Τον Μάρτιο του 2022 ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας Robert Habeck, φουσκωμένος από περηφάνια, ανέφερε στις ΗΠΑ ότι η Γερμανία διέκοψε τους ενεργειακούς δεσμούς με τη Ρωσία και υποσχέθηκε να εγκαταλείψει το ρωσικό φυσικό αέριο έως το 2024.

Κάποιοι τότε λέγαμε πως η Ευρώπη, όντας υπάκουο σκυλί της Αμερικής, πυροβολεί τα πόδια της. Ενάμιση χρόνο μετά, κατά τραγική ειρωνεία τα ίδια τα αμερικανικά κανάλια (όπως CNBC) κάνουν ανοιχτά πλέον αναφορά στα ξεκάθαρα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Γηραιά Ήπειρος, και ειδικά η αιχμή του δόρατός της, η Γερμανία.

Δύσκολα κρύβεται, υποστήριξαν οι συντελεστές του καναλιού, ότι η γερμανική οικονομία «πηγαίνει στον πάτο», καθώς οι εγχώριες εταιρείες αναγκάζονται να μεταφέρουν την παραγωγή σε χώρες με φθηνότερο φυσικό αέριο και ηλεκτρική ενέργεια.

Όλα στον κόσμο έχουν το τίμημά τους

Μέχρι πρόσφατα τα δυτικά ΜΜΕ απέφευγαν με μαεστρία το θέμα της άμεσης συμμετοχής της Ευρώπης στη σύγκρουση στην Ουκρανία και το ζήτημα των συνεπειών και του πραγματικού κόστους από τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Αλλά αργά ή γρήγορα τα γεγονότα βρίσκουν τον δρόμο τους προς το φως. Όλα στον κόσμο έχουν το τίμημά τους: και η δειλία, και η βλακεία, και η προδοσία.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ, φέτος η Γερμανία θα γίνει η μόνη χώρα της G7 της οποίας η οικονομία δεν θα αναπτυχθεί, αλλά θα συρρικνωθεί.

Οι τιμές καταναλωτή σπάνε ρεκόρ (+6,2% μόνο τον Αύγουστο), η βιομηχανική παραγωγή μειώνεται ραγδαία, ο πληθωρισμός και το δημόσιο χρέος αυξάνονται, η επιχειρηματική δραστηριότητα είναι η χαμηλότερη των τελευταίων τριών χρόνων. Το υγροποιημένο αέριο από τις Ηνωμένες Πολιτείες αποδείχθηκε σημαντικά πιο ακριβό από το ρωσικό.

Η άνοδος στις τιμές των καυσίμων οδήγησε σε απότομη αύξηση στις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, και οι ανεμογεννήτριες και άλλα ηλιακά πάνελ αποσύρθηκαν.

Περισσότερες γερμανικές εταιρείες μεταφέρονται στις ΗΠΑ και άλλες κλείνουν λόγω των υπέρογκων τιμών στο ηλεκτρικό ρεύμα: βιομηχανίες έντασης ενέργειας όπως η μεταλλουργία, το χαρτί, η κεραμική και το γυαλί αφήνουν την τελευταία τους πνοή – και μάλιστα στη Γερμανία μπορεί να εξαφανιστούν ως κατηγορία.

Η ρωσική μαφία άπλωσε τα πλοκάμια της σε νευραλγικές κρατικές υπηρεσίες

Μετά το φυσικό αέριο τα λιπάσματα

Ακόμη και πριν από την ειδική στρατιωτική επιχείρηση, η Γερμανία έχανε περίπου 5,5 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως λόγω των αντιρωσικών κυρώσεων. Αλλά οι περήφανοι Γερμανοί μπορούν να πουν: «Ναι, πληρώνουμε το τίμημα για τη νίκη επί της επιθετικής Ρωσίας και κάθε είδους ευρωπαϊκές αξίες – αλλά απαλλαγήκαμε από την εξάρτηση».

Ωστόσο, το φυσικό αέριο δεν είναι το μείζον: έχοντας τελειώσει με την «τρομερή εξάρτηση» από τα ρωσικά καύσιμα, η Γερμανία άρχισε να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα ρωσικά λιπάσματα. Αν και παλαιότερα εισήγε περίπου το 5% των απαιτούμενων λιπασμάτων από τη Ρωσία, τώρα οι εισαγωγές αγγίζουν σχεδόν το 20%, επειδή έχει γίνει εξαιρετικά ακριβό να τα παράγουν οι Γερμανοί μόνοι τους. Με άλλα λόγια, μετά την εγκατάλειψη του ρωσικού φυσικού αερίου, η Γερμανία αύξησε τις αγορές λιπασμάτων από τη Ρωσία κατά 334%.

