Μεγάλη “ανάσα” στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης έδωσε η δημοσιοποίηση των χειμερινών οικονομικών προβλέψεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Και αυτό γιατί η Κομισιόν προβλέπει για την ελληνική οικονομία αύξηση του ΑΕΠ 8,5% για το 2021 , 4,9% για το 2022 και 3,5% για το 2023, αναθεωρώντας σημαντικά προς τα πάνω τις προβλέψεις της για το 2021, σε σύγκριση με αυτές του Νοεμβρίου (7,1%), αλλά και ελαφρώς προς τα κάτω για το 2022 (5,2%).

Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης

Για αυτό και ο υπουργός Οικονομικών, κ. Χρήστος Σταϊκούρας, έσπευσε αμέσως να βγάλει ανακοίνωση, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων ότι οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επιβεβαιώνουν την εξαιρετική πορεία της ελληνικής οικονομίας και τις ευοίωνες προοπτικές της. Η χώρα καλύπτει τις απώλειες της υγειονομικής κρίσης, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές ενισχύονται, η ανεργία συρρικνώνεται, το διαθέσιμο εισόδημα του πολίτη τονώνεται.

Ο ρυθμός πληθωρισμού

Συγκεκριμένα, και σύμφωνα πάντα με το ΥΠΟΙΚ, η χώρα επιτυγχάνει μία ισχυρότερη ανάκαμψη “τύπου V” το 2021 -τη δεύτερη μεγαλύτερη στην ευρωζώνη- καλύπτοντας σχεδόν το σύνολο των απωλειών του 2020. Αυτή η ανάκαμψη ακολουθείται από υψηλή και διατηρήσιμη ανάπτυξη, τόσο για το 2022 όσο και για το 2023, η δεύτερη υψηλότερη -σωρευτικά- την τριετία. Επιπρόσθετα, η Ελλάδα εμφάνισε τον χαμηλότερο μέσο ρυθμό πληθωρισμού στην ευρωζώνη το 2021. Πληθωρισμός που ενισχύεται, πράγματι, σημαντικά το 2022, αλλά ο οποίος παραμένει χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, μέχρι και το 2023.

Πιο αναλυτικά, η Επιτροπή στην έκθεσή της σημειώνει ότι, το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 2,7% το τρίτο τρίμηνο του 2021, αντανακλώντας τις ισχυρές εξαγωγικές επιδόσεις και τη σημαντική συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης. Η αξιοσημείωτη ανάκαμψη των τουριστικών εισροών το καλοκαίρι βοήθησε την οικονομία να ανακτήσει σημαντικό μέρος των προηγούμενων απωλειών λόγω της πανδημίας COVID-19, ενώ ο βιομηχανικός τομέας ανέκαμψε ισχυρά.

Η πρόσφατη εμφάνιση της παραλλαγής Omicron και η σχετική αυστηροποίηση των μέτρων περιορισμού αναμένεται να επηρέασαν την ανάπτυξη το τελευταίο τρίμηνο του 2021, αλλά ο αντίκτυπός της προβλέπεται να εξασθενίσει σε μεγάλο βαθμό κατά το πρώτο τρίμηνο του 2022. Συνολικά, αναμένεται το πραγματικό ΑΕΠ να έχει αυξηθεί κατά 8,5% το 2021.

Ανάπτυξη 4,5%-5% προβλέπει το ΙΟΒΕ, για το 2022

Θετικές προβλέψεις, αλλά και προειδοποιήσεις

Η ανάπτυξη το 2022 προβλέπεται να τονωθεί από επενδύσεις, σύμφωνα με την Κομισιόν, υποστηριζόμενες από το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Καθώς οι καταναλωτικές δαπάνες επιστρέφουν στα προ πανδημίας επίπεδα, η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται επίσης να στηρίξει την ανάπτυξη. Επιπλέον, το εξωτερικό περιβάλλον προβλέπεται να παραμείνει υποστηρικτικό. Ειδικότερα, ο τουρισμός αναμένεται να συνεχίσει να ανακτά τις προηγούμενες απώλειές του, έως ότου επανέλθει πλήρως στα προ πανδημίας επίπεδα μέχρι το τέλος του ορίζοντα πρόβλεψης.

Συνολικά, το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 4,9% το 2022 και να μειωθεί στο 3,5% το 2023.

