Τα τελευταία χρόνια, η ελληνική οικονομία έχει επιδείξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα και σταδιακή επιστροφή σε σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης, παρά τις συνεχιζόμενες εξωτερικές προκλήσεις, όπως επισημαίνει στην Εαρινή Έκθεσή του το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (ΕΔΣ).

Πιο συγκεκριμένα, μετά την απότομη ύφεση λόγω της πανδημίας το 2020 (πτώση ΑΕΠ κατά -9,2%), η οικονομία ανέκαμψε, κυρίως λόγω της ανάκαμψης του τουρισμού, της εθνικής δημοσιονομικής ενίσχυσης και των κονδυλίων του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ).

Το 2023 και 2024, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ σταθεροποιήθηκε σε επίπεδα άνω του 2%, καταγράφοντας ανάπτυξη 2,3% το 2024.

Σε επίπεδο δε ευρωζώνης, η ελληνική οικονομία κατέγραψε μία από τις υψηλότερες επιδόσεις ως προς την αύξηση του ΑΕΠ, καταλαμβάνοντας την 5η θέση μεταξύ των 20 χωρών της ευρωζώνης.

Σύμφωνα με το ΕΔΣ όμως, αν και η οικονομία έχει καταφέρει να ανακτήσει τα επίπεδα δραστηριότητας που είχε πριν την πανδημία, με το ΑΕΠ να υπερβαίνει πλέον το ύψος του 2019, η οικονομική δραστηριότητα υστερεί σημαντικά σε σύγκριση με το επίπεδο πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και την ελληνική κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας.

Παρά τη σημαντική πρόοδο και τη σταθερή αναπτυξιακή πορεία των τελευταίων ετών, η επαναφορά του ΑΕΠ στα προ κρίσης επίπεδα δεν έχει ακόμη επιτευχθεί, αντικατοπτρίζοντας τα ευρύτερα διαρθρωτικά προβλήματα που συνεχίζει να αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία μετά τη δεκαετή περίοδο ύφεσης και προσαρμογής.

Το παραπάνω πρόβλημα επιβεβαιώνεται και από στοιχεία για την παραγωγικότητα εργασίας ανά ώρα εργασίας, η οποία είναι στο 55% της ευρωζώνης.

Όπως επισημαίνει το ΕΔΣ, η βιωσιμότητα της αύξησης του ΑΕΠ βασίζεται στην παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής.

Τα στοιχεία της παραγωγικότητας της εργασίας κάνουν εμφανή την ανάγκη για πολιτικές ενίσχυσης της παραγωγικότητας, όπως επενδύσεις στην εκπαίδευση (με στόχευση στις ψηφιακές δεξιότητες), στην τεχνολογία και καινοτομία, στις υποδομές, για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη η οποία είναι αναγκαία προϋπόθεση, όχι μόνο για τη βελτίωση του μέσου βιοτικού επιπέδου, αλλά και για τη χρηματοδότηση κοινωνικών πολιτικών και τη σταδιακή αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους σαν ποσοστού του ΑΕΠ.

Το ΕΔΣ τονίζει εξάλλου ότι, μια βιώσιμη και διαχρονική ανάπτυξη απαιτεί και εθνική στρατηγική, η οποία θα στοχεύει στην αύξηση της παραγωγικότητας.

Η διεθνής εμπειρία μας λέει ότι, για χώρες όπως η Ελλάδα, μια τέτοια ανάπτυξη στηρίζεται βασικά στην ποσότητα και ποιότητα του ανθρωπίνου κεφαλαίου (δηλαδή, στην εκπαίδευση), στην αξιοποίηση και καλή χρήση των παραγωγικών συντελεστών (δηλαδή, στην ποιότητα των θεσμών), και στην ενσωμάτωση της διεθνούς τεχνολογικής προόδου (δηλαδή, στο πόσο ανοικτή είναι η οικονομία μας). Αυτοί είναι και οι στρατηγικοί τομείς που χρειάζεται να βελτιωθούν.

Η πορεία της ελληνικής οικονομίας

Από την πλευρά του το ΙΟΒΕ στην τελευταία του έκθεση επισημαίνει ότι, η θετική δυναμική που κατέγραψε η ελληνική οικονομία το προηγούμενο έτος αναμένεται να συνεχιστεί και το 2025, με ενδείξεις επιτάχυνσης το 2026.

Η προοπτική αυτή ενισχύεται από την ταχύτερη υλοποίηση του αναθεωρημένου Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης, την περαιτέρω αύξηση της απασχόλησης, την προοπτική επιτάχυνσης της Ευρωζώνης, μέσα και από τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται στις διεθνείς αγορές εν μέσω εμπορικού προστατευτισμού – οι οποίες ενδέχεται να δημιουργήσουν ευκαιρίες για τις ελληνικές εξαγωγές –, καθώς και την εφαρμογή των ευρωπαϊκών συστάσεων πολιτικής στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου.

