Αναπόφευκτο γεγονός, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, η εκτίναξη του πληθωρισμού σε επίπεδα, που η χώρα έχει να δει χρόνια. Οι ισχυρές πιέσεις από την ραγδαία άνοδο στις διεθνείς τιμές των καυσίμων και της ενέργειας, δεν θα μπορούσαν παρά να έχουν σοβαρές επιπτώσεις σε μία οικονομία που, και ενεργοβόρος είναι, και εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, όπως η ελληνική.
Το τέρας του πληθωρισμού και η ενέργεια – Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης
Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, σημειώθηκε εκρηκτική αύξηση του πληθωρισμού κατά 6,2% τον Ιανουάριο του 2022, έναντι μείωσης 2% τον αντίστοιχο μήνα του 2020.Πρόκεται για τον υψηλότερο πληθωρισμό από την ένταξη της χώρας στην Ευρωζώνη (Ιανουάριος 2001:3,4%). Και όχι μόνο αυτό. Πληθωρισμός 6% καταγράφηκε για τελευταία φορά τον Μάρτιο του 1997, όταν η χώρα προσπαθούσε να πιάσει τα κριτήρια εισόδου στην ΟΝΕ!
Η άνοδος του πληθωρισμού τον Ιανουάριο προήλθε κυρίως από τις αυξήσεις στους δείκτες κατά:
- 22,6% στην ομάδα Στέγαση, λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε ενοίκια κατοικιών, ηλεκτρισμό, φυσικό αέριο, πετρέλαιο θέρμανσης.
- 11,1% στην ομάδα Μεταφορές, λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε καύσιμα και λιπαντικά
- 7,0% στην ομάδα Ένδυση και υπόδηση, λόγω αύξησης των τιμών στα είδη ένδυσης και υπόδησης.
- 5,2% στην ομάδα Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά, λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε: αλεύρι και άλλα δημητριακά, ψωμί, ζυμαρικά, μοσχάρι, αρνί και κατσίκι, πουλερικά, νωπά ψάρια, γιαούρτι, τυριά, ελαιόλαδο, νωπά φρούτα, νωπά λαχανικά, κλπ.
Σε ό,τι αφορά τις ανατιμήσεις σε μία σειρά αγαθά και υπηρεσίες, είναι ξεκάθαρο από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ότι το πρόβλημα εντοπίζεται στα καύσιμα, το ηλεκτρικό ρέυμα και τα τρόφιμα. Ειδικότερα: Φυσικό αέριο: 154,8%. Ηλεκτρισμός: 56,7%. Πετρέλαιο θέρμανσης: 36,0%. Καύσιμα και λιπαντικά: 21,6%. Αρνί και κατσίκι:17,6%. Άλλα βρώσιμα έλαια:17,3%. Ελαιόλαδο:15,4%. Λαχανικά νωπά: 14,4%. Φρούτα νωπά: 8,4%. Ζυμαρικά: 7,1%. Αλεύρι και άλλα δημητριακά: 6,6%. Τυριά: 6,3%.
Η εικόνα του πληθωρισμού στην Ευρώπη
Φυσικά η Ελλάδα ακολουθεί τις ανατιμητικές τάσεις που επικρατούν παγκοσμίως, διότι η πραγματικότητα είναι ότι ο υψηλός πληθωρισμός είναι ένα διεθνές φαινόμενο. Πιο συγκεκριμένα, ο πληθωρισμός στην Ευρώπη βρίσκεται πλέον στο υψηλότερο επίπεδο από το 1997. Ο ετήσιος πληθωρισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν 5,3% τον Δεκέμβριο του 2021, από 4,4%. Ένα χρόνο νωρίτερα, το ποσοστό ήταν 0,2%.
Ο ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού στην Ευρωζώνη ήταν 5,1% τον Δεκέμβριο του 2021, από 4,1% τον Οκτώβριο. Ένα χρόνο νωρίτερα, το ποσοστό ήταν -0,3%. Ο ΟΟΣΑ αναμένει ότι ο τρέχων πληθωρισμός θα φτάσει στο ανώτατο όριο τον χειμώνα του 2022 και, στη συνέχεια, θα επιβραδυνθεί σε περίπου 3% έως το 2023. Βασικοί παράγοντες που τροφοδοτούν τον πληθωρισμό περιλαμβάνουν το ενεργειακό κόστος, το κόστος των πρώτων υλών και ακολουθούν οι τιμές των υπηρεσιών και των βιομηχανικών αγαθών.