Υπό το πρίσμα του γεγονότος ότι το 80-90% του κόστους παραγωγής για λιπάσματα χρειάζεται ενέργεια που προέρχεται από αέριο, οι Γερμανοί, στην πραγματικότητα, άλλαξαν το σουβλί για το σαπούνι, αλλά με ακόμη χειρότερους όρους. Το μέλος του κόμματος «Εναλλακτική για τη Γερμανία», μέλος της Επιτροπής της Bundestag για την ενέργεια και την προστασία του κλίματος, Stefan Keuter, δήλωσε ότι η πολιτικοποιημένη και κοντόφθαλμη απόφαση να σταματήσει ο ρωσικός εφοδιασμός ορυκτών ενέργειας οδηγεί σε υψηλότερες τιμές τόσο για τους Γερμανούς πολίτες όσο και για τη βιομηχανία, γιαυτό η Γερμανία διολισθαίνει στην αποβιομηχάνιση και χάνει ραγδαία έδαφος στην παγκόσμια σκηνή.

Κάποτε η Μέρκελ είχε πει: «Η οικονομική συνεργασία με τη Ρωσία είναι απαραίτητη» και «Οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας θα βλάψουν τη Γερμανία περισσότερο από τη Ρωσία». Τώρα την αναπαράγουν και άλλοι Γερμανοί πολιτικοί… H βουλευτής της Bundestag του κόμματος Die Linke Sevim Gagdelen δήλωσε στην Berliner Zeitung ότι «Υπήρχε η άποψη ότι η τιμωρία της Ρωσίας θα είχε διαρκές αποτέλεσμα, αλλά η πραγματικότητα αποδείχθηκε διαφορετική: η ρωσική οικονομία ανακάμπτει και οι δυτικές κυρώσεις πλήττουν αυτούς που τις επέβαλαν».

Ελπίδα για κανονικότητα

Οι μεγάλες και μεσαίες γερμανικές επιχειρήσεις, που περιβάλλονται από πολιτικούς περιορισμούς από όλες τις πλευρές, εξακολουθούν να ελπίζουν ότι όλα θα επανέλθουν στην κανονικότητα.

Σε πρόσφατη συνέντευξή του ο εκτελεστικός διευθυντής της Ανατολικής Επιτροπής της Γερμανικής Οικονομίας, Michael Harms, θυμήθηκε: «Είχαμε άριστες σχέσεις με τη Ρωσία, επωφεληθήκαμε πολύ από αυτό. όχι μόνο λάβαμε πόρους, αλλά και επενδύσαμε πολλά. Η εγκατάλειψη της ρωσικής αγοράς για τις γερμανικές εταιρείες έχει γίνει μεγάλο πρόβλημα, αλλά μπορούν να επιστρέψουν όταν επιλυθούν οι πολιτικές διαφορές μεταξύ των χωρών και αρθούν οι κυρώσεις» αλλά τo τρένο φαίνεται έχει ήδη φύγει…

Μέχρι τώρα η Ευρώπη καμουφλάρει το πρόβλημα

Η Ευρώπη δεν έχει καταφέρει να αποσοβήσει τον κίνδυνο για μια νέα ενεργειακή κρίση, όπως προειδοποιεί και ο γνωστός οικονομολόγος Daniel Lacalle. Όπως σημειώνει, οι τιμές του ευρωπαϊκού φυσικού αερίου αυξήθηκαν σχεδόν κατά 40% λόγω του κινδύνου παγκόσμιας έλλειψης LNG.

Οι ευρωπαϊκές τιμές χονδρικής ενέργειας παραμένουν κάτω από τα επίπεδα-ρεκόρ της ενεργειακής κρίσης του 2022, αλλά αυξάνονται σταθερά καθώς η αστάθεια στα commodities υπογραμμίζει την ευθραυστότητα του ευρωπαϊκού ενεργειακού συστήματος.

