Η κυβέρνηση κατέθεσε πριν λίγο καιρό στη στη Βουλή το προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού 2026 εν μέσω σημαντικής διεθνούς αβεβαιότητας, τόσο σε γεωπολιτικό όσο και σε δημοσιοοικονομικό επίπεδο. Όπως όμως υποστηρίζει σχετικά το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών (ΥΠΕΘΟ), παρά την αυξημένη αβεβαιότητα στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, η Ελλάδα αποτελεί πλέον σημείο αναφοράς για τη σταθερότητα και τη συνέπεια της οικονομικής της πολιτική, ενώ η οικονομία στηρίζεται πλέον σε στέρεα θεμέλια.
Επιπλέον, η ελληνική οικονομία προβλέπεται να συνεχίσει για έκτο συναπτό έτος να καταγράφει σημαντικά υψηλότερο ρυθμό πραγματικής ανάπτυξης σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. με βάση λοιπόν τις αισιόδοξες προβλέψεις του προσχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού του 2026, ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να ανέλθει σε 2,2% το 2025 και 2,4% το 2026.
Σύμφωνα και με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο ρυθμός ανάπτυξης για την Ευρωζώνη εκτιμάται σε 0,9% για το 2025 και 1,4% για το 2025, ενώ σύμφωνα με τις πρόσφατες προβλέψεις της ΕΚΤ, τον Σεπτέμβριο του 2025 ο ρυθμός ανάπτυξης της Ευρωζώνης προβλέπεται σε 1,2% το 2025 και σε 1,0% το 2026. Το ονομαστικό ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί από τα 249,6 δισ. ευρώ το 2025 σε 260,9 δισ. ευρώ το 2026. Παράλληλα, ο εγχώριος πληθωρισμός αναμένεται να αποκλιμακωθεί από 2,6% το 2025 σε 2,2% το 2026.
Κατά το ΥΠΕΘΟ, η διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας, σε συνδυασμό με τη συνέχιση των επενδύσεων και των διαρθρωτικών αλλαγών, αποτελεί τη έναυσμα για βιώσιμη ανάπτυξη και ουσιαστική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου όλων των πολιτών.
Από την άλλη, φορείς της αγοράς όπως το ΕΒΕΠ σημειώνουν ότι, πέρα από τις αισιόδοξες προβλέψεις, η ελληνική οικονομία για να παραμείνει σε σταθερή τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης θα πρέπει να θωρακιστεί όσο το δυνατόν καλύτερα από εξωγενείς παράγοντες που επηρεάζουν το ενεργειακό κόστος, τις τιμές τροφίμων και πολλούς άλλους κρίσιμους παράγοντες που είναι απαραίτητοι για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

Οι μακροοικονομικές προβλέψεις
Σύμφωνα με το προσχέδιο, η ελληνική οικονομία προβλέπεται το 2026 να διατηρήσει ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική, παρά τους συνεχιζόμενους εξωγενείς παράγοντες αστάθειας και προκλήσεων, εξακολουθώντας να επιδεικνύει την ανθεκτικότητα που επέδειξε και στις προηγούμενες εξωγενείς κρίσεις.
Το πραγματικό ΑΕΠ το 2026 προβλέπεται να αυξηθεί κατά 2,4% σε ετήσια βάση, σηματοδοτώντας το έκτο διαδοχικό έτος με ρυθμό ανάπτυξης άνω του 2% και εμφανίζοντας επιτάχυνση έναντι του 2025 (2,2%). Η επιτάχυνση της πραγματικής ανάπτυξης το 2026 εδράζεται στους ακόλουθους βασικούς άξονες ανθεκτικότητας:
- στις νέες κυβερνητικές παρεμβάσεις μείωσης των φορολογικών βαρών και ενίσχυσης των εισοδημάτων και των επενδύσεων,
- στη συνεχιζόμενη επέκταση της αγοράς εργασίας,
- στην αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων του ΤΑΑ/Next Generation EU (NGEU) και
- στην προοδευτική αναβάθμιση της παραγωγικής βάσης μέσω των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Η σημασία των επενδύσεων
Όπως αναφέρεται στο προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού του 2026, λαμβανομένων υπόψη τόσο της δυναμικής των ιδιωτικών επενδύσεων όσο και των αυξημένων πόρων του ΤΑΑ, καθώς το Πρόγραμμα «Ελλάδα 2.0» προσεγγίζει τον ορίζοντα υλοποίησής του, ο ρυθμός αύξησης του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου αναμένεται να διαμορφωθεί το 2026 σε 10,2% έναντι 5,7% το 2025.
