Τα τελευταία χρόνια της πανδημίας και του πολέμου παρατηρείται μια τάση προώθησης από τα διεθνή μίντια, ενός αφηγήματος περί υποτιθέμενης “αποπαγκοσμιοποίησης”. Στην πραγματική ζωή βέβαια, γύρω μας δηλαδή, από τα αγαθά που εμπορευόμαστε μέχρι την ανταλλαγή κουλτούρας, παρατηρούμε το αντίθετο: περισσότερη παγκοσμιοποίηση από ποτέ. Για την ακρίβεια η παγκοσμιοποίηση, ειδικά στη Δύση, έχει “τρέξει” σε τόσο ακραίο βαθμό, που η ανάμιξη αγαθών και ανθρώπων έχει δημιουργήσει ένα ομογενές μίγμα, στο οποίο δυσκολεύεται κανείς πια να διακρίνει μοναδικά στοιχεία κουλτούρας.
Δεν υπάρχει διαφοροποίηση, παρά μόνο τύποις. Ο Έλληνας συμπεριφέρεται σαν τον Αμερικανό, τον Γερμανό, τον Ρώσο. Βλέπουμε τις ίδιες ταινίες, τα ίδια χαζά βίντεο στο ΤικΤοκ, ψηφίζουμε τους ίδιους (αντίστοιχους) ανίκανους, ψωνίζουμε τα ίδια κινέζικα φθηνιάρικα προϊοντα.
Και το κυριότερο, ακολουθούμε την ίδια “γραμμή” σε όλα τα μεγάλα ζητήματα, από το πως θα διαχειριστούμε μια πανδημία, μέχρι τίνος τον πόλεμο θα χρηματοδοτήσουμε με (πληθωρισμένα) λεφτά φορολογούμενων. Θα έλεγε κανείς, αν μας παρατηρούσε ως τρίτος από μακριά (από το Διάστημα ίσως), ότι λειτουργούμε σα να έχουμε μία, παγκόσμια διακυβέρνηση, και όχι ποικίλες εθνικές. Στην πράξη δεν απέχουμε πολύ από μια τέτοια διακυβέρνηση, και μάλιστα ψηφιακή, δίχως πρόσωπο (ώστε να απορρίψουμε ευθύνες όταν θα τα κάνει μαντάρα). Ζούμε την κάθε μέρα ακολουθώντας ουσιαστικά τις οδηγίες της οθόνης του smartphone στην τσέπη μας.
Ποιος προστατευτισμός; Ακόμη και η δήθεν αποκλεισμένη και οικονομικά απομονωμένη Ρωσία, όχι μόνο μια χαρά κάνει τις μπίζνες της μαζί μας (πόσο μάλλον με τις αναδυόμενες BRICS), αλλά η ίδια έχει υιοθετήσει τα brands-σύμβολα της δυτικής οικονομίας, περισσότερο από ποτέ. McDonalds, Adidas, όλες οι γνωστές μαρκές είναι εκεί, απλώς με παραποιημένα λογότυπα. Η κουλτούρα είναι εκεί όμως. Είμαστε το ίδιο, και μοιάζουμε ακόμη και με τον Κινέζο πολύ περισσότερο από όσο φανταζόμαστε. Μια εκδρομή κατά κει θα σας πείσει.
Όσο για το εμπόριο; Πιο παγκοσμιοποιημένο και ομογενοποιημένο από ποτέ. Απλώς αυτή ακριβώς η ομογενοποίηση μας δίνει τη ψευδαίσθηση πως δεν “κινείται πράμα”, διότι το νερό της λίμνης θόλωσε από την τόση δραστηριότητα. Όμως να είστε σίγουροι, η δραστηριότητα είναι εκεί. Κάπως έτσι μοιάζει το “τέρμα” της παγκοσμιοποίησης: ένας κόσμος ίδιος, χωρίς διαφορές (και άρα χωρίς ενδιαφέρον), ένα τεράστιο συνδεδεμένο δίκτυο που όμως μοιάζει τόσο μικρό.