«Δυστυχώς, οι γραφειοκράτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δήλωσαν το τέλος της ενεργειακής κρίσης σαν να ήταν αποτέλεσμα αποφασιστικής πολιτικής δράσης, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι το ενεργειακό πρόβλημα στην Ε.Ε. μειώθηκε μόνο από καθαρά εξωτερικούς παράγοντες: έναν πολύ ήπιο χειμώνα και την παρακμή στις παγκόσμιες τιμές των βασικών εμπορευμάτων λόγω των αυξήσεων των επιτοκίων από την ΕΚΤ. Έτσι, η ενεργειακή κρίση παραμένει και τα προβλήματα ασφάλειας του εφοδιασμού και οικονομικής προσιτότητας του συστήματος παραμένουν», εκτιμά ο κ. Lacalle.

ΔΕΗ: Νέα σχέδια για την υπερσύγχρονη μονάδα της Πτολεμαΐδας 5

Μαζική αύξηση της εξάρτησης από τον άνθρακα (λιγνίτη)

Συμπληρώνει δε ότι η εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το ρωσικό φυσικό αέριο δεν έχει επιλυθεί, αλλά έχει συγκαλυφθεί μόνο από τη μαζική αύξηση της εξάρτησης από τον άνθρακα (λιγνίτη) στην περίπτωση της Γερμανίας και το ακριβό υγροποιημένο φυσικό αέριο που εισάγεται από τον υπόλοιπο κόσμο. Στα τέλη του 2022 το ενεργειακό μείγμα της Γερμανίας ήταν το πιο ξεκάθαρο παράδειγμα αποτυχίας της ενεργειακής πολιτικής της.

Ο σκληρός άνθρακας και ο λιγνίτης αντιπροσώπευαν το 31,2%, το φυσικό αέριο 13,8% και το ορυκτέλαιο 0,8%, με τα πυρηνικά στο 6%. Μετά από σχεδόν 200 δισ. ευρώ σε επιδοτήσεις ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η Γερμανία χρειάζεται περισσότερο άνθρακα και εισαγόμενο φυσικό αέριο.

«Τι αποφάσισε η κυβέρνηση αφού αντιμετώπισε το λάθος να κλείσει σχεδόν όλο τον πυρηνικό στόλο της; Μαντέψτε. “Συνεχίστε με τη διαδικασία κλεισίματος των υπόλοιπων”. Δεν είναι περίεργο που η Γερμανία βρίσκεται σε ύφεση. Το βιομηχανικό της μοντέλο απαιτεί άφθονη και οικονομικά προσιτή ενέργεια και οι διάφορες κυβερνήσεις έχουν κάνει το κόστος της ενέργειας μη ανταγωνιστικό».

Τι γίνεται με την Ισπανία; Η κυβέρνηση αποφάσισε να εφαρμόσει μια «ιβηρική εξαίρεση» που εξαλείφει το κόστος του φυσικού αερίου από τη χονδρική τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας μόνο για να το χρεώσει πίσω στους καταναλωτές ως επιπλέον χρέωση στο λογαριασμό. Το αποτέλεσμα;

Ο πέμπτος υψηλότερος λογαριασμός ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη έστειλε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ στη Γαλλία και στην Πορτογαλία που αγόρασαν την επιδοτούμενη ενέργεια, ενώ ο Ισπανός καταναλωτής πλήρωσε τον λογαριασμό στους παραγωγούς φυσικού αερίου και οι εισαγωγές ρωσικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) αυξήθηκαν στα ύψη, αλλά η κυβέρνηση προσπάθησε να πείσει τους πολίτες ότι το LNG από τη Novatek «δεν είναι ρωσικό αέριο» επειδή δεν είναι προμήθεια αγωγού Gazprom, ακόμη και όταν ο προμηθευτής είναι μια κορυφαία ρωσική ενεργειακή πολυεθνική.

Αγορά ενέργειας: Στα 3,25 δισ. ευρώ τα υπερέσοδα – Επέστρεψαν στους καταναλωτές

Πονοκέφαλος οι λογαριασμοί για τα νοικοκυριά

Οι καταναλωτές δεν έχουν δει τη βελτίωση στους λογαριασμούς τους. Αν κοιτάξουμε τα τελευταία στοιχεία της Eurostat για τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας των νοικοκυριών, αυτές αυξήθηκαν σε όλα τα κράτη-μέλη εκτός από δύο της Ε.Ε. το δεύτερο εξάμηνο του 2022, σε σύγκριση με το δεύτερο εξάμηνο του 2021, ακριβώς τη στιγμή που τα εμπορεύματα υποχώρησαν στις διεθνείς αγορές.

Ο μέσος όρος για την Ε.Ε. είναι 252 ευρώ ανά MWh και 261 ευρώ ανά MWh για τη ζώνη του ευρώ. Αυτό είναι μεταξύ 20% και 30% υψηλότερο από το μέσο οικιακό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας στις ΗΠΑ, σύμφωνα με στοιχεία της Energy Sage.

Η ευρωπαϊκή ενεργειακή κρίση δεν λύθηκε. Μεταμφιέστηκε χάρη στον ήπιο χειμώνα και την επιβράδυνση των εισαγωγών άνθρακα και φυσικού αερίου από την Κίνα. «Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις συνεχίζουν να βάζουν όλα τα στοιχήματά τους σε μια άστοχη ενεργειακή μετάβαση που αγνοεί την ασφάλεια του εφοδιασμού και την ανταγωνιστικότητα και θα κάνει την Ε.Ε. να εξαρτάται από την Κίνα για σπάνιες γαίες και μέταλλα, καθώς και από τις ΗΠΑ και τον ΟΠΕΚ για εμπορεύματα», υπογραμμίζει ο οικονομολόγος.

«Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα έπρεπε να έχει εγκαταλείψει τις ιδεολογικές αποφάσεις και να έχει επιτρέψει στην τεχνολογία, στον ανταγωνισμό και στη βιομηχανία να δώσουν τη βέλτιστη λύση που παρέχει έναν ασφαλή εφοδιασμό ενέργειας. Η απόφαση να απαγορεύσουμε την ανάπτυξη εγχώριων πόρων και να εστιάσουμε σε διακοπτόμενες και ασταθείς πηγές ενέργειας πριν τεθεί σε πλήρη λειτουργία η τεχνολογία των μπαταριών είναι ένα τεράστιο λάθος που καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Ένωση να υποστεί υψηλότερο κόστος και χαμηλότερη ανάπτυξη.

Οι περιβαλλοντικές πολιτικές πρέπει να εξετάζονται υπό παγκόσμια προοπτική. Η Ε.Ε. αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 10% των παγκόσμιων εκπομπών αλλά σχεδόν το 100% του κόστους. Πρέπει να επικεντρωθεί στην ανταγωνιστικότητα, στην ασφάλεια του εφοδιασμού και στον σεβασμό του περιβάλλοντος από βιομηχανική άποψη. Το να αγνοούμε τη σημασία της αξιοποίησης στο έπακρο των πυρηνικών, υδροηλεκτρικών, φυσικών αερίων και όλων των άλλων διαθέσιμων πηγών είναι επικίνδυνο.

Ενεργειακά ανασφαλής η Ε.Ε.

Στην Κίνα ή στις Ηνωμένες Πολιτείες η οικονομική προσιτότητα, η ασφάλεια του εφοδιασμού και η ανταγωνιστικότητα είναι οι μοχλοί της ενεργειακής πολιτικής».

Στην Ευρώπη είναι μια λανθασμένη άποψη του «όχι στην αυλή μου» που κάνει την ήπειρο να εξαρτάται περισσότερο από άλλους, όχι λιγότερο.

Ο παρεμβατισμός δεν προσφέρει καλύτερη ή φθηνότερη ενέργεια. Κάνει την Ευρωπαϊκή Ένωση να χάσει στον αγώνα της τεχνολογίας και της ενεργειακής ασφάλειας, καταλήγει ο κ. Lacalle.

Πετρέλαιο: Δοκιμάζει τα υψηλά του Νοεμβρίου – Σενάριο για πάνω από $100 δολ. το βαρέλι

Πάνω από τα $100 «βλέπει» το πετρέλαιο η Goldman Sachs – Το θέλει όμως ο ΟΠΕΚ;

Οι τιμές του πετρελαίου θα μπορούσαν να ανέλθουν σε τριψήφια επίπεδα μέχρι το επόμενο έτος, εάν η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία δεν χαλαρώσουν τις επιθετικές περικοπές εφοδιασμού τους, σύμφωνα με την Goldman Sachs.