Η μεγαλύτερη συμβολή στον ετήσιο ρυθμό πληθωρισμού της ζώνης του ευρώ ήταν από την ενέργεια (+2,57 ποσοστιαίες μονάδες), ακολουθούμενη από τις υπηρεσίες (+1,16), μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά (+0,64) και τρόφιμα, αλκοόλ και καπνός (+0,49). Οι αυξήσεις των τιμών στα γεωργικά προϊόντα είναι επίσης ιδιαίτερα υψηλές. Ο δείκτης τιμών των τροφίμων του FAO για το 2021 ήταν 28% υψηλότερος σε ετήσια βάση από το 2020. Οι υψηλότερες αυξήσεις παρατηρούνται στα φυτικά έλαια, τη ζάχαρη και τα δημητριακά.
Ταυτόχρονα η παγκόσμια ανάκαμψη συνεχίζεται, με τον κόσμο να αντιμετωπίζει καλύτερα την πανδημία από ό,τι στο παρελθόν, και οι νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές αναμένεται να παραμείνουν γενικά υποστηρικτικές καθ’ όλη τη διάρκεια του 2022, αλλά υπάρχουν σημάδια πίεσης στις κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια. Η αυξημένη ζήτηση μπορεί να συμβάλει σε υψηλότερες τιμές. Ωστόσο, ο αυξανόμενος πληθωρισμός και οι τιμές των εμπορευμάτων, οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού και οι διαταραχές στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, επηρεάζουν αρνητικά τις αλυσίδες εφοδιασμού στην Ευρώπη, τόσο για τρόφιμα, όσο και για μη εδώδιμα προϊόντα μέσω υψηλότερων τιμών.
Τα αίτια των εντεινόμενων πληθωριστικών πιέσεων
Η επιτάχυνση του πληθωρισμού διεθνώς αντανακλά τη συνδυαστική επίδραση μιας σειράς προσωρινών, κατά βάση, παραγόντων αλλά και ορισμένες διαρθρωτικές αιτίες που εντάθηκαν εξαιτίας της, ταχύτερης από το αναμενόμενο, ανάκαμψης της διεθνούς οικονομίας μετά την απότομη συρρίκνωση της δραστηριότητας το 2020, λόγω της πανδημίας.
Όπως επισημαίνει σε πρόσφατη σχετική ανάλυση η Εθνική Τράπεζα, η ανάκαμψη ενδυναμώθηκε περαιτέρω από την υλοποίηση των δαπανών, που τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις είχαν αναστείλει κατά τον προηγούμενο χρόνο, υπό το βάρος της αβεβαιότητας και πρωτοφανών περιορισμών στην οικονομική δραστηριότητα. Ο επιχειρηματικός τομέας – και ειδικά ο μεταποιητικός – προσπάθησε να ανταποκριθεί στην εντονότερη και ταχύτερη από το αναμενόμενο ενίσχυση της δραστηριότητας, επιταχύνοντας παραγγελίες, παραγωγή, προσλήψεις και επενδύσεις.
Αναπόφευκτα, αυτή η συγχρονισμένη επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας αύξησε τη ζήτηση για ενέργεια, πρώτες ύλες, αλλά και διαρκή καταναλωτικά και κεφαλαιουχικά αγαθά, μετά από μια χρονιά απότομης συρρίκνωσης της ζήτησης και αναστολής ή επιβράδυνσης των ιδιωτικών επενδύσεων. Ακόμη και η ζήτηση για συγκεκριμένες κατηγορίες αγροτικών εμπορευμάτων (κυρίως τροφίμων), η οποία δεν είχε επηρεαστεί ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, εμφάνισε περαιτέρω άνοδο στο 9μηνο του 2021, λόγω του ανοίγματος των οικονομιών.
Αργή προσαρμογή
H απότομη ενίσχυση της ζήτησης συνδυάστηκε με τη σχετικά αργή προσαρμογή της προσφοράς, η οποία εν μέρει οφείλεται σε φυσικούς περιορισμούς (σε τομείς όπως η πρωτογενής παραγωγή και οι εξορύξεις) αλλά αντανακλά και δυσλειτουργίες στη διεθνή εφοδιαστική αλυσίδα. Η αυξανόμενη πίεση για ταχεία μεταφορά πρώτων υλών, ενδιάμεσων και τελικών αγαθών παγκοσμίως οδήγησε αναπόφευκτα σε εφοδιαστικές καθυστερήσεις, ελλείψεις και αύξηση του μεταφορικού και παραγωγικού κόστους.
