Με τις αγορές να σφυροκοπούνται βίαια τις τελευταίες εβδομάδες, το κρίσιμο ντιμπέιτ που προκύπτει είναι το εξής απλό: Βρισκόμαστε στην αρχή μιας μακράς γενικευμένης bearmarket, ενός οικονομικού “κατακλυσμού” που θα ξεσκαρτάρει χρηματιστήρια και οικονομίες, ή πρόκειται απλώς για μια σκληρή διόρθωση;
Οι αναλυτές εμφανίζονται πλήρως διχασμένοι. Ορισμένα βαριά ονόματα των big banks εμφανίζονται κάθετοι πως ο κύβος ερρίφθη, κι άλλοι λένε “μην τσιμπάτε” και εκμεταλλευτείτε τη βουτιά.
Βέβαια το να λες “αγοράστε την πτώση” κι ενώ η Wall Street μοιάζει να μη φρενάρει, καταντάει γραφικό. Η πραγματικότητα είναι πως όλα όσα κάποιοι προειδοποιούσαμε καιρό, το χρηματιστηριακό κραχ, το ξεσκαρτάρισμα σε αξίες-φούσκες όπως πολλά κρυπτονομίσματα (και πάσης φύσεως ψηφιακά κ@λοχαρτα όπως NFTs), ο πληθωρισμός και η ακρίβεια, η τριπλή ενεργειακή/διατροφική/εφοδιαστική κρίση βρίσκονται εδώ, διαμορφώνοντας πράγματι μια τέλεια “καταιγίδα” η οποία όχι απλώς είναι αδύνατον (και αργά) να αποφευχθεί, αλλά πλέον “κάποιοι” δε θέλουν καν να την αποφύγουν.
Και με το “κάποιοι” εννοούμε κυβερνώντες και κεντρικοί τραπεζίτες, οι μοναδικοί υπεύθυνοι για αυτό το μπάχαλο, και ΚΑΝΕΙΣ άλλος. Ο πόλεμος ήταν απλώς το κερασάκι στην τούρτα. Δε θα μας βγάλουν τρελούς αυτοί. Δε θα ξεχάσουμε αυτά που ξέραμε.
Τα commodities έκαναν ράλι ήδη από τα τέλη του 2019, λίγο πριν την πανδημία που τόσο βολικά πυροδότησε την “αρχή του τέλους” μέσα από βεβιασμένα λοκντάουν που καταδίκασαν οικονομίες, αλλά και ταυτόχρονα έγιναν οι αποδιοπομπαίοι τράγοι μιας άρρωστης κατάστασης που προϋπήρχε του κορωνοιού.
Μιας κατάστασης μη βιώσιμης που χρειαζόταν επανεκκίνηση. Το λεγόμενο “reset” που προωθείται τώρα. Η γενικευμένη κρίση που βιώνουμε λοιπόν όχι απλώς δεν αποφεύγεται, αλλά είναι για εκείνους η τέλεια ευκαιρία αναδιαμόρφωσης της παγκόσμιας κοινωνίας, θεσμών, αξιών, των πάντων, επομένως γιατί να προσπαθήσουν (μάταια) να την πολεμήσουν; Αφενός είναι αργά (σκόπιμα φρόντισαν να καθυστερήσουν άλλωστε) και αφετέρου θα ήταν ανούσια σπατάλη πόρων. Καλύτερα να πας με το κύμα παρά να το παλέψεις.
“Never let a good crisis go to waste” είχε πει μια ψυχή κάποτε. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει. Επομένως ας μην έχουμε αυταπάτες πως θα πολεμήσουν τον πληθωρισμό. Ο πληθωρισμός θα “περάσει” μόνος του, όπως συνέβη τη δεκαετία του 1970, θα αυτορυθμιστεί από το αόρατο χέρι της αγοράς, ήτοι τον ιδρώτα και τα βάσανα που θα περάσει ο λαός αυτήν τη “χαμένη” δεκαετία.
Όσο για τη Wall Street, όπως είχαμε γράψει κάποτε, επίσης “θέλει να πέσει”. Θέλει να διορθώσει, αν θέλετε πείτε το. Μόνο που αυτή η διόρθωση θα πονέσει πολύ, και θα αλλάξει κάποιες ισορροπίες για πάντα.
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κανένα ντιμπέιτ περί επίπονης bearmarket ή απλής διόρθωσης.
Οι αναλυτές και τραπεζίτες όπως πάντα δήθεν διχάζονται, ώστε η πλέμπα να την πατάει. Δεν υπάρχει ντιμπέιτ διότι πολύ απλά δε μιλάμε για μίνι κραχ, αλλά για κανονικό κραχ. Γιατί έχει σημασία αυτό;
Διότι μέχρι τώρα τα χρηματιστήρια απολάμβαναν τη μακροβιότερη bull market στην ιστορία. Μια πολυετή χρυσή δεκαετία (και βάλε) αδιάκοπης ανόδου. Ένα παιχνίδι όπου δε γινόταν να χάσεις! Απλά πόνταρες σε οτιδήποτε αξιόλογο, το άφηνες, και έβγαινες κερδισμένος.
Φυσικά δε χρειάζεται πολύ μυαλό για να αντιληφθεί κανείς πως μια τέτοια κατάσταση όπου όλοι (ή τέλος πάντων οι περισσότεροι) κερδίζουν, δε μπορεί να υπάρξει, είναι μαθηματικά αδύνατη και άρα ουτοπική.
Και πράγματι δεν υπήρξε. Η bullmarket αυτή ήταν ένα ψέμα, κυρίες και κύριοι. Μια τεχνητή άνοδος, υποβοηθούμενη από τα αισχρά και εγκληματικά εργαλεία νομισματικής πολιτικής που επιμελώς επινόησαν μετά την κρίση του 2008 – μια κρίση που ουσιαστικά σήμερα βιώνουμε πραγματικά.
Εργαλεία που οδήγησαν μαθηματικά στον πληθωρισμό και το χάος του σήμερα.
Η πραγματική οικονομία θα πονέσει περισσότερο
Το θέμα είναι πως μια τέτοια “ψεύτικη” bull market, όπου οι αξίες ήταν απείρως πιο υπερτιμημένες από τις αντικειμενικές κι από οποιαδήποτε θεμελιώδη, ήταν ταυτόχρονα too big to fail.
Ο λόγος που συνέχιζαν να τροφοδοτούν πάσει θυσία τη φούσκα ήταν ακριβώς διότι αν έσκαγε, θα έσκαγε για τα καλά. Δε θα γινόταν να μιλήσουμε για διόρθωση.
Άπαξ και ο γυμνός αυτοκράτορας ξεμπροστιάζονταν και σταμάταγε το χειροκρότημα, όλα θα τελείωναν, δεν υπάρχει “διόρθωση” σε κάτι τέτοιο.
Κι αυτό ακριβώς συμβαίνει. Εφόσον έγινε το μπαμ, και ο S&P βούτηξε από τις 4.800 στι 3.800 μονάδες, σημαίνει ότι το κουμπί πατήθηκε. Δεν υπάρχει ντιμπέιτ. Η bearmarket “συνέβη” ήδη. Το μόνο που έχουμε να κουβεντιάσουμε πλέον, είναι το πόσο θα κρατήσει και τι συνέπειες θα έχει.
Θα μπορούσαμε να το συνοψίσουμε σε μια παράγραφο ως εξής. Με βάση τα δεδομένα της εποχής του γρήγορου ρυθμού (και κέρδους ή χασούρας) όπου ζούμε πλέον, ακόμη και οι bear markets είναι “σύντομες”. Βίαιες άλλα σύντομες χρονικά. Οι καρχαρίες άλλωστε ποτέ δε χάνουν, είτε ανεβαίνουμε είτε πέφτουμε.
Και όπως γνωρίζουμε, “η αγορά δε νοιάζεται για την πραγματική οικονομία”. Αυτό σημαίνει πως αν πραγματικά βρισκόμαστε στην τέλεια καταιγίδα, τότε η bear market ξεκίνησε, θα είναι βίαιη αλλά πιθανόν σύντομη, οι επανατοποθετήσεις από το έξυπνο χρήμα σε χρηματιστηριακές αξίες θα ξεκινήσουν νωρίς (αν δεν έχουν ξεκινήσει ήδη) κι ας καίγεται ταυτόχρονα ο κόσμος γύρω μας.
