Η ελληνική οικονομία διέρχεται μία δύσκολη περίοδο, όπου κυριαρχεί η ανησυχία για την διαρκή αύξηση των τιμών, τον υψηλό πληθωρισμό, τη διόγκωση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων και, ευρύτερα, την εκτίναξη του κόστους ζωής. Στην ουσία βρίσκεται αντιμέτωπη με τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης, που απορρέουν από τη στενή διασύνδεση των εξελίξεων στις αγορές ενέργειας με την υπόλοιπη οικονομική δραστηριότητα.
Το φαινόμενο φυσικά δεν είναι μόνο ελληνικό, αφού η κρίση που έχει προκληθεί με την εκρηκτική αύξηση των τιμών στην ενέργεια έχει παγκόσμιες διαστάσεις, αν και στο επίκεντρο της κρίσης βρίσκονται οι ευρωπαϊκές οικονομίες, λόγω της ενεργοβόρας φύσης τους και της υψηλής εξάρτησης από το φυσικό αέριο. Όπως επεσήμανε πρόσφατα και το ΕΒΕΠ, ειδικά για την Ευρώπη, οι ανησυχίες, ιδιαίτερα από το ξέσπασμα του πολέμου μεταξύ Ρωσίας Ουκρανίας και μετά έχουν να κάνουν με ένα απαιτητικό και ταραγμένο περιβάλλον.
Αβέβαιη κατάσταση
Πρόκειται για μία αβέβαιη κατάσταση, με τις τιμές της ενέργειας να εκτοξεύονται στα ύψη, ένα περιβάλλον πρόκλησης με υψηλό πληθωρισμό και χαμηλή εμπιστοσύνη, το οικονομικό κλίμα και οι προσδοκίες για την απασχόληση να μειώνονται, οι διαφορετικές επιδόσεις ανάλογα με κατηγορίες και κλάδους, καθώς και τις οικονομικές προβλέψεις να συρρικνώνονται λόγω εκτόξευσης του πληθωρισμού παγκοσμίως.
Την ίδια ώρα, ο διψήφιος ευρωπαϊκός πληθωρισμός επιχειρείται, σύμφωνα με το ΕΒΕΠ, να αντιμετωπισθεί από την ΕΚΤ με υψηλά επιτόκια 11 ετών στην Ευρωζώνη, αυτόματα σημαίνει πως η πλειονότητα των υφιστάμενων και νέων δανείων θα καθίσταται ολοένα και πιο ακριβή, επιβαρύνοντας τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και τους ισολογισμούς των επιχειρήσεων. Όπως και νά ’χει, ο πληθωρισμός συνεχίζει να επιταχύνει σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία του Σεπτεμβρίου, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρωζώνη, ενισχύοντας και το κλίμα αβεβαιότητας που έχει επικρατήσει τους τελευταίους μήνες.
Σημάδια αποκλιμάκωσης των τιμών;
Σύμφωνα και με σχετική ανάλυση της τράπεζας Alpha Bank, οι τιμές εισροών και εισαγωγών σε βασικούς τομείς που επηρεάζονται σημαντικά από τον πόλεμο στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση, όπως ο πρωτογενής τομέας και η βιομηχανία, κινούνταν έντονα ανοδικά μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, με αποτέλεσμα να επιβαρύνουν σημαντικά το γενικό επίπεδο τιμών. Ωστόσο, η τιμή του φυσικού αερίου στην Ευρώπη ωστόσο αποκλιμακώνεται με επιταχυνόμενο ρυθμό από το τέλος του καλοκαιριού.
Συγκεκριμένα, μειώθηκε κατά περίπου 42% εντός του τρέχοντος μηνός, έναντι ηπιότερης μείωσης τον Σεπτέμβριο, κατά 28%. Στις 24 Οκτωβρίου μάλιστα, η χρηματιστηριακή τιμή του φυσικού αερίου (TTF) μάλιστα, υποχώρησε κάτω από τα 100 ευρώ/μεγαβατώρα, για πρώτη φορά από τον Ιούνιο. Η εξέλιξη αυτή, κατά την Αlpha Bank, ενδεχομένως αποτελεί ένδειξη υποχώρησης της αβεβαιότητας. Επιπροσθέτως, συνδέεται με τα υψηλά ποσοστά αποθήκευσης φυσικού αερίου που επετεύχθησαν, αλλά και με τις πρόσφατες ανακοινώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Ε.Ε.) και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τη λήψη πρόσθετων μέτρων, με σκοπό την καταπολέμηση των υψηλών τιμών της ενέργειας και την κατοχύρωση της ασφάλειας του εφοδιασμού.
Ειδικά για την Ελλάδα, η υψηλή συμβολή των τιμών της ενέργειας στον πληθωρισμό και στο κόστος των πρώτων υλών κατά τους τελευταίους μήνες, αναδεικνύει αφενός τη σημασία της πρόσφατης πτώσης της τιμής του φυσικού αερίου στην Ευρώπη και αφετέρου την αναγκαιότητα να αποδειχθούν αποτελεσματικά τα μέτρα που αναμένεται να εφαρμοστούν από την Ε.Ε., με σκοπό την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης. Η υποχώρηση του κόστους της ενέργειας ενδέχεται να αποδυναμώσει τις πληθωριστικές προσδοκίες, οι οποίες παραμένουν σε έντονα θετικό έδαφος.
Έτσι θα αποτραπεί ή θα περιοριστεί η εμφάνιση δευτερογενών επιπτώσεων στις τιμές των υπολοίπων προϊόντων, υπηρεσιών και αμοιβών. Τέλος, η εξομάλυνση των τιμών της ενέργειας θα μετριάσει το κόστος των δημοσιονομικών παρεμβάσεων που έχει υιοθετήσει η ελληνική κυβέρνηση, τα οποία προβλέπουν, μεταξύ άλλων, επιδοτήσεις στην κατανάλωση της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, με θετικές επιπτώσεις τόσο στο πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης, όσο και στην οικονομική δραστηριότητα, για το τρέχον και το επόμενο έτος.
Συμπερασματικά, η πρόσφατη μεγάλη πτώση της τιμής του φυσικού αερίου στην Ευρώπη είναι μια ιδιαίτερα ενθαρρυντική εξέλιξη.
Η ανάλυση της Alpha Bank
Ωστόσο, είναι καθοριστικής σημασίας η υποχώρηση της τιμής να αποκτήσει διάρκεια, καθώς στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με την Alpha Bank:
Πρώτον, θα συμβάλει στον μετριασμό των πληθωριστικών πιέσεων. Σημειώνεται ότι, βάσει του Προσχεδίου του Προϋπολογισμού 2023, ο ΕνΔΤΚ στην Ελλάδα αναμένεται να αυξηθεί κατά 3% το 2023 έναντι 8,8% το 2022, ενώ η πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τον ΕνΔΤΚ στην Ευρωζώνη είναι 5,5% το 2023 έναντι 8,1% το 2022.
Δεύτερον, θα μετριάσει τις προσδοκίες των καταναλωτών και των επιχειρήσεων για την εξέλιξη των τιμών τους επόμενους μήνες, οι οποίες παραμένουν έντονα θετικές τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρωζώνη. Στη χώρα μας, οι πληθωριστικές προσδοκίες είναι πιο έντονες μεταξύ των καταναλωτών και των επιχειρηματιών στο λιανικό εμπόριο και ακολουθούν οι υπόλοιποι τομείς, ενώ στην Ευρωζώνη έντονα ανοδικά κινούνται και οι προσδοκίες για την εξέλιξη των τιμών στη βιομηχανία και στις κατασκευές.
Η αύξηση των επιτοκίων και το εμπορικό ισοζύγιο στις παρενέργειες του πληθωρισμού
Εν τω μεταξύ, παρά την επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης των περισσότερων οικονομιών παγκοσμίως, η ενίσχυση του πληθωρισμού σε πολυετή μέγιστα επίπεδα και η χαμηλή ανεργία σε πολλές χώρες, έχουν οδηγήσει της Κεντρικές Τράπεζες να στραφούν σε λιγότερο επεκτατικές πολιτικές ώστε να επιτύχουν τον πρωτεύοντα στόχο τους, τη σταθερότητα των τιμών.