Πρόσθετοι παράγοντες από την πλευρά των υπηρεσιών (ειδικά των μεταφορικών) ενεργοποιήθηκαν, επιτείνοντας την άνοδο των τιμών. Το άλμα – λόγω υπερβάλλουσας ζήτησης – στους ναύλους μεταφοράς εμπορευμάτων, μέσω της ποντοπόρου ναυτιλίας αλλά και στις αεροπορικές και οδικές εμπορευματικές μεταφορές, λειτούργησε ως πολλαπλασιαστής των ανατιμήσεων, ενισχύοντας παράλληλα την τιμολογιακή δύναμη εναλλακτικών προμηθευτών.
Οι ανατιμήσεις στον τομέα της ενέργειας
Από κει και πέρα, η ΕΤΕ επισημαίνει ότι, οι τιμές ενέργειας αποτελούν τον πλέον κομβικό παράγοντα και τη βασική πηγή ανησυχίας αναφορικά με τις επιπτώσεις τους, ενόψει και του επερχόμενου χειμώνα στο βόρειο ημισφαίριο, όπου συγκεντρώνεται και το μεγαλύτερο ποσοστό της παγκόσμιας κατανάλωσης ενέργειας από νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Οι ενεργειακές ανατιμήσεις αντανακλούν ένα ντόμινο εξελίξεων που ξεκίνησε από τα τέλη του 2020, με έναυσμα την αλματώδη αύξηση της ζήτησης από την Κίνα, η οικονομία της οποίας ανέκαμψε ταχύτερα και εντονότερα. Η μεγάλη ζήτηση από τη βιομηχανία οδήγησε σε αυξημένη κατανάλωση άνθρακα, δημιουργώντας ανοδικές πιέσεις στην τιμή του, η οποία έφτασε τον Οκτώβριο στο ιστορικό υψηλό των 208 €/τόνο (+321% ετησίως ).
H ανωτέρω τάση συνδυάστηκε με μια συγχρονισμένη και επιταχυνόμενη άνοδο των τιμών φυσικού αερίου, άνθρακα και πετρελαίου, εν μέσω συντονισμένης ανάκαμψης της παγκόσμιας παραγωγής. Έκτακτοι παράγοντες, όπως ο σχετικά σφοδρός χειμώνας του 2020 και το πολύ ζεστό καλοκαίρι του 2021 σε πολλές περιοχές του κόσμου, που συνοδεύτηκαν από μείωση των αποθεμάτων φυσικού αερίου διεθνώς – το οποίο, μεταξύ άλλων, έχει αυξημένη συνεισφορά στην ηλεκτροπαραγωγή – αλλά και η εποχική μείωση της απόδοσης των ΑΠΕ, επιδείνωσαν την κατάσταση.
Πρωτόγνωρος ανταγωνισμός
Οι προσπάθειες των κρατών για ενίσχυση των αποθεμάτων αερίου οδήγησαν σε πρωτόγνωρο ανταγωνισμό για προσέλκυση φορτίων υγροποιημένου φυσικού αερίου (Liquified Natural Gas – LNG) ή/και αιτήματα για αναδιαπραγμάτευση συμβολαίων για μεταφορά μεγαλύτερων ποσοτήτων μέσω αγωγών, ωθώντας τη διεθνή τιμή φυσικού αερίου σε διαδοχικά ιστορικά υψηλά.
Η επανάκαμψη της αβεβαιότητας, εν μέσω σημαντικών αυξήσεων του ενεργειακού κόστους, άρχισε να δημιουργεί τις πρώτες σοβαρές δευτερογενείς επιδράσεις στην παραγωγή, με ορισμένες βιομηχανίες έντασης ενέργειας (λ.χ. λιπάσματα, σκυρόδεμα, χημικά, μέταλλα κ.α.) να επιβραδύνουν ή να αναστέλλουν τη λειτουργία γραμμών παραγωγής τους, δημιουργώντας νέα ανοδική πίεση στις τιμές από το σκέλος της προσφοράς και υπογραμμίζοντας τον κομβικό ρόλο των ενεργειακών τιμών στην ανατροφοδότηση των πληθωριστικών πιέσεων.
Στη μεγαλύτερη πίεση στην ευρωπαϊκή αγορά συνέτειναν και πρόσθετοι παράγοντες από το σκέλος της προσφοράς. Συγκεκριμένα, η καθυστέρηση έγκρισης της λειτουργίας του αγωγού Nordstream 2 και η κρίση στην Ουκρανία, που έδωσε αφορμή στη Ρωσία να αναβάλει τη διοχέτευση αυξημένης ποσότητας αερίου από τις υφιστάμενες διασυνδέσεις με την ΕΕ – καθώς και η αναστολή νέων επενδύσεων και η περαιτέρω μείωση της εξορυκτικής δραστηριότητας εντός της ΕΕ, με το σταδιακό κλείσιμο του βασικού ευρωπαϊκού κοιτάσματος φυσικού αερίου του Γκρόνιγκεν στην Ολλανδία, επέτειναν την πίεση στην ευρωπαϊκή αγορά.
Αν και γενικότερα αναγνωρίζεται ότι τα θεμελιώδη μεγέθη της διεθνούς αγοράς υποδηλώνουν επαρκέστατη παραγωγή αερίου για την κάλυψη των αναγκών της παγκόσμιας οικονομίας για δεκαετίες – δεδομένου ότι προχωρά παράλληλα και η «πράσινη» μετάβαση και υλοποιούνται νέες επενδύσεις για αξιοποίηση νέων μεγάλων κοιτασμάτων, κυρίως στη Ρωσία και τις ΗΠΑ η ύπαρξη βραχυπρόθεσμων ανισορροπιών δεν μπορεί να αποτραπεί, ιδιαίτερα σε μια περίοδο αλληλεπίδρασης τόσων πολλών παραγόντων. Και φυσικά υπάρχουν και οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί (βλ. Ουκρανία), που προκαλούν αναταράξεις στις αγορές, ευθύνονται για τις έντονες διακυμάνσεις των τιμών, και τροφοδοτούν την αβεβαιότητα για τις οικονομικές εξελίξεις.
Έκθεση σε διαταραχές
Για την ιστορία να σημειώσουμε, ότι σύμφωνα με τα στοιχεία έκθεσης της Moody’s για τις επιπτώσεις της κρίσης στην Ουκρανία, οι ρωσικές εισαγωγές αντιπροσωπεύουν το 46% των στερεών καυσίμων της Ευρώπης (όπως ο άνθρακας), το 38% του φυσικού αερίου και το 26% του αργού πετρελαίου. Η Γερμανία, η Αυστρία, η Ιταλία και η Ελλάδα, είναι σε μεγάλο βαθμό εκτεθειμένες σε διαταραχές στον εφοδιασμό με ρωσική ενέργεια, κυρίως σε φυσικό αέριο. Ιταλία και Ελλάδα εισάγουν επίσης το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειάς τους (73% και 82% της συνολικής ακαθάριστης εσωτερικής κατανάλωσης ενέργειας, αντίστοιχα). Για την Ελλάδα, η Ρωσία αντιπροσωπεύει το 26% των εισαγωγών πετρελαίου και το 39% των εισαγωγών φυσικού αερίου.
Οι ευρύτερες επιπτώσεις του υψηλού πληθωρισμού
Από την πλευρά του το ΕΒΕΠ επισημαίνει σε σχετική ανάλυση, ότι ο αυξανόμενος πληθωρισμός δημιουργεί αυξανόμενες ανησυχίες για τον αντίκτυπό του στην αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και τον κίνδυνο υπονόμευσης της τρέχουσας ανάκαμψης. Βασικοί παράγοντες, που διέπουν τις αυξήσεις των τιμών, περιλαμβάνουν το αυξημένο κόστος της ενέργειας και των εμπορευμάτων, τη διαταραχή της αλυσίδας εφοδιασμού, την αύξηση της ζήτησης λόγω της ανάκαμψης και τις ελλείψεις στην αγορά.
Οι έμποροι λιανικής και χονδρικής, καθώς και οι επιχειρήσεις μεταποίησης, πλήττονται από τις συνεχιζόμενες αυξήσεις του κόστους τους. Αντιμετωπίζουν επίσης απαιτήσεις από τους προμηθευτές τους με σημαντικές αυξήσεις τιμών συχνά πέρα από την αύξηση του κόστους πρώτων υλών των προμηθευτών.
Ο κλάδος που απορροφά μέρος των αυξήσεων, για να εξασφαλίσει ανταγωνιστικές τιμές στους καταναλωτές, είναι το εμπόριο, με αποτέλεσμα οι αυξήσεις των τιμών να είναι, κατά μέσο όρο, χαμηλότερες από την άνοδο των τιμών των βασικών προϊόντων. Ωστόσο, τα χαμηλά περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων σημαίνουν ότι τα περιθώρια, για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, είναι περιορισμένα.
Ο ανταγωνισμός φέρνει απορρόφηση
Με βάση και τα στοιχεία της Euro Commerce, οι έμποροι χονδρικής και λιανικής στην ΕΕ απορροφούν μέρος των αυξήσεων του κόστους τους για να εξασφαλίσουν ανταγωνιστικές τιμές στους καταναλωτές. Σύμφωνα με τη Eurostat ο υψηλός πληθωρισμός γίνεται αισθητός περισσότερο στα 96,5 εκατ. Ευρωπαίους που ζουν στο όριο της φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, καθώς ο αντίκτυπός είναι μεγαλύτερος σε φθηνότερα προϊόντα και προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Οι αυξήσεις των τιμών καταναλωτή ήταν κατά μέσο όρο χαμηλότερες από τις αυξήσεις των τιμών βασικών προϊόντων.
Οι διανομείς διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο ως το βασικό μέρος της αλυσίδας εφοδιασμού που αντιμετωπίζει ο καταναλωτής και διασφαλίζουν ότι οι καταναλωτές έχουν ευρεία επιλογή ποιοτικών προϊόντων σε προσιτές τιμές. Ο ισχυρός ανταγωνισμός στη λιανική σημαίνει ότι οι έμποροι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να απορροφήσουν μέρος των αυξήσεων των τιμών και να μεταφέρουν τα οφέλη στους καταναλωτές, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, αλλά αυτό επηρεάζει τα ήδη περιορισμένα περιθώρια κέρδους τους έως 3% στον τομέα πώλησης τροφίμων.
Το χονδρικό και λιανικό εμπόριο αντιμετωπίζει πρόσθετες πιέσεις στις τιμές, ως άμεση συνέπεια της πανδημίας, ενώ οι άλλες συνδέονται με αυξημένη ρυθμιστική πίεση, κατακερματισμό της αγοράς ή υπερβολικές απαιτήσεις τιμών από παγκόσμιους κατασκευαστές.
Το ρυθμιστικό κόστος
Συγκεκριμένα, οι πληθωριστικές πιέσεις στον τομέα του λιανικού εμπορίου προστίθενται από το σημαντικό ρυθμιστικό κόστος που επιβαρύνει τις επιχειρήσεις, ακόμα και εκείνων που συνδέονται με την πανδημία. Επιπλέον, οι μεγαλύτεροι προμηθευτές στη βιομηχανία καταναλωτικών αγαθών και προϊόντων έχουν χρησιμοποιήσει την ισχυρή τους θέση στην αγορά για να απαιτήσουν αυξήσεις τιμών πολύ πάνω από το αυξανόμενο κόστος των εισροών τους.
Η ισορροπία δυνάμεων στην αλυσίδα εφοδιασμού πολυεθνικών επώνυμων προϊόντων καθιστά δύσκολο να αντισταθούν σε τέτοιες αδικαιολόγητες και πληθωριστικές απαιτήσεις τιμών για τους εθνικούς εμπόρους λιανικής και χονδρικής. Πολλές από αυτές τις απαιτήσεις δεν βασίζονται σε αυξημένο κόστος, αντίθετα, η αναφορά στον γενικό πληθωρισμό χρησιμοποιείται ως επιχείρημα για τη βελτίωση των περιθωρίων κέρδους προς το συμφέρον των κατασκευαστών και σε βάρος των εμπόρων και των καταναλωτών.
Το τελικό συμπέρασμα από το ΕΒΕΠ είναι ότι, ο πληθωρισμός δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, αφού, ως βασικές αιτίες των πληθωριστικών πιέσεων είναι οι υψηλές τιμές ενέργειας, η διαταραχή στη διεθνή εφοδιαστική αλυσίδα και οι ανισορροπίες προσφοράς-ζήτησης παγκοσμίως.
Επισημαίνει ότι, παρά τη μεγάλη αναθεώρηση των ετήσιων προβλέψεων της ΕΚΤ, η σημαντική αποκλιμάκωση αναμένεται σε βάθος διετίας. Με επίκεντρο τη «μάχη» θεωρητικών και πρακτικών ερμηνειών για τα αίτια και τη διάρκεια του υψηλού πληθωρισμού, σε όλη την Ευρώπη τα νοικοκυριά βιώνουν στην καθημερινότητά τους εισοδηματικές απώλειες από τις ανατιμήσεις σε είδη ευρείας κατανάλωσης, ενώ οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν έλλειψη κεφαλαίου κίνησης και εμπορευμάτων.