Από την άλλη, η Κομισιόν σημειώνει ότι, όσον αφορά τον πληθωρισμό, καθοδηγούμενος κυρίως από τις τιμές της ενέργειας, αυξήθηκε το τελευταίο τρίμηνο του 2021. Οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας και των καυσίμων αναμένεται να κορυφωθούν το πρώτο τρίμηνο του 2022 και να υποχωρήσουν αργότερα εντός του έτους.

Το υψηλό ενεργειακό κόστος αναμένεται να επιβαρύνει στη συνέχεια τα υπόλοιπα στοιχεία του καλαθιού κατανάλωσης. Ο συνολικός πληθωρισμός στην Ελλάδα προβλέπεται σε 3,1% το 2022 και 1,1% το 2023.Οι μισθολογικές πιέσεις παρέμειναν μέχρι στιγμής περιορισμένες λόγω της μεγάλης ακόμη χαλάρωσης στην αγορά εργασίας. Οι αρχές ανακοίνωσαν αύξηση του κατώτατου μισθού στα μέσα του 2022, το μέγεθος του οποίου θα καθοριστεί αργότερα μέσα στο έτος και ως εκ τούτου δεν συνυπολογίζεται σε αυτήν την πρόβλεψη.

Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι κίνδυνοι για τις προβλέψεις παραμένουν αυξημένοι. Παρά την ταχεία ανάκαμψη μέχρι στιγμής, η εξέλιξη της πανδημίας αποτελεί πηγή αβεβαιότητας ιδιαίτερα για τις αφίξεις τουριστών. Επιπλέον, η πρόβλεψη προϋποθέτει μόνο περιορισμένο αρνητικό αντίκτυπο στην παραγωγή από την αξιοσημείωτη αύξηση του κόστους των εισροών.

Από την άλλη, το συσσωρευμένο απόθεμα αποταμίευσης κατά τη διάρκεια της πανδημίας θα μπορούσε να διευκολύνει μια πιο τολμηρή αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Οι ισχυρές επιδόσεις των εξαγωγών αγαθών από το 2020 θα μπορούσαν να είναι ενδεικτικές διαρθρωτικών βελτιώσεων στον εξωτερικό τομέα, οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν πηγή πρόσθετων ανοδικών κινδύνων.

Οι προσδοκίες και οι κίνδυνοι για την πορεία της ελληνικής οικονομίας

Το “βάρος” της ενεργειακής κρίσης και των πληθωριστικών πιέσεων

 Σε κάθε περίπτωση, η ραγδαία άνοδος των τιμών της ενέργειας σε συνδυασμό με την αυξημένη ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων και τις διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες, οι οποίες αυξάνουν τα κόστη μεταφοράς και παραγωγής, έχουν τροφοδοτήσει ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις διεθνώς, μεγεθύνοντας την αβεβαιότητα για την επίπτωση της ταχείας ανόδου των τιμών στον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης του 2022.

Όπως παραδέχεται και η Κομισιόν, ο πληθωρισμός μπορεί να αποδειχθεί υψηλότερος από το αναμενόμενο, εάν οι πιέσεις κόστους μετακυλίονται τελικά από τις τιμές παραγωγού στις τιμές καταναλωτή σε μεγαλύτερο βαθμό από τον προβλεπόμενο.

Η εκτόξευση των τιμών της ενέργειας συνεχίζει να τροφοδοτεί τον πληθωρισμό και να φρενάρει την ευρωπαϊκή οικονομία, ακόμη και αν τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη παραμένουν στιβαρά.

Η αύξηση των τιμών αποτελεί πονοκέφαλο για πολλά χαμηλότερων εισοδημάτων νοικοκυριά, αλλά και για την ΕΚΤ, η οποία τελεί υπό πίεση για την αύξηση των επιτοκίων, ώστε να ανασχεθούν οι πληθωριστικές πιέσεις, πράγμα που εμπεριέχει το ρίσκο της ανάσχεσης και της οικονομικής ανάπτυξης. Επιπλέον, ο πληθωρισμός είναι πιθανόν να αυξηθεί περισσότερο από το αναμενόμενο, αν οι αυξήσεις των τιμών έχουν αντανάκλαση στους μισθούς, αυξάνοντας το κόστος των επιχειρήσεων.