Κι έτσι αφού φτάσαμε στο “τέρμα”, η λογική (αυτών που μιλούν για αποπαγκοσμιοποίηση) λέει ότι δεν πάει άλλο εμπρός, άρα μένει μόνο το πίσω. Στην πραγματικότητα όμως δεν υπάρχει γυρισμός από την παγκοσμιοποίηση. Το ομογενές μίγμα δε μπορεί να “ξε-ανακατευτεί”, να διασπαστεί και να γυρίσει στην αρχική του ανομοιογενή σύνθεση. Είναι η ασταμάτητη αύξηση της εντροπίας, το βέλος του χρόνου δε γυρνά πίσω.
Θεωρούν δηλαδή ότι θα “αποσυντεθούν” τα έθνη τώρα, θα επιστρέψουν στον προστατευτισμό και την απομόνωση (το συνδέουν μάλιστα με τη δήθεν άνοδο της ακροδεξιάς), ο κόσμος θα γυρίσει στα “βασικά”, στις παραδόσεις. Ποιες παραδόσεις; Αυτές που ξεχάστηκαν, μαζί με την ιστορία του κάθε τόπου; Ας πάρουμε για παράδειγμα την Ελλάδα. Μέχρι τώρα υπήρχε μια συνέχεια, ακόμη και στα σκοτεινά χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο προστατεύθηκε η κουλτούρα, η ιστορία, παρότι εγχώριες και διεθνείς δυνάμεις φρόντισαν να τις εξαφανίσουν. Τώρα η συνέχεια αυτή έχει διακοπεί. Δεν είναι τα βιβλία.
Είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι που άλλαξαν, και έπαψαν να είναι Έλληνες, ή Γερμανοί ή Ρώσοι, αλλά έγιναν “πολίτες του κόσμου”. Το άγριο ζώο μπορεί να ημερέψει, το εξημερωμένο όμως δεν ξαναγυρνά στην άγρια φύση. Γίναμε περιστέρια πλέον, μας ανέθρεψαν για ταχυδρομικά, μετά εφευρέθηκε το τηλέφωνο, και τώρα ξεμείναμε στις πόλεις, δίχως να γνωρίζουμε τι να κάνουμε με τους εαυτούς μας. Δε μιλώ για την αποκέντρωση, αυτό ίσως και να γίνει κάποια στιγμή (αναπόφευκτα, αφού τα κέντρα των πόλεων ασφυκτιούν και γίνονται μη βιώσιμα). Μιλώ για την αποπαγκοσμιοποίηση.
Το εμπόριο άνοιξε, και μαζί του ο κόσμος, κι αυτό είναι ένα τζίνι που δεν μπορείς να ξαναβάλεις στο λυχνάρι. Σίγουρα όχι χωρίς ένα μεγάλο κατακλυσμιαίο γεγονός. Εκτός κι αν ετοιμάζουν Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο και γιαυτό συμμαζεύονται ακόμη κι οι Αμερικανοί (που άρχισαν ξανά τους δασμούς και τον ας πούμε προστατευτισμό, αν και λίγο αργά γι’ αυτό). Too little, too late, που λένε κι αυτοί. Ο Κινέζος γιγαντώθηκε, η Ανατολή και ο Παγκόσμιος Νότος γενικότερα. Αν απομονωθείς τώρα, μόνο χειρότερα τα κάνεις. Διότι είναι αδύνατον να ανταγωνιστείς τα εργατικά χέρια και τις βιομηχανίες των.
Όχι, η αποπαγκοσμιοποίηση που μιλούν κάτι Guardian και Bloomberg τελευταία δεν είναι παρά ένας μύθος. Στην πραγματικότητα αυτό που βιώνουμε είναι μια νέα μορφή παγκοσμιοποίησης. Μια ακόμη πιο ακραία. Δεν μπορεί άλλωστε να γίνει αλλιώς. Το “ελεύθερο εμπόριο” για το οποίο μιλούν οι πολιτικοί, διαφέρει από το πραγματικό ελεύθερο εμπόριο των οικονομολόγων.
Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να έχουν κοσμοκρατορία και προστατευτισμό
Θα πρέπει να διαλέξουν. Στην πραγματικότητα όμως δεν έχουν επιλογή. Είναι θέμα επιβίωσης πλέον.
Αυτό που παρακολουθούμε με την επιστροφή του εθνικού συμφέροντος στη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής (από τους δασμούς στα ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα και τους ημιαγωγούς του Biden έως τη νομοθεσία της Κίνας για τη διασφάλιση της διατροφικής ασφάλειας) αφορά μια επιστροφή στον παραγκωνισμένο προστατευτισμό; Πρόκειται για μία επιβεβαίωση της διαρκώς μειούμενης πίστης στη δυνατότητα των αρχών του διεθνούς εμπορίου να επαναλάβει το μεταπολεμικό θαύμα της ανάπτυξης και την παγκοσμιοποίηση μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης το 1989;
Όχι, είναι μια κρίση μιας μορφή παγκοσμιοποίησης που έλαβε χώρα υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ και κυρίαρχα ήταν τα συμφέροντα της «μοναδικής υπερδύναμης» που διασφαλίζονταν με θεσμούς όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είτε το «υπερβολικό προνόμιο» του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος. Αυτό που συμβαίνει σήμερα, με λίγα λόγια, είναι η επιστροφή του έθνους στην οικονομική πολιτική και η καταστροφή μιας μορφής παγκοσμιοποίησης που εβλαπτε μονομερώς τα συμφέροντα αυτού που αποκαλείται Παγκόσμιος Νότος ή Παγκόσμια Πλειοψηφία.
Τώρα ύστερα μια σειρά από κρίσεις όπως η χρηματοπιστωτική (2008/2009), η κρίση της πανδημίας είτε η ενεργειακή κρίση και οι γεωπολιτικές αβεβαιότητες έχουν μετασχήματει την ίδια την έννοια της ασφάλειας και οδηγούν στην αναδιάταξή των αλυσίδων εσοδιασμού αλλά και της νομισματική πολιτικής – με όχημα την αποδολαριοποίηση. Τα κράτη συνειδητοποίησαν ότι δεν είναι δυνατόν να κινδυνεύουν με λιμό εξαιτίας κάποιων αντιπαραθέσεων (σκεφτείτε την περίπτωση του σιταριού στο Ουκρανικό) είτε να απαξιώνονται τα περιουσιακά τους στοιχεία με βάση κυρώσεις.
Νωρίτερα αυτόν τον μήνα το The Atlantic δημοσίευσε ένα ενδιαφέρον άρθρο του Rogé Karma, υποστηρίζοντας ότι μετά από σχεδόν μισό αιώνα δέσμευσης για το απαρακώλητο ελεύθερο εμπόριο πολιτικοί και ελίτ και στα δύο μεγάλα κόμματα των ΗΠΑ κάνουν μια ιστορική στροφή προς τον προστατευτισμό. Αυτή η θέση κερδίζει δημοτικότητα τα τελευταία χρόνια, εμφανιζόμενος σε άρθρα και αναφορές τόσο από αντιπάλους όσο και από υποστηρικτές της υποτιθέμενης προστατευτικής στροφής της Αμερικής.