Ωστόσο, ορισμένοι παράγοντες εντείνουν την αβεβαιότητα για τις μελλοντικές επιδόσεις της οικονομίας. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται η πιθανή περαιτέρω κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου και των γεωπολιτικών εντάσεων σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, ο κίνδυνος αποσταθεροποίησης των επιτοκίων λόγω πολιτικών παρεμβάσεων στις κεντρικές τράπεζες, το επίμονα υψηλό και διαρθρωτικού χαρακτήρα έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο, καθώς και η απώλεια ανταγωνιστικότητας εξαιτίας του υψηλότερου πληθωρισμού σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.

Αναλυτικότερα, το ΙΟΒΕ διατηρεί αμετάβλητη την πρόβλεψή του, για ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο 2,2% για το τρέχον έτος, αν και επισημαίνονται σημαντικοί καθοδικοί κίνδυνοι οι οποίοι ενδέχεται να επηρεάσουν την πορεία αυτή.

Παράλληλα, εκτιμάται ότι η ανάπτυξη το 2026 θα διαμορφωθεί στο 2,4%. Αναφορικά με την εσωτερική ζήτηση, προβλέπεται διατήρηση της αναπτυξιακής πορείας της κατανάλωσης το 2025 και ήπια επιβράδυνσή της το 2026.

Η ανοδική αυτή δυναμική αναμένεται να υποστηριχθεί από την αύξηση της απασχόλησης και των μισθών, την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, την βελτίωση της διεθνούς θέσης της ελληνικής οικονομίας, την μείωση του κόστους δανεισμού, την πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις, την επιβράδυνση της πιστωτικής συρρίκνωσης προς τα νοικοκυριά, και την ταχύτερη υλοποίηση του Ανανεωμένου Ελληνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Ωστόσο, ορισμένοι παράγοντες αναμένεται να λειτουργήσουν ανασταλτικά, όπως η βραδύτερη αποκλιμάκωση της ανεργίας, το αρνητικό ποσοστό αποταμίευσης, και η αβεβαιότητα γύρω από τις διεθνείς τιμές ενέργειας.

Η ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση προβλέπεται να αυξηθούν κατά 1,2% και 0,6% αντίστοιχα το 2025, ενώ για το 2026 αναμένεται αύξηση κατά 1,0% και 1,2% αντίστοιχα.

Οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αναμένεται να ανακτήσουν την ανοδική δυναμική τους στο τέλος του 2025, και πολύ περισσότερο το 2026, βάσει του χαμηλού κόστους δανεισμού του ιδιωτικού τομέα, της επιτάχυνσης της υλοποίησης του Αναθεωρημένου Ελληνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ανεξάρτητο κατά μεγάλο βαθμό του οικονομικού κύκλου), καθώς και της βελτίωσης της επενδυτικής εμπιστοσύνης προς τη χώρα.

Συγκεκριμένα, η επίδοση των παγίων επενδύσεων αναμένεται ήπια το 2025 (5,0%) και ενισχυμένη το 2026 (11,2%). Το εξωτερικό έλλειμμα του 2025 και 2026 διατηρείται σε υψηλά επίπεδα, με την παράταση της παγκόσμιας αβεβαιότητας (βλ., εμπορικός πόλεμος) να δυσχεραίνει τόσο τις εξαγωγές όσο και τις εισαγωγές, και να δημιουργεί ερωτηματικά για την πορεία της εξωτερικής ζήτησης.

Προβλέπεται ότι ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των εξαγωγών και των εισαγωγών θα διαμορφωθεί στο 1,5% και 1,6% αντίστοιχα το 2025, και 2,9% και 3,1% αντίστοιχα το 2026.

Οι αβεβαιότητες και οι προκλήσεις

Σύμφωνα και πάλι τώρα με το ΕΔΣ, στη σημερινή συγκυρία, το διεθνές οικονομικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα και κινδύνους, όπως:

• Γεωπολιτικές εντάσεις λόγω των πολεμικών συρράξεων σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή.
• Αβεβαιότητα στο διεθνές εμπόριο λόγω της απειλής επιβολής δασμών από τη νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ.
• Ανεμική ανάκαμψη των περισσότερων ευρωπαϊκών οικονομιών και κυρίως της Γερμανικής.

Επιπλέον, ανεξάρτητα από το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει χρόνιες εγχώριες μακροοικονομικές προκλήσεις.

Σημαντικές μακροοικονομικές προκλήσεις είναι το χαμηλό κατά κεφαλή ΑΕΠ, η επίμονη ανεργία, και τα συστηματικά ελλείματα στο εμπορικό ισοζύγιο και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Άρα, όπως επίσης έχει αναφερθεί, χρειάζεται σχεδιασμός για μια πολιτική ανάπτυξης, η οποία δεν βασίζεται στην κατανάλωση αλλά έχει στόχευση τις επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγικότητα και να ενισχυθεί η εξωστρέφεια με νέα εξαγωγικά προϊόντα.