Η πραγματική οικονομική κρίση ωστόσο, την οποία βιώνουμε με τη μορφή στασιμοπληθωρισμού δηλαδή πρακτικά ακρίβειας, θα είναι μακρά, διότι κάποιος πρέπει να πληρώσει το λογαριασμό. Η πληγή αυτή μιας τεχνητής φούσκας χρειάζεται χρόνια να επουλωθεί. Πιθανόν να “καεί” μια ολόκληρη δεκαετία, μέχρι και το 2030.
Όσο για τις αγορές: Η επόμενη δεκαετία για τις αγορές θα είναι εξίσου χαμένη, συμφωνούν αρκετοί αναλυτές, με τη “δίκαιη” αξία για τον δείκτη βαρόμετρο του αμερικανικού χρηματιστηρίου S&P 500 να τοποθετείται στις 2.800 μονάδες, αφού η τεχνητή ευφορία φτάνει στο τέλος…
Η φούσκα «έσκασε» και, πλέον, εν τω μέσω του 2022, οι επενδυτές φαίνεται να έχουν παραδοθεί εξ ολοκλήρου στις bear markets, που βρυχώνται απειλητικά. Σημειώνεται πως δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που τα mainstream media προεξοφλούσαν ελκυστικές αποτιμήσεις και αποδόσεις… Ευρέως λεγόταν πως για ένα χαρτοφυλάκιο 60% ομόλογα / 40% μετοχές η κατανομή θα οριζόταν στο 95ο εκατοστημόριο.
Ιστορικά, αυτό υποδηλώνει ότι οι επενδυτές ήταν καταδικασμένοι για ένα περιβάλλον χαμηλής απόδοσης περίπου 2-3% την επόμενη δεκαετία.
Ωστόσο, όπως ανέφερε ο διακεκριμένος, κατά τ’ άλλα, οικονομικός συντάκτης Ben Carlson: «Η αμερικανική οικονομία αυξάνεται κάθε χρόνο. Ο S&P 500 αυξάνεται περισσότερο από 16% σε ετήσια βάση, ενώ οι δείκτες μικρής κεφαλαιοποίησης αυξάνονται σχεδόν κατά 14% ετησίως. Όλοι χορεύουν στον τάφο των μετοχών αξίας εδώ και χρόνια, που αυξάνονται σχεδόν κατά 14% ετησίως την τελευταία δεκαετία. Ένα απλό χαρτοφυλάκιο 60/40 στις ΗΠΑ σημειώνει αύξηση περίπου 11% ετησίως τα τελευταία 10 χρόνια».
Και, φυσικά, όλα αυτά τα «συμπεράσματα» απεδείχθησαν λανθασμένα…
Τα τελευταία 120 χρόνια, οι αποτιμήσεις αποδεικνύονται ισχυρός παράγοντας παράγοντας για τις μελλοντικές αποδόσεις, με τις χαμένες δεκαετίες να αποτελούν σύνηθες φαινόμενο. Ωστόσο, «Το λάθος που κάνουν επανειλημμένα οι επενδυτές είναι ότι απορρίπτουν τα βραχυπρόθεσμα δεδομένα επειδή δεν υπάρχει άμεσος αντίκτυπος στις αποδόσεις και στις τιμές.
Οι αποτιμήσεις, από τη φύση τους, είναι ΦΡΙΚΤΟΙ δείκτες για τις αποδόσεις εντός 12μήνου. Οι επενδυτές αποφεύγουν οποιαδήποτε επενδυτική στρατηγική που έχει τέτοιου είδους εστίαση. Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, οι αποτιμήσεις είναι ισχυροί παράγοντες πρόβλεψης των αναμενόμενων αποδόσεων». Το προφανές συμπέρασμα είναι ότι οι υπερτοποθετήσεις σε μετοχές αξίας οδηγούν… σε χαμένες δεκαετίες.
Το 2009, οι αποτιμήσεις των μετοχών είχαν παρουσιάσει σημαντική διόρθωση όχι μόνο λόγω της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης, αλλά και λόγω της κληρονομιάς που άφησε η φούσκα «Dot.com». Επομένως, οι επενδυτές θα έπρεπε να αναμένουν ότι οι αποδόσεις των μετοχών θα ήταν υψηλότερες την επόμενη δεκαετία.
Ωστόσο, από το 2000 έως το 2010 οι ετήσιες αποδόσεις προσαρμοσμένες στον πληθωρισμό ήταν πράγματι αρνητικές – ενώ κάποιοι εκείνη την εποχή προέβλεπαν 43πλασμό των κερδών.
Η Wall Street Journal έκανε πρόσφατα αναφορά στις αστρικές αποδόσεις της τελευταίας δεκαετίας. «Η αισιοδοξία των επενδυτών είναι πιο κατανοητή αν κοιτάξει κανείς τη 10ετία έως το τέλος του 2021, κατά την οποία η σύνθετη ετήσια απόδοση του δείκτη αναφοράς S&P 500 ήταν ένα πολύ καλό 16,6%. Ωστόσο, υπάρχουν ζητήματα που είναι προς εξέταση».
Στη συνέχεια, ενώ η Wall Street Journal προσπαθεί να υποστηρίξει ότι τα περιθώρια κέρδους ευθύνονταν για το μεγαλύτερο μέρος των κερδών, η πραγματικότητα είναι ότι οι περισσότερες από τις υπερβολικές αποδόσεις προήλθαν από δύο μόνο μοναδικές πηγές.
Μια δεκαετία νομισματικών παρεμβάσεων και πολιτικών μηδενικών επιτοκίων. Kαι, ένα τεράστιο πάρτι δαπανών από εταιρείες για επαναγορές μετοχών.
Η διάρθρωση των αποδόσεων για τον S&P 500 αναλύεται ως εξής: 21% από πολλαπλές επεκτάσεις, 31,4% από κέρδη, 7,1% από μερίσματα, και 40,5% από αγορές ιδίων μετοχών.
Με άλλα λόγια, ελλείψει επαναγορών μετοχών, η χρηματιστηριακή αγορά δεν θα έφτανε ποτέ τις 4.700 μονάδες, αλλά αντίθετα θα κινούνταν στα επίπεδα των 2.800 μονάδων.
Αυτό θα σήμαινε ότι οι μετοχές απέδιδαν συνολικά περίπου 3% ετησίως ή 42% συνολικά κατά τη διάρκεια των τελευταίων 14 ετών. Δεδομένου του περιβάλλοντος χαμηλής ανάπτυξης, των χαμηλών επιτοκίων και του ασθενούς πληθωρισμού, μια απόδοση της αγοράς σημαντικά χαμηλότερη την τελευταία δεκαετία είναι λογική.
Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη κεφαλαιακών εισροών άνω των 43 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, της αγοράς εταιρικών μετοχών και της τεχνητής καταστολής των επιτοκίων, οι μεγάλες αποδόσεις δεν ήταν έκπληξη.
Το ερώτημα είναι εάν αυτές οι τεχνητές επιρροές μπορούν να διατηρηθούν για άλλη μια δεκαετία;
«Όσο περίεργη και αν φαινόταν η επενδυτική διάθεση τον τελευταίο καιρό, ο S&P 500 θα έπρεπε να υποχωρεί κατά 40% εάν τόσο τα περιθώρια όσο και τα πολλαπλάσια τιμής/κέρδους επέστρεφαν στους μακροπρόθεσμους μέσους όρους τους.
Κάτι τέτοιο θα επαναφέρει το σημείο αναφοράς σε ένα επίπεδο που ξεπέρασε για πρώτη φορά πριν από πέντε χρόνια» αναφέρει ο ιδρυτής της GMO, Jeremy Grantham.
«Η εναλλακτική θα μπορούσε να είναι ηπιότερες διορθώσεις και ανακάμψεις σύμφωνα με όσα ζήσαμε πρόσφατα, που δεν οδηγούν τις μετοχές ακριβώς πουθενά» γράφει WSJ
Ο Benjamin Grantham, μέντορας του Warren Buffet και του David Dod, προέτρεψε τους επενδυτές να συγκρίνουν τις τιμές των μετοχών με τα κέρδη για «επτά ή δέκα χρόνια».
Τι σημαίνει αυτό για τις μελλοντικές αποδόσεις των μετοχών;
Ένα μάθημα που πρέπει να διδαχθεί
«Η Vanguard δημοσιεύει τακτικά τις αναμενόμενες αποδόσεις για διάφορες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες προβλέψεις της για τα επόμενα 10 έτη:
Με προβλεπόμενο ρυθμό πληθωρισμού περίπου 2% ετησίως, η εκτίμηση της πραγματικής απόδοσης για τις μετοχές των ΗΠΑ είναι κάπου στο εύρος 0-2%.
Παράλληλα, οι μετοχές ανάπτυξης αναμένεται να κινηθούν σε αρνητική περιοχή, προσαρμοσμένα στον πληθωρισμό, την επόμενη δεκαετία» γράφει ο Ben Carlson.
Ιστορικά, είτε πρόκειται για αποτιμήσεις, τιμές, κέρδη ή οποιονδήποτε άλλο δείκτη, τελικά, και πάντα, οι αποκλίσεις επανέρχονται στον μέσο όρο.
«Τα περιθώρια κέρδους είναι πιθανώς ο αξιόπιστος δείκτης στα χρηματοοικονομικά και αν τα περιθώρια κέρδους δεν σημαίνουν επαναφορά, τότε κάτι έχει πάει άσχημα με τον καπιταλισμό. Εάν τα υψηλά κέρδη δεν προσελκύουν τον ανταγωνισμό, κάτι δεν πάει καλά με το σύστημα και δεν λειτουργεί σωστά» αναφέρει ο Jeremy Grantham.
«Οι αγορές δεν είναι φθηνές, σε καμία περίπτωση. Εάν η αύξηση των κερδών δεν ανταποκριθεί στις υψηλές προσδοκίες, αν τα επιτόκια αυξηθούν ή τα περιθώρια κέρδους συρρικνωθούν λόγω του πληθωρισμού, η bullmarket θα καταρρεύσει» προσθέτει.
Αυτή δεν είναι μια τρομερή πρόβλεψη καταστροφής και κατήφεια, ούτε είναι μια «πτωτική» πρόβλεψη. Είναι απλώς μια συνάρτηση του πώς «τα μαθηματικά λειτουργούν για μεγάλες περιόδους». Ωστόσο, κατά τη διάρκεια μιας «μαινόμενης bull market», οι επενδυτές χάνουν… την μπάλα.
Όπως σημείωσε ο Howard Marks σε συνέντευξή του στο Bloomberg: «Ο φόβος της απώλειας έχει κυριαρχήσει.
Εάν οι άνθρωποι είναι ανεκτικοί στον κίνδυνο και φοβούνται ότι θα βρεθούν εκτός αγοράς, αγοράζουν επιθετικά, οπότε δεν μπορείτε να βρείτε ευκαιρίες.
Εκεί βρισκόμαστε τώρα. Αυτό κατασκεύασε η Fed βάζοντας τα επιτόκια στο μηδέν.
Επιστρέψαμε εκεί που ήμασταν πριν από ένα χρόνο – αβεβαιότητα, προοπτικές αποδόσεις που είναι ακόμη χαμηλότερες από ό,τι πριν από ένα χρόνο και υψηλότερες τιμές περιουσιακών στοιχείων από ό,τι πριν από ένα χρόνο. Οι άνθρωποι πρέπει να αναλάβουν περισσότερο ρίσκο για να λάβουν αποδόσεις».
Για τους επενδυτές, η κατανόηση των πιθανών αποδόσεων από οποιοδήποτε δεδομένο σημείο αποτίμησης είναι ζωτικής σημασίας όταν εξετάζουν το ενδεχόμενο «να θέσουν σε κίνδυνο τις αποταμιεύσεις τους».
Ο κίνδυνος είναι μια ουσιαστική έννοια καθώς εμπεριέχει την προσδοκία της «απώλειας».
Όσο περισσότερο ρίσκο αναλαμβάνουν οι επενδυτές, τόσο μεγαλύτερη μπορεί να είναι η καταστροφή του κεφαλαίου. Και αυτή η φορά «δεν είναι διαφορετική». Η μοναδική διαφορά είναι ο καταλύτης της πτώσης και το πότε αυτή θα συμβεί.
Δύο προηγούμενες bear markets δίδαξαν σε πολλούς αυτό το μάθημα. Και δυστυχώς, οι επενδυτές μαθαίνουν με τον δύσκολο τρόπο