αυξηθούν οι φόροι, εξέλιξη που συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα στοιχεία των τριμηνιαίων εθνικών λογαριασμών της ΕΛΣΤΑΤ, το σύνολο των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας παρουσιάζει αύξηση 7,6% το δεύτερο τρίμηνο του 2023 έναντι του αντίστοιχου τριμήνου του 2022. Η αύξηση των μισθών, χωρίς να θίγεται η ανταγωνιστικότητα, ενίσχυσε τα έσοδα του προϋπολογισμού, συμβάλλοντας στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.
Για αυτόν τον σκοπό, στον προϋπολογισμό έχουν συμπεριληφθεί όλα τα μέτρα που έχουν εξαγγελθεί προεκλογικά προς εφαρμογή το 2023 και 2024, τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, όπως και επιπρόσθετα μέτρα στήριξης που εξαγγέλθηκαν μετέπειτα.
Καταλυτικά προς την κατεύθυνση της αύξησης του εισοδήματος το 2024 αναμένεται να δράσουν πολιτικές όπως η αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, η άρση του «παγώματος» των τριετιών στους μισθωτούς, η αύξηση του αφορολόγητου για οικογένειες με παιδιά, η αύξηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, η εκ νέου αύξηση των συντάξεων, αλλά και επενδυτικοί πόροι ύψους 12,17 δισ. ευρώ μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (8,55 δισ. ευρώ) και του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (3,62 δισ. ευρώ), που αναμένεται να εισρεύσουν στην οικονομία εντός του 2024. Επιπλέον, ενισχύεται ο τομέας της υγείας με αύξηση της επιχορήγησης των νοσοκομείων κατά περίπου 20%, ενώ αύξηση των δαπανών υπάρχει και στον τομέα της παιδείας.
Το ΥΠΕΘΟ σημειώνει ότι, όλα τα παραπάνω πραγματοποιούνται χωρίς να αποκλίνει η χώρα από τους δημοσιονομικούς της στόχους. Παρά τις διαδοχικές κρίσεις το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης το 2022 διαμορφώθηκε σε οριακό πλεόνασμα ύψους 0,1% του ΑΕΠ.
Στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού 2023 το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2023 είχε προβλεφθεί σε ύψος 0,7% του ΑΕΠ, ενώ στο Πρόγραμμα Σταθερότητας του Απριλίου 2023 το πρωτογενές αποτέλεσμα είχε εκτιμηθεί σε πλεόνασμα ύψους 1,1% του ΑΕΠ.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της εκτέλεσης του προϋπολογισμού, το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης για το 2023 εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε πλεόνασμα ύψους 2.555 εκατ. ευρώ ή 1,1% του ΑΕΠ, πλησίον των προβλέψεων του Προγράμματος Σταθερότητας.
Το συνολικό αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται πλησίον των προβλέψεων της εισηγητικής έκθεσης του προϋπολογισμού 2023, λόγω της αύξησης των τόκων Γενικής Κυβέρνησης και διαμορφώνεται σε συνολικό έλλειμμα 2,1% του ΑΕΠ, έναντι 2,0% που ήταν η πρόβλεψη του προϋπολογισμού 2023.
Αντίστοιχα, το πρωτογενές αποτέλεσμα για το έτος 2024 προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 2,1% του ΑΕΠ σύμφωνα με τους στόχους του Προγράμματος Σταθερότητας. Το γεγονός ότι το δημοσιονομικό αποτέλεσμα των ετών 2023 και 2024 παραμένει εντός των εκτιμήσεων που είχαν αποτυπωθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας, ενισχύει την αξιοπιστία του αξιόχρεου της χώρας προς τη διεθνή κοινότητα και τους οίκους αξιολόγησης. Τέλος, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αναμένεται να αποκλιμακωθεί εντυπωσιακά από 172,6% του ΑΕΠ το 2022 σε 160,3% το 2023 και σε 152,3% το 2024.
Κύριες πηγές κινδύνου για τον προϋπολογισμό
Οι δημοσιονομικές προβλέψεις του προϋπολογισμού 2024 υπόκεινται σε κινδύνους και αβεβαιότητες. Υπό τις παρούσες συνθήκες, οι σημαντικότεροι κίνδυνοι σχετίζονται με τις τρέχουσες γεωπολιτικές εξελίξεις και συγκεκριμένα με την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία και των συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή. Οι εν λόγω εξελίξεις μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη διεθνή οικονομική δραστηριότητα, ιδίως μέσω των τιμών της ενέργειας.
Πέραν της εξέλιξης του πολέμου και της πιθανότητας αναβίωσης της ενεργειακής κρίσης, επιπλέον παράγοντες κινδύνου και αβεβαιότητας εντοπίζονται στην πολιτική νομισματικής σύσφιξης, που ακολουθείται διεθνώς με σκοπό την καταπολέμηση των πληθωριστικών πιέσεων.
Συγκεκριμένα, υφίσταται σημαντική αβεβαιότητα ως προς την πιθανότητα περαιτέρω αυξήσεων των επιτοκίων, αλλά και ως προς την ταχύτητα με την οποία η αύξηση του κόστους του χρήματος θα επηρεάσει την οικονομική δραστηριότητα και ως προς την επίδρασή της στην καταναλωτική συμπεριφορά των νοικοκυριών και στην επενδυτική ζήτηση.
Το ΥΠΕΘΟ προχώρησε σε ανάλυση ευαισθησίας, η οποία αποσκοπεί στο να εκτιμήσει την πορεία των κύριων δημοσιονομικών μεταβλητών κάτω από διαφορετικές παραδοχές περί του ρυθμού μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας κατά το 2024.
Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της ανάλυσης έχει εκτιμηθεί η επίδραση στο εκτιμώμενο δημοσιονομικό αποτέλεσμα για το 2024 από μία μείωση του ρυθμού ονομαστικής μεγέθυνσης του ΑΕΠ κατά 1,0% σε σχέση με το βασικό μακροοικονομικό σενάριο του προϋπολογισμού. Η επίπτωση αυτή έχει εκτιμηθεί μέσω των ελαστικοτήτων που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής δημοσιονομικής εποπτείας και οι οποίες περιγράφονται στην έκδοση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής “Report on Public Finances in EMU 2018”.
Η μείωση του ονομαστικού ρυθμού μεγέθυνσης κατά 1,0% σε σχέση με το βασικό μακροοικονομικό σενάριο συνεπάγεται ότι το ΑΕΠ του 2024 (σε τρέχουσες τιμές) θα διαμορφωθεί σε 231,5 δισ. ευρώ από 222,8 δισ. ευρώ το 2023, έναντι ονομαστικού ΑΕΠ ύψους 233,8 δισ. ευρώ το 2024 σύμφωνα με το βασικό σενάριο.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης ευαισθησίας, μία τέτοια μεταβολή του επιπέδου του ονομαστικού ΑΕΠ θα οδηγούσε σε επιδείνωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος κατά 0,5% του ΑΕΠ σε σχέση με το σενάριο του προϋπολογισμού 2024.
Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή το ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης κατά ESA θα διαμορφωνόταν σε -1,6% του ΑΕΠ έναντι -1,1% του ΑΕΠ, ενώ το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα κατά ESA θα διαμορφωνόταν σε +1,7% του ΑΕΠ έναντι +2,1% του ΑΕΠ. Σε απόλυτους όρους, ο μειωμένος κατά 1,0% ονομαστικός ρυθμός μεγέθυνσης θα οδηγούσε σε επιπλέον δημοσιονομική επιβάρυνση της τάξης του 1,13 δισ. ευρώ.
Τα “στηρίγματα” και οι προκλήσεις
Σύμφωνα και με την αξιολόγηση του προϋπολογισμού από το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (ΕΔΣ), στην αντιμετώπιση τόσο των μακροοικονομικών όσο και των δημοσιονομικών προκλήσεων συντάσσονται μια σειρά παραγόντων, όπως (α) η ύπαρξη σημαντικού ύψους ταμειακών αποθεμάτων για την αντιμετώπιση αναγκών ρευστότητας του Δημοσίου, (β) η στήριξη της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας από τα κονδύλια των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, (γ) οι αναβαθμίσεις του αξιόχρεου των ελληνικών ομολόγων από τους επενδυτικούς οίκους αξιολόγησης, με δυο εξ αυτών (DBRS και R&I), να το κατατάσσουν πλέον σε επενδυτική βαθμίδα.
Προς την κατεύθυνση αυτή θεωρείται και η νομοθετική πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την βελτίωση του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης στην Ε.Ε., η οποία αναγνωρίζει τις ανάγκες διασφάλισης δημοσιονομικής βιωσιμότητας με ταυτόχρονη ενθάρρυνση της οικονομικής μεγέθυνσης.
Σε κάθε περίπτωση, οι προβλέψεις του προϋπολογισμού υπόκεινται σε ένα βαθμό αβεβαιότητας, με πιθανούς κυρίως εξωγενείς κινδύνους, όπως: (α) την γεωπολιτική αβεβαιότητα που προκαλούν οι πολεμικές συρράξεις στο Ισραήλ και στην Ουκρανία, οι οποίες μεταξύ άλλων θα μπορούσαν να έχουν σημαντικό ενεργειακό αποτύπωμα, (β) τη διατήρηση των επιτοκίων της ΕΚΤ στο τρέχον υψηλό επίπεδο για όλη τη διάρκεια του 2024 με αρνητικές συνέπειες για επενδύσεις και κατανάλωση και (γ) την πιθανή εμβάθυνση της ύφεσης σε οικονομίες της ευρωζώνης με αρνητικές επιδράσεις στην ελληνική οικονομία.
Στο εσωτερικό, σημαντική πρόκληση συνιστά η μη αποτελεσματική και έγκαιρη υλοποίηση του προγράμματος Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Η παρούσα αξιολόγηση λαμβάνει υπόψη τις από 8/3/2023 κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη δημοσιονομική πολιτική των κρατών μελών της ΕΕ και την απενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής από τα τέλη του 2023.
Σχετικά με τη διαπίστωση εκ μέρους του ΕΔΣ της συμμόρφωσης του ΚΠ 2024 με τους δημοσιονομικούς κανόνες του ΣΣΑ σημειώνεται ότι διασφαλίζεται η τήρηση της τιμής αναφοράς του 3% του ΑΕΠ για το έλλειμμα, το οποίο αναμένεται να διαμορφωθεί για το 2024 σε 1,1% του ΑΕΠ, καθώς και η εύλογη και συνεχής μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.
Επίσης, η ονομαστική αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών (Net Nationally Financed Primary Expenditures) που χρηματοδοτούνται από εθνικούς πόρους εκτιμάται για το 2024 στο 0,4%, έναντι του ανώτατου ορίου 2,6% είναι σε πλήρη συμμόρφωση με τη σύσταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (Μάιος 2023).
Διαβάστε ακόμη:
- Το μεγάλο στοίχημα των τραπεζών για το 2024
- Ο Δεκέμβρης που ματώνει τη κυβέρνηση
- Χωρίς μέλη η νεολαία ΣΥΡΙΖΑ – Ανύπαρκτη η επιρροή του κόμματος στους νέους
- Ακόμα ένα τριτοκοσμικού τύπου placement και οι ευθύνες εποπτικών αρχών και συμβούλων