Αναλυτικότερα:

Διεθνές οικονομικό περιβάλλον και εξωτερικές προκλήσεις

Η ελληνική οικονομία σύμφωνα με το ΕΔΣ ήδη δοκιμάζεται, και είναι πιθανό να δοκιμαστεί ακόμα πιο έντονα στο άμεσο μέλλον, από διάφορους εξωγενείς κινδύνους οι οποίοι μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

• Γεωπολιτικές εντάσεις λόγω των πολεμικών συρράξεων σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, αλλά και γενικότερα:

Οι γεωπολιτική αστάθεια που προκαλούν οι πολεμικές συρράξεις στην ευρύτερη περιοχή αυ ξάνουν την αβεβαιότητα, γεγονός που σίγουρα θα επηρεάσει αρνητικά την ελληνική οικονομία. Η γεωπολιτική αστάθεια ωθεί σε αυξημένες αμυντικές δαπάνες με δημοσιονομικές επιπτώσεις.

Αξίζει να αναφερθεί ότι η ελληνική οικονομία μέσω της European Defence Industry Programme (2025–2027) δύναται λάβει κονδύλια προκειμένου να χρηματοδοτήσει τις υποδομές παραγωγής αμυντικών συστημάτων και να ενισχύσει συνεπώς της εγχώρια αμυντική βιομηχανία και μέσω νέων start-up στον αμυντικό τομέα.

• Αβεβαιότητα στο διεθνές εμπόριο λόγω της απειλής επιβολής δασμών από τη νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ:

Μια ακόμα πηγή αβεβαιότητας-ύφεσης για τη διεθνή και ευρωπαϊκή οικονομία έχει να κάνει με πιθανές επιβολές δασμών από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, κυρίως προς Ευρώπη και Κίνα. Σύμφωνα με τις εξαγγελίες του προέδρου Donald Trump, οι δασμοί προς την Κίνα, αλλά και προς την Ευρώπη, θα αυξηθούν σημαντικά, αν και, προς το παρόν, είναι υπό διαπραγμάτευση και δεν είναι σαφές το κατά πόσο.

Οι δασμοί θα αυξήσουν τη διεθνή τιμή των ευρωπαϊκών εξαγωγών, μειώνοντας την ανταγωνιστικότητά τους και τη ζήτησή τους από την αμερικανική αγορά. Αυτό θα πλήξει τις εξαγωγικές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και την απασχόληση. Επιπλέον, οι δασμοί μπορεί να οδηγήσουν και σε δασμολογικές αντιπαραθέσεις ή «πολέμους» μεταξύ χωρών κάτι που αυξήσει τις αρνητικές επιδράσεις.

Εκ πρώτης άποψης, η αρνητική επίπτωση τέτοιων δασμών στην ελληνική οικονομία δεν αναμένεται να είναι σημαντική λόγω του μικρού ποσοστού των ελληνικών εξαγωγών στις ΗΠΑ. Όμως, θα υπάρχουν έμμεσες επιδράσεις μέσω των αρνητικών επιπτώσεων στις ευρωπαϊκές οικονομίες που είναι οι βασικοί εμπορικοί εταίροι της ελληνικής οικονομίας.

• Ανεμική ανάκαμψη των περισσότερων ευρωπαϊκών οικονομιών και κυρίως της Γερμανικής:

Μεγάλο μέρος των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών της ελληνικής οικονομίας κατευθύνεται σε ευρωπαϊκές οικονομίες και ειδικά στην Γερμανία. Με δεδομένη αυτή την αλληλεξάρτηση, μια συνεχιζόμενη στασιμότητα της Γερμανικής οικονομίας και της ΕΕ γενικότερα αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά την ελληνική οικονομία.

Ευρωπαϊκά χρηματιστήρια: Εξετάζουν τo 24ωρo trading για να προσελκύσουν ιδιώτες επενδυτές

Η εγχώρια πρόκληση της χαμηλής αποταμίευσης

Το ΕΔΣ επισημαίνει επίσης μια σημαντική μακροοικονομική ανισορροπία της ελληνικής οικονομίας, τα χαμηλά ποσοστά εθνικής αποταμίευσης, τα οποία αποτελούν τροχοπέδη για τις επενδύσεις. Ειδικότερα, εδώ και χρόνια, η ελληνική μακρο-οικονομία χαρακτηρίζεται από χαμηλά ποσοστά αποταμίευσης και ταυτόχρονα υψηλά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Και τα δύο είναι χρόνιες παθήσεις.

Η χαμηλή εθνική αποταμίευση δεν βοηθά τις επενδύσεις και άρα και την οικονομική ανάπτυξη στο μέλλον. Επίσης, οι αποταμιεύσεις λειτουργούν ως «ασπίδα» προσφέροντας ένα δίχτυ ασφαλείας σε περιόδους κρίσης – όταν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις διαθέτουν αποταμιεύσεις, είναι καλύτερα προετοιμασμένα να αντιμετωπίσουν οικονομικές δυσκολίες, διασφαλίζοντας τη σταθερότητα και την ανθεκτικότητα.

Συνεχή ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εξ ορισμού σημαίνουν αύξηση του εθνικού μας χρέους. Και τα δύο μαζί σημαίνουν ότι η εξωτερική χρηματοδότηση είναι ζωτικής σημασίας για την ελληνική οικονομία.

Όμως, όπως έδειξε η κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας, η μεγάλη εξάρτηση από την εξωτερική χρηματοδότηση αφήνει τη χώρα ευάλωτη σε μεταβολές της εμπιστοσύνης των διεθνών δανειστών.

Τα κεφάλαια της εξωτερικής χρηματοδότησης θα συνεχίσουν να εισρέουν μόνο αν η χώρα συνεχίσει να απολαμβάνει διεθνή εμπιστοσύνη.

«Ανάσα» για χιλιάδες οφειλέτες: Νέα ρύθμιση έως 240 δόσεις για χρέη προς δήμους και τράπεζες

Επενδύσεις και εθνικό εισόδημα

Το ΙΟΒΕ από την άλλη σημειώνει ότι, το πεδίο των επενδύσεων είναι κομβικής σημασίας για την πορεία της οικονομίας μας μεσοπρόθεσμα. Έχει υπάρξει τα τελευταία χρόνια σημαντική αύξηση των επενδύσεων οι οποίες αυξάνονται με ρυθμό υψηλότερο των ευρωπαϊκών μέσων όρων.

Όμως, το συσσωρευμένο επενδυτικό κενό παραμένει κεντρικό πρόβλημα και οι επενδύσεις εξακολουθούν να αποτελούν μικρότερο ποσοστό της οικονομίας μας από ότι απαιτείται για υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης στη συνέχεια.

Το επίπεδο των επενδύσεων δεν επηρεάζει την τρέχουσα ευημερία, σε αντίθεση με την κατανάλωση η οποία γίνεται θετικά αντιληπτή από τα νοικοκυριά. Επηρεάζει όμως τις προοπτικές της ευημερίας στο άμεσο και στο απώτερο μέλλον. Είναι, δηλαδή, η μεταβλητή η οποία θα προσδιορίσει το ύψος και τη διάρθρωση των εισοδημάτων στη συνέχεια.

Από ποσοτική άποψη, για να αυξηθεί το εθνικό εισόδημα τα επόμενα χρόνια θα πρέπει ο ρυθμός ανόδου των επενδύσεων να επιταχυνθεί. Άλλωστε, είναι μόνο λίγα χρόνια που το επίπεδο των νέων επενδύσεων μπορεί να καλύψει τις αποσβέσεις του παλαιότερου κεφαλαίου.

Υπάρχει όμως και η ποιοτική άποψη.

Η μετατόπιση των επενδύσεων εκεί όπου μπορούν να υποστηρίξουν παραγωγικές δραστηριότητες υψηλότερης αξίας είναι κρίσιμη για την ενίσχυση των αναπτυξιακών προοπτικών της χώρας.

Επενδύσεις από επιχειρήσεις και σε κλάδους υψηλής παραγωγικότητας είναι αναγκαία συνθήκη για τη δημιουργία εισοδημάτων στο μέλλον.

Σε κάθε περίπτωση, η υποστήριξη ενός νέου παραγωγικού υποδείγματος, μεγαλύτερης εξωστρέφειας και καινοτομίας, δεν νοείται χωρίς επενδύσεις που θα αλλάξουν το μείγμα των επιχειρήσεων και της παραγωγής.

Από τις πιο πρόσφατες τάσεις, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, προκύπτουν τουλάχιστον δύο συμπεράσματα.

Πρώτον, οι κατοικίες και οι κατασκευές εξακολουθούν να έχουν μεγάλη βαρύτητα και, συνεπώς, πολιτικές που θα ενισχύσουν τις επενδύσεις σε αυτές χωρίς να επιστρέφουν σε ένα παρωχημένο παραγωγικό υπόδειγμα είναι υψηλής προτεραιότητας.

Δεύτερον, παρά τη θετική τάση τα τελευταία χρόνια, η μεγαλύτερη ενίσχυσή τους, που είναι αναγκαία, έχει ως προϋπόθεση τομές για απλούστευση διαδικασιών στις δημόσια διοίκηση και άρση εμποδίων εισόδου στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών.

Διαβάστε ακόμη: