Η αβεβαιότητα και οι κίνδυνοι στο διεθνές περιβάλλον αποτελούν τη μεγαλύτερη πρόκληση, όπως επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), στην τελευταία Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Ο εγχώριος τραπεζικός τομέας βεβαίως σήμερα διαθέτει ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη και είναι σε πολύ καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν να αντιμετωπίσει τυχόν αναταράξεις.
Ωστόσο, τυχόν επιδείνωση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά την οικονομική δραστηριότητα και, έμμεσα, τον εγχώριο τραπεζικό τομέα. Συνεπώς, αποτελεί προτεραιότητα η περαιτέρω θωράκιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και επιβάλλεται εγρήγορση από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, σύμφωνα με την ΤτΕ.
Πιο αναλυτικά, η ευρωστία του ελληνικού τραπεζικού τομέα στηρίζεται σε υγιή θεμελιώδη μεγέθη. Η κερδοφορία και η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων διατηρήθηκαν σε ικανοποιητικό επίπεδο, ενώ η ποιότητα χαρτοφυλακίου βελτιώθηκε περαιτέρω. Επιπρόσθετα, η ρευστότητά τους παραμένει υψηλή και, μετά τις διαδοχικές αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής τους διαβάθμισης, οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται εντός της επενδυτικής κατηγορίας.
Όπως σημειώνει η ΤτΕ, την ανθεκτικότητα των ελληνικών τραπεζών επιβεβαιώνουν και τα αποτελέσματα της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2025 που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα. Σύμφωνα με αυτά, υπό το δυσμενές σενάριο οι ελληνικές τράπεζες διατηρούν επίπεδα κεφαλαίου που υπερβαίνουν τις κανονιστικές απαιτήσεις με ασφαλές περιθώριο και διαμορφώνονται υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Από την άλλη, οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ελλάδα παραμένουν κυρίως εξωγενείς. Η επίτευξη της εμπορικής συμφωνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ) τον Ιούλιο απέτρεψε μεν έναν εμπορικό πόλεμο, ωστόσο η αβεβαιότητα παραμένει αυξημένη και, σε συνδυασμό με την επιβολή δασμών στις ευρωπαϊκές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ, αναμένεται να επιβραδύνει το ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης στην ΕΕ, επηρεάζοντας έμμεσα και την ελληνική οικονομία.
Επίσης, η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά και η έκρυθμη κατάσταση στη Μέση Ανατολή, παρά την πρόσφατη επίτευξη εκεχειρίας, συντηρούν τις γεωπολιτικές εντάσεις και τους κινδύνους κυβερνοασφάλειας.
Ταυτόχρονα, ο κίνδυνος απότομης ανατιμολόγησης των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων διεθνώς παραμένει εξαιρετικά υψηλός. Η επέλευση των παραπάνω κινδύνων θα μπορούσε να επηρεάσει έμμεσα το χρηματοπιστωτικό σύστημα στην Ελλάδα μέσω μείωσης των επενδύσεων και της πιστωτικής επέκτασης, αύξησης του κόστους χρηματοδότησης και επιδείνωσης της ποιότητας του δανειακού και επενδυτικού χαρτοφυλακίου.

Ρευστότητα και κερδοφορία των τραπεζών
Η Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας καταγράφει ότι, το πρώτο εξάμηνο του 2025 οι συνθήκες ρευστότητας των ελληνικών τραπεζικών ομίλων παρέμειναν ευνοϊκές, με τις εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης να ενισχύονται περαιτέρω. Οι δείκτες ρευστότητας των ελληνικών τραπεζικών ομίλων παραμένουν σε επίπεδο σημαντικά υψηλότερο από τις εποπτικές απαιτήσεις και από το μέσο όρο των σημαντικών τραπεζών στην Τραπεζική Ένωση.
Ειδικότερα, ο Δείκτης Κάλυψης Ρευστότητας (Liquidity Coverage Ratio – LCR) διαμορφώθηκε σε 212,3% και ο Δείκτης Καθαρής Σταθερής Χρηματοδότησης (Net Stable Funding Ratio – NSFR) σε 136,4% τον Ιούνιο του 2025.
Επιπρόσθετα, η απρόσκοπτη πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στη διατραπεζική αγορά και στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων, κατόπιν των διαδοχικών αναβαθμίσεων της πιστοληπτικής τους διαβάθμισης, καθώς και o χαμηλός δείκτης επιβάρυνσης των στοιχείων ενεργητικού, έχουν συντελέσει στην ενίσχυση της ανθεκτικότητάς τους σε πιθανές διαταραχές.
Επιπλέον, η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζικών ομίλων παρέμεινε ικανοποιητική. Το πρώτο εξάμηνο του 2025 οι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 2,5 δισεκ. ευρώ, έναντι κερδών 2,4 δισεκ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2024. Αναλυτικότερα, το πρώτο εξάμηνο του 2025 τα λειτουργικά έσοδα των ελληνικών τραπεζικών ομίλων αυξήθηκαν κατά 1,6% σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2024.
Τα καθαρά έσοδα από τόκους μειώθηκαν κατά 2,8% παρά την πιστωτική επέκταση, επηρεαζόμενα από τις μειώσεις των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ, που ξεκίνησαν τον Ιούνιο του 2024 και συνεχίστηκαν το πρώτο εξάμηνο του 2025.
Αντίθετα, τα καθαρά έσοδα από προμήθειες ενισχύθηκαν κατά 14,3%, με θετική συμβολή των εσόδων από τη διαχείριση χαρτοφυλακίου και των λοιπών εσόδων από προμήθειες. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, τα έσοδα από κύριες τραπεζικές εργασίες (δηλαδή τα καθαρά έσοδα από τόκους και προμήθειες) αυξήθηκαν κατά 0,4%. Άνοδο κατέγραψαν και τα έσοδα από χρηματοοικονομικές πράξεις και τα λοιπά λειτουργικά αποτελέσματα.
Παράλληλα, τα λειτουργικά έξοδα αυξήθηκαν κατά 12,6%, κυρίως εξαιτίας της αύξησης των δαπανών προσωπικού και των διοικητικών εξόδων. Επιπρόσθετα, οι προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο αυξήθηκαν κατά 12,1%. Οι δείκτες αποδοτικότητας του ενεργητικού (Return on Assets – RoA) και των ιδίων κεφαλαίων (Return on Equity – RoE) των τραπεζικών ομίλων ανήλθαν σε 1,4% και 13,0% αντίστοιχα.

Η κεφαλαιακή επάρκεια και το δανειακό χαρτοφυλάκιο
Την ίδια ώρα, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζικών ομίλων παρέμειναν σε υψηλό επίπεδο. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε οριακά σε 15,8% τον Ιούνιο του 2025 από 16% το Δεκέμβριο του 2024 και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) ενισχύθηκε σε 20,4% (TCR: 19,8% το Δεκέμβριο του 2024).
Η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται κυρίως στην έκδοση κεφαλαιακών μέσων τα οποία προσμετρούνται μεν στα εποπτικά ίδια κεφάλαια, αλλά δεν αποτελούν μέρος του Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (CET1). Ωστόσο, τον Ιούνιο του 2025 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits – DTCs) ανέρχονταν σε 11,8 δισεκ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 44,6% του Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (CET1), από 47,5% το Δεκέμβριο του 2024.
Σε ότι αφορά την ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων, αυτή βελτιώθηκε. Τον Ιούνιο του 2025 το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) σε ατομική βάση διαμορφώθηκε σε 5,8 δισεκ. ευρώ, μειωμένο κατά 2,4% σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2024, κυρίως λόγω εισπράξεων, πωλήσεων και διαγραφών δανείων.
Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων διαμορφώθηκε σε 3,6% τον Ιούνιο του 2025, έναντι 3,8% το Δεκέμβριο του 2024, καθώς η πιστωτική επέκταση συνδυάστηκε με μείωση των ΜΕΔ. Το ποσοστό αυτό είναι το χαμηλότερο από την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ και έχει συγκλίνει σημαντικά με το μέσο όρο των σημαντικών τραπεζών στην Τραπεζική Ένωση (Ιούνιος 2025: 2,2%).
Επιπρόσθετα, στις λιγότερο σημαντικές τράπεζες ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παρουσίασε επίσης αποκλιμάκωση και διαμορφώθηκε σε 5,9% τον Ιούνιο του 2025.

Τα “κόκκινα” δάνεια
Πιο συγκεκριμένα, η βελτίωση των ΜΕΔ το πρώτο εξάμηνο του 2025 οφείλεται κυρίως σε εισπράξεις, πωλήσεις και διαγραφές δανείων από τις σημαντικές τράπεζες, ενώ οι ρευστοποιήσεις καλυμμάτων ήταν περιορισμένες, όπως επισημαίνει η ΤτΕ.Εντούτοις, επισημαίνεται ότι η καθαρή εισροή νέων ΜΕΔ το πρώτο εξάμηνο του 2025 (το άθροισμα των “νέων ΜΕΔ” και των “εκταμιεύσεων” μείον τα “αναταξινομημένα προς εξυπηρετούμενα”) είναι θετική, παρά την αξιόλογη αναταξινόμηση ΜΕΔ ως εξυπηρετούμενων.
Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων τον Ιούνιο του 2025 διαμορφώθηκε σε 3,6%, έναντι 3,8% το 2024, γεγονός που οφείλεται τόσο στη μείωση των ΜΕΔ όσο και στην πιστωτική επέκταση. Το ποσοστό αυτό είναι το χαμηλότερο από την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ και έχει συγκλίνει σημαντικά με το μέσο όρο των σημαντικών τραπεζών στην Τραπεζική Ένωση (Ιούνιος 2025: 2,2%).
Ο δείκτης κάλυψης των ΜΕΔ από συσσωρευμένες προβλέψεις διαμορφώθηκε τον Ιούνιο του 2025 σε 41,6%, από 40,8% το Δεκέμβριο του 2024. Η βελτίωση αυτή είχε ως αποτέλεσμα ο δείκτης κάλυψης ΜΕΔ να διαμορφώνεται πλέον στην Ελλάδα σε επίπεδο υψηλότερο από το μέσο όρο των σημαντικών τραπεζών στην Τραπεζική Ένωση. Ειδικότερα, οι συσσωρευμένες προβλέψεις τον Ιούνιο του 2025 για την κάλυψη των ΜΕΔ ανήλθαν σε 2,4 δισεκ. ευρώ, παραμένοντας σχεδόν αμετάβλητες σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2024.
Ο δείκτης κάλυψης των ΜΕΔ από εξασφαλίσεις τον Ιούνιο του 2025 ανήλθε σε 67,2%, ελαφρώς μειωμένος σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2024 (67,7%), ενώ ο δείκτης κάλυψης ρυθμισμένων ΜΕΔ από εξασφαλίσεις ανήλθε σε 67,1%, έναντι 68% στο τέλος του 2024.
Το σύνολο των ρυθμισμένων δανείων τον Ιούνιο του 2025 υποχώρησε στα 4,5 δισεκ. ευρώ, από 5,5 δισεκ. ευρώ το Δεκέμβριο του 2024, αντιπροσωπεύοντας το 2,8% του συνόλου των δανείων (από 3,4% το 2024). Η μείωση των ρυθμισμένων δανείων οφείλεται κυρίως στις συναλλαγές πώλησης ΜΕΔ και στις διαγραφές δανείων. Η ΤτΕ ΕπισημαίνεΙ ότι το 12,9% των ήδη ρυθμισμένων δανείων εμφανίζει καθυστέρηση άνω των 90 ημερών, ποσοστό αυξημένο σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2024 (10,3%).
Από τη μείωση του αποθέματος των ΜΕΔ που καταγράφηκε σε όλα τα δανειακά χαρτοφυλάκια το πρώτο εξάμηνο του 2025, η σημαντικότερη παρατηρήθηκε στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο (-3,4% ή 124 εκατ. ευρώ σε απόλυτα νούμερα) και συγκεκριμένα στα δάνεια μεγάλων επιχειρήσεων (-6,8% ή 82 εκατ. ευρώ), καθώς και μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (-3,9% ή 56 εκατ. ευρώ).

Το εγχώριο οικονομικό περιβάλλον
Σε ότι αφορά τις μακροικονομικές συνθήκες, που επηρεάζουν τη δραστηριότητα των τραπεζών, η ΤτΕ σημειώνει ότι, η ελληνική οικονομία συνέχισε την αναπτυξιακή της πορεία το πρώτο εξάμηνο του 2025.Ο ρυθμός αύξησης του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) σε πραγματικούς όρους διαμορφώθηκε σε 2,0% σε ετήσια βάση το πρώτο εξάμηνο του 2025, με κύριους προωθητικούς παράγοντες την ιδιωτική κατανάλωση, τις καθαρές εξαγωγές και τις επενδύσεις.
Σημαντική ήταν η συμβολή της αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης, αν και επιβραδύνθηκε σε 1,5% (από 2,1% το πρώτο εξάμηνο του 2024), ενώ η δημόσια κατανάλωση αυξήθηκε οριακά κατά 0,2%. Η συνεισφορά των καθαρών εξαγωγών ήταν θετική, εξαιτίας της ταυτόχρονης αύξησης των εξαγωγών και μείωσης των εισαγωγών, ενώ οι επενδύσεις, μετά από πρόσκαιρη υποχώρηση το α΄ τρίμηνο του 2025, ανέκαμψαν το β΄ τρίμηνο.
Επισημαίνεται ότι οι επενδύσεις αυξάνονται σταθερά από το 2019 (+60% έως το τέλος του 2024), καλύπτοντας μέρος του μεγάλου επενδυτικού κενού που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους.
Ο πληθωρισμός, αν και αποκλιμακώνεται σταδιακά, παραμένει υψηλότερος από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ. Το εννεάμηνο του 2025 ο πληθωρισμός, όπως μετρείται από τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), διαμορφώθηκε στο 3,0% όπως και το 2024. Επιπρόσθετα, ο πυρήνας του πληθωρισμού (που δεν περιλαμβάνει τα είδη διατροφής και την ενέργεια) αυξήθηκε κατά 3,9% την ίδια περίοδο.

Οι προκλήσεις για την Ελληνική οικονομία
Σύμφωνα με την ΤτΕ, το εγχώριο μακροοικονομικό περιβάλλον αναμένεται να παραμείνει ευνοϊκό, αν και ελλοχεύουν καθοδικοί κίνδυνοι. Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις (Σεπτέμβριος 2025), το πραγματικό ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,2% το 2025, δηλαδή με ρυθμό σχεδόν διπλάσιο από το μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης, και ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 3,1% το 2025.
Επιπρόσθετα, η επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και η σταθερά καθοδική πορεία του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ συμβάλλουν στη δημοσιονομική βιωσιμότητα. Παράλληλα, οι άμεσες επιπτώσεις των νέων δασμών – ως αποτέλεσμα της πρόσφατης εμπορικής συμφωνίας ΕΕ-ΗΠΑ – για την ελληνική οικονομία αναμένεται να είναι περιορισμένες, καθώς οι ΗΠΑ δεν αποτελούν βασικό εμπορικό εταίρο της χώρας.
Οι κίνδυνοι είναι πιθανότερο να είναι έμμεσοι, καθώς η επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου και οι επιπτώσεις της στην ανάπτυξη της ζώνης του ευρώ θα μπορούσαν να περιορίσουν τη ζήτηση ελληνικών αγαθών και υπηρεσιών και να επηρεάσουν αρνητικά τις προοπτικές ανάπτυξης.

Το μέλλον των τραπεζών
Οι προοπτικές του ελληνικού τραπεζικού τομέα και του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι θετικές, παρά την αβεβαιότητα στο διεθνές περιβάλλον.
Ο εγχώριος τραπεζικός τομέας διαθέτει ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη και είναι σε πολύ καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν να αντιμετωπίσει τυχόν αναταράξεις. Αυτό αντανακλάται στις χρηματιστηριακές αποτιμήσεις των τραπεζών με μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών, αλλά και στο ενδιαφέρον στρατηγικών επενδυτών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αύξηση της συμμετοχής της ιταλικής UniCredit στο μετοχικό κεφάλαιο της Alpha Bank σε περίπου 26%.
Η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης και η προώθηση της Ένωσης Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων θα εμβαθύνουν τη χρηματοπιστωτική ενοποίηση, βελτιώνοντας τον επιμερισμό των κινδύνων και κινητοποιώντας αποταμιεύσεις για τη χρηματοδότηση επενδύσεων στο πλαίσιο της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης, αλλά και των αυξημένων αναγκών για αμυντικές δαπάνες.
Ωστόσο, τυχόν επιδείνωση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών ή/και απότομη προσαρμογή των αποτιμήσεων των περιουσιακών στοιχείων θα μπορούσαν να έχουν δυσμενείς επιδράσεις τόσο στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα όσο και στη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών σε εγχώριο επίπεδο.
Συνεπώς, οι ελληνικές τράπεζες οφείλουν να εφαρμόζουν συνετά πιστοδοτικά κριτήρια, να εντείνουν τις ενέργειές τους για εξυγίανση του αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων και να ακολουθούν λελογισμένη μερισματική πολιτική, με γνώμονα την ενίσχυση των κεφαλαιακών αποθεμάτων τους.
Διαβάστε ακόμη:
- ΔΕΗ: Προσαρμοσμένο EBITDA στα €1,7 δισ. και καθαρά κέρδη στα €400 εκατ. το εννεάμηνο
- ΕΧΑΕ: Κοντά στο 73% το ποσοστό αποδοχής της δημόσιας πρότασης της Euronext
- Αγορές: Οι αρκούδες στο Bitcoin – Συναγερμός σε μετοχές και χρυσό
- Τι είναι η Cloudflare- Γιατί «έπεσαν» ChatGPT, X, Vinted και χιλιάδες σάιτ