Η διψήφια αύξηση των συνολικών επενδύσεων καταδεικνύει τις θετικές εξελίξεις σε όλες τις κατηγορίες επενδύσεων, επισημαίνεται δε ότι το 50% περίπου της αύξησης προέρχεται από τις επενδύσεις σε κατασκευές (μεταβολή 13,8% σε ετήσια βάση) και το υπόλοιπο 50% από τις επενδύσεις σε εξοπλισμό (μεταβολή 10,1% σε ετήσια βάση) και από τις επενδύσεις σε αγροτικά και λοιπά αγαθά (μεταβολή 2,7% σε ετήσια βάση).
Σύμφωνα τώρα με την αξιολόγηση του προσχεδίου από το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (ΕΔΣ), μέχρι τον Ιούνιο του 2025, το συνολικό ύψος των επιχορηγήσεων και δανείων που έχουν εκταμιευθεί προς την ελληνική οικονομία στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ανέρχεται σε 21,34 δισ. ευρώ από τα συνολικά 35,95 δισ. ευρώ (15,96% του ΑΕΠ).
Η διατήρηση υψηλού ρυθμού απορρόφησης των πόρων του Μηχανισμού είναι κρίσιμη, ενώ παράλληλα απαιτείται προσεκτική αξιολόγηση των ποιοτικών χαρακτηριστικών των χρηματοδοτούμενων επενδύσεων, προκειμένου να εκτιμηθεί η αποδοτικότητά τους και ο πολλαπλασιαστικός τους αντίκτυπος στην οικονομία.
Σε κάθε περίπτωση, το επίπεδο των επενδύσεων διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην επίτευξη του νέου μακροοικονομικού σεναρίου, με ιδιαίτερη έμφαση στα έργα που χρηματοδοτούνται από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Οι δημοσιονομικές προβλέψεις
Σχετικά με την πορεία των δημοσιονομικών μεγεθών, το προσχέδιο το ΥΠΕΘΟ προβλέπει για το 2026 ότι, το πρωτογενές αποτέλεσμα του κρατικού προϋπολογισμού αναμένεται να διαμορφωθεί σε 3,6% του ΑΕΠ για το 2025 και σε 2,8% το 2026, ενώ το συνολικό αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης σε 0,6% το 2025 και σε -0,1% το 2026.
Ειδικότερα, οι καθαρές εθνικά χρηματοδοτούμενες πρωτογενείς δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης, σύμφωνα με τον ορισμό του νέου ευρωπαϊκού πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης και του ΜΔΣ, αναμένεται να αυξηθούν κατά 4,4% το 2025 και 5,8% το 2026, μετά τη μείωση κατά 0,4% που εκτιμάται για το 2024, εξαιτίας κυρίως των ενεργητικών μέτρων μείωσης της φοροδιαφυγής που μετρούν αφαιρετικά στον στόχο των δαπανών, με τη σωρευτική αύξηση των ετών 2024 – 2026 να εκτιμάται σε περίπου 10 δισ. ευρώ.
Η εν λόγω σωρευτική αύξηση αντιστοιχεί στο όριο που τίθεται από το ΜΔΣ 2025 – 2028, υπενθυμίζεται δε ότι ο σχετικός στόχος αύξησης των πρωτογενών δαπανών στο ΜΔΣ ανέρχεται σε 2,6% το 2024, σε 3,7% το 2025 και σε 3,6% το 2026. Σημειώνεται ότι κατόπιν ενεργοποίησης της εθνικής ρήτρας διαφυγής για τις αμυντικές δαπάνες, η μεταβολή των αμυντικών δαπανών, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατά την περίοδο 2025 – 2028 σε σχέση με το έτος 2024 λαμβάνεται υπόψη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε περίπτωση υπέρβασης του ορίου δαπανών.
Σύμφωνα με το ΥΠΕΘΟ, οι αμυντικές δαπάνες το 2026 εκτιμώνται περίπου σε 0,3% του ΑΕΠ, υψηλότερες σε σχέση με το 2024. Επισημαίνεται ότι οι φυσικές παραλαβές εξοπλιστικών προγραμμάτων αναμένεται να αυξηθούν σε 2,3 δισ. ευρώ το 2026 έναντι 1,7 δισ. ευρώ το 2025.Τα έσοδα από φόρους αναμένεται να ανέλθουν στο ύψος των 73.527 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 2.649 εκατ. ευρώ ή 3,7% έναντι του 2025, κυρίως λόγω της προβλεπόμενης μεγέθυνσης της οικονομίας, όπως αντικατοπτρίζεται στις μακροοικονομικές προβλέψεις.

