Οι καλοκαιρινές νύχτες στην πλούσια βαυαρική πόλη του Άουγκσμπουργκ εφέτος είναι τρομακτικά σκοτεινές και ήσυχες. Οι προσόψεις των ιστορικών κτηρίων δε φωτίζονται, τα φώτα του δρόμου είναι χαμηλά και τα περισσότερα σιντριβάνια δε λειτουργούν.

Το Άουγκσμπουργκ είναι μεταξύ πολλών πόλεων στη Γερμανία, που έχει εφαρμόσει μία σειρά από μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, η οποία «εκτόξευσε» τις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου και «πυροδότησε» κρίση ακρίβειας.

Σε όλη την Ευρώπη, οι χώρες αναζητούν τρόπους για να μειώσουν την κατανάλωση ενέργειας και να γεμίσουν τις αποθήκες φυσικού αερίου, ως απάντηση στις χαμηλότερες παραδόσεις ρωσικού, ενώ προετοιμάζονται ακόμη και για πιθανή ολική διακοπή.

Η Γερμανία, ως μία από τις χώρες που εξαρτώνται περισσότερο από το ρωσικό φυσικό αέριο, ηγείται αυτής της προσπάθειας, με μία εθνική εκστρατεία εξοικονόμησης φυσικού αερίου.

Σκοπός, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης να έχει αρκετό απόθεμα, ώστε να αντέξει τον ερχόμενο χειμώνα, αν και ειδικοί στον τομέα της ενέργειας αναφέρουν ότι απαιτούνται πρόσθετα μέτρα για την επίτευξη αυτού του στόχου.

Η Δήμαρχος του Άουγκσμπουργκ, Εύα Βέμπερ, επεσήμανε στο Ρόιτερς ότι οι λογαριασμοί ενέργειας της πόλης εφέτος αναμένεται να είναι σχεδόν διπλάσιοι από το περυσινό κόστος των περίπου 15.9 εκατομμυρίων ευρώ.

«Θέλουμε να δείξουμε στους πολίτες του Άουγκσμπουργκ ότι μπορεί να αντιμετωπίσουμε πραγματικά δύσκολες στιγμές, όλοι πρέπει να προσπαθήσουμε για να εξοικονομήσουμε ενέργεια», υπογράμμισε η κ. Βέμπερ.

Η πόλη έχει, επίσης, μειώσει τη θερμοκρασία στις δημόσιες πισίνες και εξετάζει ποιους σηματοδότες μπορεί να σβήσει. Παράλληλα, όπως και άλλες πόλεις, θέλει να περιορίσει τη θέρμανση στα δημόσια κτήρια.

Περίπου τα μισά γερμανικά νοικοκυριά βασίζονται στο φυσικό αέριο για τη θέρμανσή τους και περίπου το 13% της ηλεκτρικής ενέργειας προέρχεται από τα ορυκτά καύσιμα.

Το αέριο αντιπροσωπεύει το 1/3 της βιομηχανικής ενέργειας, ενώ, τα τελευταία χρόνια, το ήμισυ του καυσίμου προέρχεται από τη Ρωσία.

Το Υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας επιδιώκει να γεμίσει τις αποθήκες φυσικού αερίου πριν από τον χειμώνα, όταν η ζήτηση συνήθως αυξάνεται, ενώ στρέφεται και σε εναλλακτικές πηγές φυσικού αερίου, όπως πλωτούς τερματικούς σταθμούς (LNG).

Στο πλαίσιο αυτό, επανεκκινεί σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα και στοχεύει να αρχίσει ένα μοντέλο «δημοπρασίας» αερίου για να ενθαρρύνει τους βιομηχανικούς καταναλωτές να εξοικονομήσουν φυσικό αέριο.

Το Υπουργείο εκκίνησε, ταυτόχρονα, εκστρατεία τον περασμένο μήνα καλώντας τους πολίτες να κάνουν συντομότερα ντους, να αυξήσουν τη θερμοκρασία του ψυγείου τους κατά έναν βαθμό και να μονώσουν καλύτερα τα σπίτια τους.

«Μείωσα σημαντικά τον χρόνο στο ντους», εντόπισε ο Ρόμπερτ Χάμπεκ από το κόμμα των Πράσινων, ο οποίος ανακοίνωσε προχθές (21/07) περισσότερα δεσμευτικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης της θέρμανσης των πισινών σε ιδιωτικές κατοικίες.

Μέχρι και δεκαπλάσιες τιμές

Οι «κατακόρυφες» αυξήσεις των τιμών έχουν ήδη προσφέρει κίνητρα για εξοικονόμηση ενέργειας. Όσοι εξακολουθούν να έχουν παλαιά συμβόλαια ενός ή δύο ετών, ωστόσο, δεν έχουν ακόμη νιώσει τον πόνο.

Οι ιδιώτες ανησυχούν για τους υπέρογκους λογαριασμούς στο τέλος του έτους, αναφορικά με τα επιπλέον ενεργειακά κόστη που αντιμετωπίζουν οι ενοικιαστές, οι οποίοι μπορεί να μην είναι σε θέση να πληρώσουν.

Η κατανάλωση φυσικού αερίου ήταν χαμηλότερη κατά 6.4% τους πρώτους πέντε μήνες του έτους και 10.8% μικρότερη τον Μάιο, σύμφωνα με τη γερμανική ένωση βιομηχανίας ηλεκτρικής ενέργειας, BDEW.

Την 20η Ιουλίου, η Ευρωπαϊκή Ένωση προανήγγειλε στα κράτη – μέλη ότι πρέπει να μειώσουν τη χρήση φυσικού αερίου κατά 15%, έως τον Μάρτιο.

Προετοιμασία για το χειρότερο σενάριο

Το γερμανικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης δίδει προτεραιότητα για το φυσικό αέριο στα νοικοκυριά και τα σημαντικά ιδρύματα, όπως τα νοσοκομεία, ενώ η βιομηχανία θα είναι η πρώτη που θα αντιμετωπίσει τον περιορισμό στην κατανάλωση.

Όμως, σε όλη τη Γερμανία, οι νευρικοί πολίτες προμηθεύονται ξύλα για τζάκια ή ηλεκτρικές θερμάστρες, ως «απάντηση» στην αύξηση των τιμών και προετοιμάζονται για το χειρότερο σενάριο τον χειμώνα, όταν οι θερμοκρασίες ίσως φθάσουν και τους –20°C. Η ζήτηση για ξύλο έχει αυξηθεί 100%, σύμφωνα με τους εμπόρους.