Όπως σημειώνει στην πρόσφατη έκθεσή του το ΙΟΒΕ, η FED, αύξησε το βασικό της επιτόκιο κατά 75 μονάδες βάσης το Σεπτέμβριο, στο 3,00%-3,25%, μετά την ισόποση αύξηση τον Ιούνιο, ενώ ετοιμάζεται για μελλοντική αύξηση επιτοκίων, εφόσον κάτι τέτοιο απαιτηθεί. Η αύξηση των επιτοκίων από τη FED είχε ως αποτέλεσμα την υποτίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου. Η ΕΚΤ αποφάσισε στην τελευταία συνεδρίασή της στις αρχές Σεπτεμβρίου, να αυξήσει, για δεύτερη φορά φέτος, τα παρεμβατικά επιτόκια κατά 75 μ.β., με προοπτικές περαιτέρω ανόδου σε τουλάχιστον ακόμα 2 συνεδριάσεις.
Άμεση ήταν η αντίδραση των επενδυτών στην ανακοίνωση των υψηλότερων επιτοκίων, με το κόστος δανεισμού των κρατών – μελών να αυξάνεται. Παράλληλα, οι τιμές των μετοχών υποχώρησαν, ενώ το spread των εταιρικών ομολόγων διευρύνθηκε αρκετά, μειώνοντας ακολούθως τον χρηματοοικονομικό πλούτο των επενδυτών. Επιπλέον, η άνοδος αυτή των επιτοκίων αναμένεται να επηρεάσει ιδιαίτερα αρνητικά τις ήδη υπάρχουσες δανειακές υποχρεώσεις, καθώς και το κόστος του νέου δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, με αποτέλεσμα την επιβράδυνση των επενδύσεων και της κατανάλωσης αντιστοίχως. Αντίθετα με τα ονομαστικά επιτόκια, τα πραγματικά επιτόκια είναι πιθανό να συνεχίσουν την καθοδική τους πορεία λόγω του υψηλότερου αναμενόμενου πληθωρισμού.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, παρά το γεγονός ότι η άνοδος του πληθωρισμού οφείλεται κυρίως σε περιορισμούς στην πλευρά της προσφοράς, τους οποίους η νομισματική πολιτική δεν μπορεί να επηρεάσει, οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως έχουν καταστήσει σαφές πως θα συνεχίσουν τις παρεμβάσεις στο ύψος των βασικών τους επιτοκίων, στοχεύοντας να περιορίσουν την υπερβάλλουσα ζήτηση που δημιουργείται ώστε να ελέγξουν εγκαίρως τον υψηλό πληθωρισμό πριν εδραιωθεί. Η περιοριστική αυτή νομισματική πολιτική, σε συνδυασμό με την στασιμότητα της οικονομικής δραστηριότητας καθιστούν ορατό τον κίνδυνο ύφεσης μεσοπρόθεσμα.
Εξάρτηση από εισαγωγές ενέργειας
Από την άλλη, για μια μικρή ανοικτή οικονομία, όπως η ελληνική, με υψηλή εξάρτηση από εισαγωγές ενέργειας, οι διαταραχές στις τιμές ενέργειας αποτελούν έναν εξωγενή παράγοντα που δύναται να την επηρεάσει σημαντικά και μέσω δημιουργίας ανισορροπιών στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η διόγκωση του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο και κατ’ επέκταση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών υποδηλώνει ένα έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του κόστους δανεισμού και σε πρόσθετους κινδύνους για τη διαχείριση του δημόσιου χρέους.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, με την ισχυρή άνοδο της τουριστικής κίνησης οι εξαγωγές υπηρεσιών παρουσίασαν ετήσια αύξηση κατά 42%, με μεγαλύτερο μέρος του τομέα τουρισμού να στρέφεται στην προσφορά υπηρεσιών υψηλής αξίας. Σημειώνεται και η συστηματική ενίσχυση της εξωστρέφειας της εγχώριας οικονομίας, με τον λόγο του αθροίσματος των εισαγωγών – εξαγωγών προς το ΑΕΠ να διαμορφώνεται στο ιστορικό υψηλό του 82% το 2ο τρίμηνο του 2022. Ωστόσο, η βελτίωση στα ισοζύγια Υπηρεσιών δεν ήταν αρκετή ώστε να αντισταθμίσει την επιδείνωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο Αγαθών.