Στο άρθρο του The Atlantic επισημαίνονται τα εξής: “Από τη δεκαετία του 1980, η αμερικανική οικονομική πολιτική καθοδηγείται σε μεγάλο βαθμό από την πεποίθηση ότι το να επιτραπεί η ροή χρημάτων και αγαθών με όσο το δυνατόν λιγότερα εμπόδια θα έκανε όλους καλύτερα. Ήταν τόσο συντριπτική η συμφωνία σε αυτό το σημείο που έγινε γνωστή, μαζί με μερικά άλλα δόγματα της ελεύθερης αγοράς, ως «Συναίνεση της Ουάσιγκτον». Με βάση με αυτόν τον τρόπο σκέψης, το ελεύθερο εμπόριο δεν θα έκανε απλώς τις χώρες πλούσιες. θα έκανε επίσης τον κόσμο πιο ειρηνικό, καθώς τα κράτη που συνδέονται με μια κοινή οικονομική μοίρα δεν θα τολμούσαν να ξεκινήσουν πόλεμο το ένα εναντίον του άλλου. Ο κόσμος θα γινόταν επίσης πιο δημοκρατικός, καθώς η οικονομική φιλελευθεροποίηση θα οδηγούσε σε πολιτική ελευθερία. Αυτή η σκέψη καθοδήγησε τις εμπορικές συμφωνίες που συνήφθησαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και του 2000, συμπεριλαμβανομένης της Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής (NAFTA) το 1994 και της απόφασης να ενταχθεί η Κίνα στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) το 2001. Εφαρμόζεται, πράγματι, η Συναίνεση της Ουάσιγκτον για την εμπορική πολιτική εδώ και δεκαετίες. Και είναι αλήθεια ότι, τουλάχιστον ρητορικά, οι πολιτικοί έχουν περιγράψει το πρόγραμμα στο οποίο ενοποιούνται ως «ελεύθερο εμπόριο». Όμως, όπως εξήγησε ο Peter Klein, το «ελεύθερο εμπόριο» σημαίνει κάτι πολύ διαφορετικό για τους πολιτικούς από ό,τι για τους οικονομολόγους.”
Για τους οικονομολόγους και για τους περισσότερους ανθρώπους εκτός της Ουάσιγκτον, το ελεύθερο εμπόριο σημαίνει απλώς την απουσία κυβερνητικής παρέμβασης στο εμπόριο. Αλλά για τους πολιτικούς και τους ομοσπονδιακούς αξιωματούχους το «ελεύθερο εμπόριο» περιορίζεται σε περίπλοκες συμφωνίες που προκύπτουν μόνο αφού οι κυβερνήσεις διαπραγματευτούν χιλιάδες σελίδες δασμών, φόρων και επιδοτήσεων που έχουν σχεδιαστεί για να εξασφαλίσουν ισορροπία μεταξύ εισαγωγών και εξαγωγών. Βάση αυτών των συμφωνιών είναι η οικονομικά αναλφάβητη μερκαντιλιστική ιδέα ότι οι χώρες επωφελούνται από την πώληση αγαθών σε αλλοδαπούς αλλά γίνονται φτωχότερες αγοράζοντας ξένα αγαθά.
Προσθέστε σε αυτό την ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης, η οποία υποστηρίζει ότι οι διεθνείς αγορές και η ειρηνική συνεργασία μπορούν να προκύψουν μόνο μέσω της παγκόσμιας διακυβέρνησης από πάνω προς τα κάτω που επιβάλλεται και διασφαλίζεται από μια παγκόσμια υπερδύναμη, και καταλήξαμε στην πραγματική εφαρμογή της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον. Το έθνος ως συλλογική ταυτότητα έπρεπε να καταργηθεί και να ομογενοποιηθεί όχι μόνο οικονομικά ο κόσμος αλλά – κυρίως – πολιτισμικά στο πλαίσιο μιας διεθνούς τάξης βασισμένης υποτίθεται σε κανόνες. Οι πολιτικοί έχουν υιθετήσει όχι τη δέσμευση να αφήσουν τους Αμερικανούς να αγοράσουν ό,τι θέλουν και να πουλήσουν σε όποιον θέλουν, αλλά πίσω από το εμπόριο με κυβερνητική μεσολάβηση και κρατική επιδότηση που επιβάλλεται από πολυεθνικούς οργανισμούς όπως ο ΠΟΕ, η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο , όλα υποστηρίζονται από την παγκόσμια δύναμη του στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών – η πολιτική των κανονιοφόρων της εποχής των αυτοκρατοριών διόλου δεν έχει εγκαταλειφθεί.
Ορισμένοι υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς, όπως ο Murray Rothbard και ο Lew Rockwell, είδαν τις εμπορικές συμφωνίες μετά τον Ψυχρό Πόλεμο τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 ως εξής: Ως προσπάθειες να αφαιρεθεί η νομοθετική και δικαστική εξουσία από τα κράτη και τις περιφέρειες και να συγκεντρωθεί σε πολυεθνικούς οργανισμούςσε ένα σύστημα που θα ελέγχεται τελικά από την Ουάσιγκτον. Φυσικά αυτό δεν εξελίχθηκε καλά για τον αμερικανικό λαό. Επί δεκαετίες, η αμερικανική κυβέρνησή απαγορεύει πολλά ξένα αγαθά και ανάγκασε το λαό να πληρώνει σχεδόν ένα τρισ. δολάρια το χρόνο για να χρηματοδοτεί έναν τεράστιο στρατό.
Έτσι, μπορεί να χρησιμεύσει ως η παγκόσμια αστυνομική δύναμη -παραμορφώνοντας περαιτέρω τη δομή του παγκόσμιου εμπορίου- και να στηρίξει τους παγκόσμιους οργανισμούς που εργάζονται για τη ρύθμιση του εμπορίου σύμφωνα με τις προτιμήσεις της πολιτικής τάξης της Αμερικής. Όμως, όπως προειδοποίησαν τόσο ο Rothbard όσο και ο Rockwell στη δεκαετία του 1990, χαρακτηρίζοντας αυτό το παρεμβατικό status quo «ελεύθερο εμπόριο», η κυβέρνηση μπόρεσε να παρακάμψει την κριτική από τους περισσότερους αντιπάλους του κρατισμού. Και καθώς η οικονομική καταστροφή που προκλήθηκε από ένα τέτοιο σύστημα επέρχεται -ενισχύεται από την καταστροφικότητα της νομισματικής πολιτικής της Ουάσιγκτον- το αμερικανικό κοινό μπορεί εύκολα να εξαπατηθεί ώστε να αποδεχθεί ότι τα προβλήματα πηγάζουν από το γεγονός ότι έχουμε υπερβολική ελευθερία.
Η αλλαγή στο εμπορικό αίσθημα που επιβεβαιώνει το άρθρο δεν αποτελεί ήττα της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον ή κάποια παραδειγματική αλλαγή στην οικονομική ιδεολογία της πολιτικής τάξης. Είναι απλώς μια αλλαγή στη ρητορική που επιδιώκει να εκμεταλλευτεί τη σωστή αλλά άστοχη οργή του αμερικανικού λαού.
Καθώς η φάρσα του «ελεύθερου εμπορίου» εξαφανίζεται, αναδύεται ένας κόσμος διαφορετικός όπου το ελεύθερο εμπόριο θα διεξάγεται σε ισότιμη βάσημε το σεβασμό στα εθνικά συμφέροντα του κάθε έθνους κράτους και οι γεωπολιτικές σχέσεις ισχύος θα λαμβάνονται υπόψη σε αυτή την πολυπολιτική παγκόσμια νέα τάξη.
Τρωτή η Ε.Ε. – Διασπάστηκε ο γαλλογερμανικός άξονας
«Η Ευρώπη βρίσκεται σε κίνδυνο» ήταν το επίμονο μοτίβο της πρόσφατης επίσκεψης του Γάλλου Προέδρου Emmanuel Macron στη Γερμανία. Ανέφερε ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια υπαρξιακή απειλή, κυριολεκτικά «μπορεί να πεθάνει» λόγω των προβλημάτων που έχουν ενσκήψει. Αυτό το είπε πρόσφατα και στη Σορβόννη μιλώντας και πάλι για την απειλή της ακροδεξιάς. «Ο άνεμος που φυσάει είναι κακός, οπότε είναι ώρα να ξυπνήσουμε. Ας διπλασιάσουμε τον ευρωπαϊκό μας προϋπολογισμό», πρότεινε ο Macron. «Η Ευρώπη χρειάζεται μια μεγάλης κλίμακας επενδυτική χρηματοδότηση και η Γαλλία θέλει να αναλάβουν όλοι ένα νέο κοινό χρέος και να υιοθετήσουν μέτρα σοκ», υπογράμμισε ο Γάλλος πρόεδρος.
Το αποκορύφωμα της επίσκεψης ήταν οι διαπραγματεύσεις με τον Scholz. Οι ηγέτες επανέλαβαν τα σημεία του κοινού άρθρου, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στην ουκρανική κρίση. Ο Macron πίεσε ώστε να επιτραπεί στην Ουκρανία να επιτεθεί στο ρωσικό έδαφος με δυτικά όπλα. «Πρέπει να τους επιτρέψουμε να εξουδετερώσουν τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις από τις οποίες εκτοξεύονται οι πύραυλοι», είπε χαρακτηριστικά. «Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, η Ουκρανία έχει κάθε ευκαιρία να υπερασπιστεί τον εαυτό της», απάντησε ο Scholz αποφεύγοντας τις άμεσες διατυπώσεις. Η αντίδραση στην πολυδιαφημισμένη αλλά στην πραγματικότητα άκαρπη επίσκεψη δεν άργησε να έρθει.
«Η Ευρώπη δεν είναι σίγουρη ότι αυτοί οι δύο -ο θρυλικός γαλλογερμανικός κινητήρας της Ε.Ε.- θα πρέπει να συνεχίσουν να ηγούνται» γράφει το Politico , επικαλούμενο πηγές. Ούτε η Γαλλία ούτε η Γερμανία μπορούν να προσφέρουν στην Ε.Ε. μια σαφή εικόνα για το μέλλον. «Ακόμη και όταν το Παρίσι και το Βερολίνο καταφέρνουν να καταλήξουν σε συναίνεση, οι προσπάθειές τους να οδηγήσουν και να παρακινήσουν άλλους να τους ακολουθήσουν αποτυγχάνουν», προσθέτει η δημοσίευση.
Ορισμένοι ειδικοί πιστεύουν ότι το πρόβλημα διογκώνεται. Η Hélène Mear-Delacroix, ειδική στη γερμανική ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, για παράδειγμα, λέει: Ολόκληρη η ιστορία των γαλλογερμανικών σχέσεων είναι μια ιστορία διαφωνιών και αναζήτησης συμβιβασμών. Αλλά οι πολιτικοί παρατηρούν επίσης ότι υπάρχουν λιγότερα σημεία επαφής από ποτέ. «Ο Macron αξίζει μια απάντηση στις πρωτοβουλίες του, στις τακτικές, αν όχι συνεχείς κινήσεις προσέγγισης.
Οι Γερμανοί πολιτικοί αντιδρούν πολύ διστακτικά», λέει, ειδικότερα, ο Hendrik Wüst, πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Όποια και αν είναι τα κίνητρα του Γάλλου Προέδρου και τoυ Γερμανού καγκελαρίου η αλληλεπίδρασή τους εξακολουθεί να είναι καταστροφική, λέει ο Manfred Weber, ηγέτης του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος του μεγαλύτερου στο Ευρωκοινοβούλιο.
Σύμφωνα με τον ίδιο, τόσο οι δηλώσεις του Macron για πιθανή αποστολή στρατευμάτων του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία όσο και η άρνηση του Scholz να προμηθεύσει το Κίεβο με πυραύλους Taurus κλονίζουν τη συμμαχία. «Και οι δύο ηγέτες, στο Παρίσι και στο Βερολίνο, τώρα διχάζουν, δεν ενώνουν και αυτό δεν είναι καλό για την Ευρώπη», καταλήγει. Έτσι, η περιοδεία του Macron δεν έφερε την αναμενόμενη ικανοποίηση ούτε στην Ευρώπη ούτε στην Ουκρανία, που το έβλεπε το ταξίδι του Γάλλου Προέδρου με ελπίδα.
Διαβάστε ακόμη
- Με… ρωσικά κεφάλαια θα χρηματοδοτείται η Ουκρανία
- Το μήνυμα της κάλπης των ευρωεκλογών δεν έφτασε ποτέ στο Μαξίμου
- Γιατί η Νέα Δημοκρατία έχασε 16 μονάδες μέσα σε έναν χρόνο στην Πύλο
- Η «selfie» του γαλάζιου βουλευτή Πιερίας με τον νεκρό Μητροπολίτη