Η πορεία του δημοσίου χρέους
Την ίδια ώρα, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 362.800 εκατ. ευρώ ή 145,4% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2025 έναντι 364.885 εκατ. ευρώ ή 153,6% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2024, παρουσιάζοντας μείωση κατά 8,2 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2024. Το 2026 το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί σε 359.000 εκατ. ευρώ ή 137,6% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 7,8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ έναντι του 2025.
Σύμφωνα με το ΕΔΣ, αν οι προβλέψεις αυτές επαληθευτούν, το δημόσιο χρέος της χώρας, για πρώτη φορά μετά από 15 χρόνια, αναμένεται να υποχωρήσει κάτω από το όριο του 140% του ΑΕΠ, ένα ορόσημο με ιδιαίτερο συμβολισμό για τη μακροχρόνια προσπάθεια δημοσιονομικής σταθεροποίησης. Οι βασικοί παράγοντες, που συμβάλλουν σε αυτή τη δυναμική μείωση του χρέους, είναι η διατήρηση υψηλών ρυθμών ονομαστικής οικονομικής ανάπτυξης και η ενίσχυση του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Τα επόμενα χρόνια, αναμένεται να μειωθεί η επίδραση του παράγοντα της διαφοράς μεταξύ έμμεσου επιτοκίου δανεισμού και ρυθμού ονομαστικής μεγέθυνσης, με τον ρόλο του πρωτογενούς πλεονάσματος να αποκτά μεγαλύτερη σημασία στην μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.
Παρά τη σημαντική αποκλιμάκωση, η διατήρηση υψηλού επιπέδου δημόσιου χρέους καθιστά αναγκαία τη συνεχή παρακολούθηση και δημοσιονομική εγρήγορση, καθώς το χρέος εξακολουθεί να υπερβαίνει κατά πολύ το όριο του 60% του ΑΕΠ που προβλέπεται από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) της ΕΕ.

Τα μέτρα στήριξης
Το ΥΠΕΘΟ σημειώνει εξάλλου ότι, σημαντικό ρόλο στην επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης διαδραματίζουν τόσο η φορολογική μεταρρύθμιση όσο και οι λοιπές παρεμβάσεις που ανακοινώθηκαν στη Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης. Μέσω της διαρθρωτικής αναμόρφωσης της φορολογίας εισοδήματος με έμφαση στους νέους, στις οικογένειες με παιδιά και στη μεσαία τάξη, ενισχύεται άμεσα το εισόδημα των πολιτών.
Παράλληλα, η μείωση των συντελεστών συνεπάγεται μεγαλύτερη ωφέλεια για τους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους, τους αγρότες και τους ελεύθερους επαγγελματίες με κάθε μελλοντική αύξηση των αποδοχών τους.
Στο πλαίσιο της δημογραφικής φορολογικής μεταρρύθμισης εισάγονται επιπλέον μέτρα με τοπικά χαρακτηριστικά και παρεμβάσεις που σχετίζονται με το στεγαστικό πρόβλημα, όπως η σταδιακή κατάργηση του ΕΝΦΙΑ για οικισμούς με πληθυσμό έως 1.500 κατοίκους, η μείωση του ΦΠΑ στα ακριτικά νησιά με πληθυσμό έως 20.000 κατοίκους, η μείωση της φορολογίας ενοικίων σε συνδυασμό με την επιστροφή ενός ενοικίου ετησίως καθώς και η μείωση των τεκμηρίων διαβίωσης για τις κατοικίες και άλλα περιουσιακά στοιχεία με απαλλαγή των εξαρτώμενων τέκνων από την ελάχιστη δαπάνη διαβίωσης.
Επιπροσθέτως, ενισχύεται το εισόδημα των συνταξιούχων μέσω της σταδιακής κατάργησης του συμψηφισμού των αυξήσεων των συντάξεων με την προσωπική διαφορά, με την περαιτέρω αύξηση των συντάξεων βάσει ΑΕΠ και πληθωρισμού καθώς και με την ενίσχυση των χαμηλοσυνταξιούχων, των ανασφάλιστων υπερηλίκων και των ατόμων με αναπηρία με το ποσό των 250 ευρώ κάθε Νοέμβριο.Οι παρεμβάσεις αυτές πραγματοποιούνται εντός των δημοσιονομικών στόχων. Το συνολικό κόστος των νέων μέτρων για το 2026 ανέρχεται σε 1,76 δισ. ευρώ.

Η δημοσιονομική αξιοπιστία και οι κίνδυνοι
Σύμφωνα τώρα με την αξιολόγηση του ΕΔΣ, εκτιμάται ότι η ετήσια αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης για το 2025 θα είναι 4,4% και για το 2026 5,8%, ποσοστά τα οποία υπερβαίνουν το ανώτατο όριο που έχει καθοριστεί στο ΜΔΣ 2025–2028 του 3,7% και 3,6%, αντίστοιχα.
Παρά τη διαφορά αυτή, οι εκτιμήσεις είναι συμβατές με το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο, καθώς η πραγματική μεταβολή που καταγράφηκε το 2024 ήταν -0,4% του ΑΕΠ, δηλαδή χαμηλότερη από το προβλεπόμενο όριο, δημιουργώντας έτσι δημοσιονομικό περιθώριο για υψηλότερες δαπάνες την περίοδο 2025–2026.
Η απόκλιση αυτή αποδίδεται κυρίως στην μεγαλύτερη του αναμενόμενου επίδραση των προσωρινών μέτρων ενεργητικής δημοσιονομικής πολιτικής. Σύμφωνα με το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο, επιτρέπεται ετήσια απόκλιση της τάξεως των 0,3 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ (περίπου 0,7 δισ. ευρώ), παρέχοντας επιπλέον ευελιξία.
Επιπλέον, διασφαλίζεται και για τα δυο έτη η τήρηση της τιμής αναφοράς του 3% του ΑΕΠ για το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης, το οποίο προβλέπεται να διαμορφωθεί σε πλεόνασμα 0,6% του ΑΕΠ το 2025, και σε οριακό έλλειμμα -0,1% του ΑΕΠ το 2026. Το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης διαμορφώνεται πλεονασματικό και για τα δύο έτη, σε πλήρη συμμόρφωση με τον εθνικό αριθμητικό δημοσιονομικό κανόνα.
Από την άλλη, η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει αρκετές αβεβαιότητες που θα μπορούσαν να συγκρατήσουν την αναπτυξιακή της δυναμική. Οι εξωτερικοί κίνδυνοι, όπως οι γεωπολιτικές εντάσεις, οι συγκρούσεις και οι ασταθείς οικονομικές εξελίξεις στην Ευρώπη, ιδίως σε χώρες με δημοσιονομικά προβλήματα και πολιτική αστάθεια, ενδέχεται να διαταράξουν τις αγορές και να επιβαρύνουν την ανάπτυξη.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ασθενέστερη εξωτερική ζήτηση, ιδίως αν ο τουρισμός υποαποδώσει, λόγω της αβεβαιότητας που δημιουργούν οι διεθνείς συνθήκες, θα επηρέαζε τα έσοδα, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και την ανάπτυξη.
Σε εγχώριο επίπεδο, ένα υψηλότερο διαθέσιμο εισόδημα – λόγω των ευνοϊκών φορολογικών μεταρρυθμίσεων που πρόσφατα ανακοινώθηκαν – αναμένεται να ενισχύσει περαιτέρω την κατανάλωση και να αυξήσει τη συνολική ζήτηση, αλλά η καθαρή του μακροοικονομική επίδραση θα εξαρτηθεί επίσης από τον πληθωρισμό, καθώς και από το ευρύτερο μακροοικονομικό περιβάλλον. Καθυστερήσεις ή εμπόδια στην εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση του ανταγωνισμού μπορεί να επιβραδύνουν τα οφέλη στην παραγωγικότητα, και να μειώσουν την ικανότητα της ελληνικής οικονομίας να απορροφά κραδασμούς.
Επίμονες πληθωριστικές τάσεις σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες μπορεί να μειώσουν περαιτέρω την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, υπογραμμίζοντας την ανάγκη στενής παρακολούθησης της απόκλισης από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Δυσχέρειες στην αναμενόμενη απορρόφηση των κονδυλίων του ΤΑΑ της ΕΕ θα μπορούσαν να περιορίσουν την επενδυτική δυναμική, και να καθυστερήσουν σημαντικά έργα υποδομών και πράσινης μετάβασης.
Αντίθετα, η ανάπτυξη της εθνικής αμυντικής βιομηχανίας, με αυξημένες επενδύσεις σε προμήθειες, υποδομές και τεχνολογία, μπορεί να ενισχύσει τις εγχώριες βιομηχανίες εντονότερα από το αναμενόμενο, να δημιουργήσει πολλαπλασιαστικά οφέλη στην μεταποίηση και την καινοτομία, και να προσελκύσει στρατηγικές διεθνείς συνεργασίες.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η συνεχής μείωση του πληθωρισμού περιορίζει αυξητικές προοπτικές στα επιτόκια, δημιουργώντας περαιτέρω μακροοικονομικά οφέλη. Ο συνδυασμός ισχυρής απορρόφησης των κονδυλίων της ΕΕ, ο ανθεκτικός τουρισμός η βελτιωμένη επενδυτική εμπιστοσύνη, ενισχυμένη από το αναβαθμισμένο πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας και τη δημοσιονομική ισορροπία, εγγυώνται την πορεία ανάπτυξης της χώρας