Το αποτέλεσμα ήταν στο πρώτο επτάμηνο του 2022, το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ) να εμφανίσει έλλειμμα €9,7 δισ., αυξημένο σε σύγκριση με το 2021 (€6,8 δισ.), με τάση να προσεγγίζει το 7% του ΑΕΠ. Η δυναμική των εξαγωγών αναμένεται να μειωθεί τους επόμενους μήνες με το τέλος της τουριστικής περιόδου, ενώ μείωση της δυναμικής αναμένεται και στον τομές των εισαγωγών, τουλάχιστον κατά το μέρος εκείνο που οφείλεται στην κατανάλωση. Από τη άλλη πλευρά, το μέρος των εισαγωγών που αφορά τα ενδιάμεσα αγαθά της εγχώριας παραγωγής πιθανά να επιβραδυνθεί λιγότερο, με αποτέλεσμα την επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου και την επανεμφάνιση των υψηλών «διπλών ελλειμμάτων», τα οποία όπως έχει αποδειχθεί και στο παρελθόν είναι ιδιαίτερα επιζήμια για την ελληνική οικονομία.
Ταμείο Ανάκαμψης, επενδύσεις και χρέη ιδιωτικού τομέα
Πάντως, όπως επισημαίνει το ΙΟΒΕ, στην προσπάθεια εξόδου της από την πανδημική κρίση και τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία, η ελληνική κυβέρνηση, όπως και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, απέκτησαν το 2021 ένα ισχυρό χρηματοδοτικό εργαλείο εξαετούς διάρκειας, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ).
Συγκεκριμένα, η Ελλάδα θα λάβει €31,16 δισ. (€18,43 δισ. με τη μορφή επιχορηγήσεων και €12,73 δισ. με τη μορφή δανείων) έως το 2026, τα οποία θα χρηματοδοτήσουν 107 επενδυτικές προτάσεις με την προϋπόθεση υλοποίησης 68 μεταρρυθμίσεων, και με στόχο τα κεφάλαια αυτά να κινητοποιήσουν €60 δισ. συνολικές επενδύσεις στη χώρα στα επόμενα πέντε χρόνια.
Μέχρι σήμερα, η αξία των έργων που έχουν υποβληθεί στο σκέλος των επιδοτήσεων του Ταμείου υπερβαίνουν τα €11,0 δισ. ενώ στο σκέλος των δανείων διαμορφώνεται στα €3,9 δισ. Η πρώτη δόση ύψους €3,56 δισ. εκταμιεύτηκε τον περασμένο Απρίλιο, ενώ το υπουργείο Οικονομικών υπέβαλε στα τέλη Σεπτεμβρίου την αίτηση για την δεύτερη δόση από το Ταμείο Ανάκαμψης, που αντιστοιχεί σε πόρους ύψους €3,56 δισ.
Οι μεταρρυθμίσεις σε βασικούς τομείς
Οι προκλήσεις και τα ζητήματα που προαναφέρθηκαν, καθιστούν περισσότερο επιτακτική την έγκαιρη και αποδοτική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει εκτιμήσει πως αν επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις σε βασικούς τομείς, π.χ. μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, στην πρωτοβάθμια υγεία και στην εκπαίδευση, το ΑΕΠ αναμένεται να ενισχυθεί πάνω από 6% μακροπρόθεσμα. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί πως οι μεταρρυθμίσεις το τελευταίο διάστημα παρουσιάζουν κάποια επιβράδυνση και ίσως καθυστερήσουν περαιτέρω σε ένα σενάριο παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου το 2023.
Παράλληλα, το γενικότερα επιβαρυμένο οικονομικό κλίμα λειτουργεί ανασταλτικά στην πορεία των επενδύσεων, με τις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου να παρουσιάζουν ηπιότερη αύξηση, της τάξης του 8,7% ετησίως, κατά το 2ο τρίμηνο του 2022 (έναντι 13% στο προηγούμενο τρίμηνο) και αρκετά ετερόκλητες τάσεις στις συνιστώσες τους. Επίσης, το μεγαλύτερο ποσοστό των επενδύσεων από τα έκτακτα προγράμματα τόνωσης ρευστότητας για την αντιμετώπιση της πανδημίας (π.χ. συγχρηματοδοτούμενα εγγυοδοτικά προγράμματα) φαίνεται να χρησιμοποιήθηκαν για κεφάλαια κίνησης, ενώ το επενδυτικό κενό σε πάγιο εξοπλισμό των επιχειρήσεων παραμένει σημαντικό.
Η ισχυρή άνοδος του πληθωρισμού και ο κίνδυνος δημιουργίας μιας «σπείρας» αυξήσεων μεταξύ μισθών και τιμών, σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους νέου δανεισμού, συρρικνώνουν τα κέρδη των επιχειρήσεων και επιβραδύνουν περαιτέρω τις επενδύσεις. Κρίνεται, επομένως, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, ιδιαίτερα αναγκαία η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς οι επενδύσεις αναμένεται να αποτελέσουν βασικό παράγοντα για τη διατήρηση της ανοδικής πορείας του ΑΕΠ, ιδιαίτερα όταν ο τουρισμός που αποτέλεσε τον βασικό μοχλό ανάπτυξης κατά το τρέχον έτος, έχει ήδη προσεγγίσει τα επίπεδα – ρεκόρ του 2019.
Μέχρι σήμερα, έχουν προεγκριθεί 57 επενδυτικά σχέδια, συνολικού προϋπολογισμού €2,64 δισ., εκ των οποίων €1,23 δισ. είναι δάνεια του Ταμείου, €797 εκατ. κεφάλαια τραπεζών και €615 εκατ. ίδια κεφάλαια των επενδυτών. Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης θα διοχετευθούν σε διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας, όπως είναι οι υπηρεσίες, το εμπόριο, η ενέργεια, οι κατασκευές, ο τουρισμός, η μεταποίηση και οι μεταφορές και αφορούν την ενδυνάμωση της εξωστρέφειας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων (€4,8 δισ. μέσω επιδοτήσεων και €3,2 δισ. (μέσω δανείων), καθώς και την προώθηση των συγχωνεύσεων και των εξαγορών (€0,7 δισ. μέσω δανείων).
Τέλος, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από ακόμα μία σημαντική ανισορροπία που επηρεάζει τα δημόσια οικονομικά, τις οφειλές του ιδιωτικού τομέα. Σύμφωνα με τη τοποθέτηση της Ειδικής Γραμματέως Ιδιωτικού Χρέους τον Ιούλιο, το ιδιωτικό χρέος στην Ελλάδα ανέρχεται στο 125% του ΑΕΠ, με τα ληξιπρόθεσμα χρέη να φτάνουν τα €251 δισ. (με πάνω από €150 δισ. σε δημόσιους φορείς) και παραμένουν ένα βασικό βάρος στην ελληνική οικονομία.
Επίδραση στα δημόσια οικονομικά
Ιδιαίτερα σημαντική και αρνητική αναμένεται να είναι και η επίδραση της αύξησης των επιτοκίων στις προαναφερθείσες οφειλές. Άλλοι παράγοντες που δύνανται να επιβαρύνουν μελλοντικά τον δημοσιονομικό προϋπολογισμό είναι η ενεργοποίηση των κρατικών εγγυήσεων που εκδόθηκαν στο πλαίσιο των μέτρων στήριξης, καθώς και η εκκρεμής απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για την αναδρομική αποζημίωση για περικοπές στις επικουρικές συντάξεις και τα εποχικά επιδόματα. Εάν δεν εισέλθει η ελληνική οικονομία σε φάση σταθερής και δυναμικής ανάκαμψης τα επόμενα χρόνια, αυτές οι τάσεις θα ασκήσουν σημαντική επίδραση στα δημόσια οικονομικά και τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της.