Η Goldman Sachs είχε ήδη λάβει υπόψη την πιθανότητα υψηλών τιμών του πετρελαίου πολύ πριν η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία ανακοινώσουν, νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, ότι επέκτειναν τις περικοπές παραγωγής μέχρι το τέλος του 2023. Αυτή η ανακοίνωση ανέβασε το πετρέλαιο brent πάνω από τα 91 δολάρια το βαρέλι για πρώτη φορά μετά από 10 μήνες. Το brent είναι το σημείο αναφοράς για την τιμή του πετρελαίου παγκοσμίως και παράγεται στη Βόρεια Θάλασσα. Η Goldman Sachs είχε προβλέψει το brent στα 86 δολάρια τον Δεκέμβριο και 93 δολάρια στα τέλη του 2024.

Τώρα βλέπει «δύο ανοδικούς κινδύνους» στην πρόβλεψή της. Πρώτον, αναμένει ότι η προσφορά πετρελαίου στη Σαουδική Αραβία θα είναι 500.000 βαρέλια ημερησίως μικρότερη από ό,τι είχε προβλεφθεί. Αυτό από μόνο του θα προσθέσει 2 δολάρια στην τιμή του πετρελαίου ανά βαρέλι.

Δεύτερον, προειδοποίησε ότι ορισμένες από τις υποθέσεις της για την παραγωγή πετρελαίου μπορεί να είναι εσφαλμένες εάν συνεχιστούν οι παρατάσεις περικοπής του ΟΠΕΚ+. Η τράπεζα περίμενε ότι τον Ιανουάριο οι χώρες θα επαναφέρουν το ήμισυ της περικοπής κατά 1,7 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα που είχε ανακοινωθεί τον Απρίλιο.

Τώρα η τράπεζα δεν αποκλείει το ενδεχόμενο μιας ακόμη μεγαλύτερης παράτασης. «Σκεφτείτε ένα ανοδικό σενάριο όπου ο ΟΠΕΚ+ διατηρεί τις περικοπές του 2023 πλήρως σε ισχύ μέχρι το τέλος του 2024 και όπου η Σαουδική Αραβία αυξάνει μόνο σταδιακά την παραγωγή», αναφέρουν οι αναλυτές της Goldman Sachs. Σε αυτό το σενάριο οι τιμές του πετρελαίου brent πιθανότατα θα ανέβουν στα 107 δολάρια το βαρέλι τον Δεκέμβριο του 2024, ανέφερε η τράπεζα.

Η Goldman Sachs τόνισε ότι αυτή δεν είναι η «βασική άποψή» της, επειδή μια τέτοια στρατηγική θα μπορούσε να αποτύχει. Παρόλο που οι υψηλότερες τιμές του πετρελαίου θα βοηθούσαν τη Σαουδική Αραβία να εξισορροπήσει τον προϋπολογισμό της και τη Ρωσία να χρηματοδοτήσει την πολεμική της μηχανή, η Goldman Sachs είπε ότι οι τριψήφιες τιμές πετρελαίου θα μπορούσαν να αναγκάσουν τους παραγωγούς σχιστολιθικού αερίου των ΗΠΑ να αυξήσουν την προσφορά τους σε χαμηλότερες τιμές.

Επιπλέον, οι υψηλότερες τιμές θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε περισσότερες επενδύσεις στην καθαρή ενέργεια. Ο άλλος λόγος που ο ΟΠΕΚ+ μπορεί να μη θέλει πετρέλαιο 100 δολαρίων, σύμφωνα με την Goldman Sachs, είναι λόγω της «πολιτικής σημασίας των τιμών της βενζίνης στις ΗΠΑ».

Οι Πρόεδροι των ΗΠΑ δεν θέλουν να δουν τις τιμές της βενζίνης να ανεβαίνουν, ιδιαίτερα πριν από τις εκλογές.

Ερωτηθείς για τις περικοπές προμήθειας από τη Ρωσία και τη Σαουδική Αραβία την Τετάρτη, ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ Jake Sullivan είπε στους δημοσιογράφους ότι ο Πρόεδρος Joe Biden επικεντρώνεται στην «προσπάθεια να κάνει ό,τι είναι μέσα στο πακέτο εργαλείων του για να μπορέσει να πετύχει χαμηλότερες τιμές για τους καταναλωτές στην αντλία βενζίνης».

«Αυτό που τελικά υπερασπιζόμαστε είναι μια σταθερή, αποτελεσματική παροχή ενέργειας στις παγκόσμιες αγορές, ώστε να μπορούμε στην πραγματικότητα να παρέχουμε ανακούφιση στους καταναλωτές στην αντλία», δήλωσε ο Sullivan.

Διαβάστε ακόμη: