Αν το πρώτο είναι σχετικό εύκολο αφού τα λάθη πληρώνονται όπως και οι σωστές εκτιμήσεις και κινήσεις, το δεύτερο καθίσταται ιδιαίτερο δύσκολο αφού βρίσκεται εν κινήσει και διαμορφώνεται τόσο από εσωτερικές όσο και από εξωτερικές συνθήκες.
Δεν θα κομίσουμε γλαύκα εις Αθήνας αν επισημάνουμε ότι το διεθνές πλαίσιο είναι από κάθε πλευρά πολύ σύνθετο.
Γεωπολιτικά είναι ανοικτά δύο σοβαρά ζητήματα για τα οποία υπάρχουν ενδείξεις πως πολύ δύσκολα θα κλείσουν.
Το ουκρανικό βρίσκεται σε αδιέξοδο και από το οποίο δεν είναι εύκολο να υπάρξουν κινήσεις απεμπλοκής, μέχρι τουλάχιστον τις αμερικανικές εκλογές.
Παράλληλα οι εξελίξεις στη λωρίδα της Γάζας , μπορεί να διατηρήσουν στο προσκήνιο για πολύ καιρό πρόβλημα της Μέσης Ανατολής.
Στο στενότερο οικονομικό επίπεδο την επομένη Πέμπτη συνεδριάζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και στο τραπέζι βρίσκεται το θέμα των επιτοκίων.
Σύμφωνα με συγκλίνουσες εκτιμήσεις αναλυτών, τα επιτόκια στη ζώνη του ευρώ θα παραμείνουν σταθερά στα τρέχοντα επίπεδα, υπό το πρίσμα των τελευταίων στοιχείων για τον πληθωρισμό που βαίνει μειούμενος και για την οικονομική δραστηριότητα που υποχωρεί στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Μένει να φανεί αν η επικεφαλής της Ευρωτράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ θα δώσει κάποια κατεύθυνση για τις αποφάσεις του 2024, που αναμένεται να είναι έτος αποκλιμάκωσης του κόστους δανεισμού.
Μέχρι πρότινος οι διεθνείς επενδυτικοί οίκοι προέβλεπαν ότι τα επιτόκια στη ζώνη του ευρώ θα ξεκινήσουν την καθοδική τους πορεία στο δεύτερο μισό της ερχόμενης χρονιάς.
Δεν είναι λίγοι οι οικονομολόγοι που εκτιμούν ότι η νομισματική πολιτική θα αρχίσει να χαλαρώνει νωρίτερα και ότι οι κινήσεις της ΕΚΤ θα είναι πιο επιθετικές.
Όλα αυτά είναι επόμενο ότι θα επηρεάσουν άμεσα τις εξελίξεις στη χώρα σε όλα τα επίπεδα.
Εκεί θα κριθεί και η αδιαμφισβήτητη πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας και όχι στα τηλεοπτικά πάνελ και με ανύπαρκτη αντιπολίτευση να επιτελέσει το θεσμικό ρόλο της.
Όμως από τη στιγμή που όσα συμβαίνουν σήμερα στη χώρα αυτό ελάχιστη σημασία έχει , όπως και το ψευδεπίγραφο μήνυμα ευμάρειας που εκπέμπεται από ορισμένες πλευρές.
Οι τιμές στην αγορά δεν φαίνεται να υπακούουν στα κυβερνητικά κελεύσματα για υποχώρηση, τα προβλήματα της καθημερινότητας δεν λύνονται με τα πολύχρωμα τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος , τη στιγμή που οι καταθέσεις μειώνονται και η διαφορά των επιτοκίων μεγεθύνεται αντί να περιορίζεται.
Οι τράπεζες στο προσκήνιο
Έτσι δικαιολογείται και η στάση αναμονής της χρηματιστηριακής αγοράς, αφού επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό και τις επιδόσεις του τραπεζοκεντρικού ελληνικού χρηματιστηρίου.
Είναι αλήθεια ότι οι ελληνικές τράπεζες από το καλοκαίρι του 2022 έχουν επωφεληθεί σημαντικά από την άνοδο των παρεμβατικών δεικτών της ΕΚΤ κατά 450 μονάδες βάσης σωρευτικά, όπως δείχνουν οι οικονομικές τους καταστάσεις.
Στο εννεάμηνο του 2023 τα καθαρά έσοδα από τόκους έτρεχαν με ετήσιο ρυθμό της τάξης του 60%, ωθώντας σε πολυετή υψηλά το καθαρό τους αποτέλεσμα.
Η επίδοση αυτή ήταν αποτέλεσμα της διεύρυνσης του επιτοκιακού τους περιθωρίου, καθώς από τη μία πλευρά το κόστος στο μεγαλύτερο κομμάτι του δανειακού τους χαρτοφυλακίου αναπροσαρμόστηκε αυτόματα και από την άλλη οι αυξήσεις στις αποδόσεις των λογαριασμών προθεσμίας κινήθηκαν σε πιο χαμηλά επίπεδα.
Η άνοδος αυτή όμως πλησιάζει προς το τέλος της.
Με τα επιτόκια σταθερά μέχρι νεωτέρας, οι διοικήσεις των τραπεζών αναμένουν ότι τα οργανικά έσοδα θα πιάσουν οροφή στο α΄ τρίμηνο του 2024.
Από εκεί και πέρα η πορεία τους θα εξαρτηθεί από την πιστωτική επέκταση, η οποία το 2023 επιβραδύνθηκε, καθώς παρά τη διατήρηση των εκταμιεύσεων σε υψηλά επίπεδα, καταγράφηκαν αυξημένες πρόωρες αποπληρωμές.
Η υποχώρηση του κόστους δανεισμού αναμφίβολα θα μειώσει τα έσοδα από τόκους στα υφιστάμενα δάνεια, καθώς η πλειονότητά τους είναι κυμαινόμενου επιτοκίου.
Από την άλλη μετά τις πρόσφατες αναβαθμίσεις η καλύτερη πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στις διεθνείς αγορές και οι ευνοϊκότεροι όροι άντλησης ρευστότητας μετά την επιστροφή της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα, θα επιτρέψει την προσφορά ελκυστικότερων χρηματοδοτικών προγραμμάτων.
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Fitch Ratings για τον εγχώριο κλάδο, η λειτουργική κερδοφορία θα παραμείνει το 2024 κοντά στη ζώνη του 3% επί του σταθμισμένου στον κίνδυνο ενεργητικού έναντι 3,3% στο 9μηνο του 2023.
Που πάει η ανάπτυξη
Επανερχόμαστε στο ευρύτερο οικονομικό πλαίσιο καταγράφοντας κάποιες ανησυχητικές ενδείξεις.
Σύμφωνα τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το ποσοστό ανάπτυξης στο γ΄τρίμηνο του 2023 ανήλθε στο 2,1% έναντι 2,6% το β’ τρίμηνο του 2023.
Το «φρένο» στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, μάλιστα, δεν σημειώθηκε μόνο εντός του τρέχοντος έτους (μεταξύ γ΄ τριμήνου και β΄ τριμήνου του 2023), αλλά και μεταξύ 2022-2023 ( γ΄τριμήνο 2023 – γ΄τρίμηνο 2022) καθώς κατά το γ΄τρίμηνο του 2022 ο ρυθμός μεγένθυσης του ΑΕΠ ανήλθε σε 4,1% έναντι 2,1% το αντίστοιχο διάστημα φέτος.
Το ανησυχητικό με τα στοιχεία για την πορεία της ανάπτυξης, είναι ότι η επιβράδυνση που παρατηρείται οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μικρότερη αύξηση των επενδύσεων.
Ως γνωστόν, στους φετινούς αλλά και στους οικονομικούς στόχους των επόμενων δύο ετών, σημαντικός παράγοντας είναι οι επενδύσεις.
Αν οι επενδύσεις δεν τρέξουν με τον ρυθμό που έχει υπολογιστεί τότε το ΑΕΠ της χώρας απειλείται.
Κατά τις μετρήσεις της ΕΛΣΤΑΤ οι ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου αυξήθηκαν μόλις κατά 4,9% (η ανάπτυξη υποχώρησε στο 2,1%), όταν στο δεύτερο τρίμηνο ήταν 9,2% και στο πρώτο 8,2%.
Ο στόχος των επενδύσεων στο κείμενο του προϋπολογισμού 2023 που ψηφίσθηκε πριν από έναν χρόνο ήταν στο 15,5%.
Ο αναθεωρημένος πολλές φορές προς τα κάτω, εκτιμάται ότι δεν θα ξεπεράσει για το σύνολο του έτους στο 7,1%.
Οι άστοχες παρεμβάσεις Ερντογάν
Χωρίς αμφιβολία η επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα αποτελεί θετικό βήμα για ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Άλλο αυτό όμως και άλλο να θεωρείται ότι έγινε κάτι ιδιαίτερα σημαντικό και από τούδε και στο εξής η κατάσταση αλλάζει προς όφελος και των δύο πλευρών, όπως έσπευσαν να πανηγυρίσουν διάφορες πλευρές.
Που το είδαν αυτό; Δεν χρειάζεται παρά να ανατρέξει κάποιος στο βασικό πυρήνα των δηλώσεων του τούρκου προέδρου για να διαπιστώσει ότι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πέραν των συνήθων για παρόμοιες περιστάσεις φληναφημάτων περί φιλίας των δύο χωρών και των 15 συμφωνιών χαμηλού πολιτικού βάρους που υπογράφηκαν, δεν έκανε βήμα πίσω σε βασικά σημεία της τουρκικής θεώρησης των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Δύο μόνο παραδείγματα: Στο μείζον για τον ελληνισμό θέμα του Κυπριακού μίλησε για πρόοδο με βάση τη σημερινή πραγματικότητα στο νησί, της αποδοχής δηλαδή από τον ελληνισμό των δύο κρατών, κάτι που δεν μπορεί να συμβεί στον αιώνα τον άπαντα!
Λύση στο κυπριακό μπορεί να υπάρξει μόνο μέσω της εφαρμογής των αποφάσεων του ΟΗΕ και την αναγνώριση της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Πέραν αυτού ο τούρκος πρόεδρος επιχείρησε δύο παρεμβάσεις στην εσωτερική κυριαρχία της Ελλάδας, στις οποίες έλαβε μεν απαντήσεις σε διπλωματική γλώσσα, αλλά όχι σε πολιτική: Αναφερόμαστε στις δηλώσεις του για την «τουρκική» μειονότητα στην Ελλάδα καθώς και στην συνεργασία των δύο χωρών για πάταξη της τρομοκρατίας.
Στην πρώτη περίπτωση η αναφορά στην συνθήκη της Λωζάνης έχει μόνο διπλωματική αντίκτυπο, ας υπενθυμιζόταν στον κ. Ερντογάν ότι ο ίδιος κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα το 2017 είχε μιλήσει για μουσουλμανική μειονότητας.
Στην δεύτερη τα περί συνεργασίας των δύο χωρών κατά της τρομοκρατίας υπαινίσσεται ότι η Ελλάδα, διευκολύνει τους τούρκους και κούρδους αντικαθεστωτικούς!
Όμως αλίμονο αν προς χάριν βελτίωσης διμερών θέσεων μια χώρα παρεκκλίνει από τις βασικές ανθρωπιστικές αρχές.