Το ζήτημα είναι και πολύπλοκο, καθώς η διαταραχή στις εφοδιαστικές αλυσίδες και η αύξηση των τιμών της ενέργειας και των μεταφορών μπορεί να δημιουργήσει ανατροφοδοτούμενο πληθωρισμό και να ασκήσει δημοσιονομικές πιέσεις για την αντιστάθμιση των απωλειών της αγοραστικής δύναμης.

Η ταχύτερη από την αναμενόμενη εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής στις προηγμένες οικονομίες, εξαιτίας των πληθωριστικών πιέσεων, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ξαφνική σύσφιξη των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών συνθηκών. Με δεδομένη και την υπερτίμηση των περιουσιακών στοιχείων λόγω χαμηλών επιτοκίων, το κλίμα θα μπορούσε να μεταβληθεί απότομα λόγω των δυσμενών ειδήσεων για την πανδημία ή των εξελίξεων σχετιζόμενων με την εφαρμοζόμενη πολιτική.

Στην περίπτωση της χώρας μας τώρα, σύμφωνα με σχετική ανάλυση της Alpha Bank, η αναζωπύρωση του πληθωρισμού ενδέχεται να επηρεάσει την αναπτυξιακή τροχιά της ελληνικής οικονομίας το 2022.Ο σημαντικότερος κίνδυνος που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία για το 2022 συνδέεται με την επίπτωση του πληθωρισμού στο ύψος της καταναλωτικής δαπάνης και στον σχεδιασμό της επενδυτικής δαπάνης.

Οι παράγοντες που αναμένεται να καθορίσουν τον πληθωρισμό είναι α) η δυναμική της εξέλιξης των τιμών της ενέργειας και β) ο σχηματισμός των προσδοκιών των οικονομικών μονάδων. Συγκεκριμένα, ο τρόπος με τον οποίο τόσο οι καταναλωτές όσο και οι επιχειρηματίες περιμένουν ότι θα εξελιχθούν οι τιμές στο μέλλον επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο δαπανούν, δανείζονται και επενδύουν τα χρήματά τους σήμερα.

Σπειροειδής εξέλιξη

Μεσοπρόθεσμα, η διαμόρφωση έντονα πληθωριστικών προσδοκιών από τους οικονομικούς παράγοντες μπορεί να συμβάλει στην πιθανότητα πρόκλησης δευτερογενών επιπτώσεων που θα έθεταν σε κίνηση μία σπειροειδή εξέλιξη τιμών και μισθών, φαινόμενο που επικρατούσε στη χώρα μας, τις προηγούμενες δεκαετίες.

Στο πλαίσιο στήριξης των εισοδημάτων έναντι του πληθωριστικού κινδύνου εντάσσεται η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% στην αρχή του έτους και η πρόθεση για περαιτέρω αύξηση εντός του 2022. Ωστόσο, όπως προβλέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η παραγωγικότητα της εργασίας αναμένεται να βελτιωθεί σημαντικά, την τριετία 2021-2023, αμβλύνοντας τυχόν αρνητικές επιπτώσεις των μισθολογικών αυξήσεων στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.

Το ζήτημα της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων

Ένα άλλο ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί, και έχει αναδειχθεί και από την Κομισιόν, είναι η πολυπόθητη αύξηση της χρηματοδότησης στην οικονομία. Σύμφωνα και με σχετική ανακοίνωση του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΟΕΕ), αναμφισβήτητα, το Ταμείο Ανάκαμψης –το οποίο περιλαμβάνει κονδύλια άνω των 30 δισ. ευρώ– είναι ένα πολύ καλό καινοτόμο εργαλείο, αλλά δεν αποτελεί πανάκεια, καθώς χρειάζονται μεταρρυθμίσεις στη χώρα μας, με στόχο την προσέλκυση νέων επενδύσεων. Αυτά τα κονδύλια, μαζί με το νέο ΕΣΠΑ, θα αποτελέσουν εφαλτήριο για την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας.

Όμως, θα πρέπει να είμαστε ιδιαιτέρως προσεκτικοί στην αξιοποίησή τους και να μην επαναπαυθούμε. Γιατί η ορθή και έγκαιρη αξιοποίηση αυτών των κονδυλίων θα αποτελέσει το μεγάλο στοίχημα της ελληνικής οικονομίας. Μέσω αυτών των κονδυλίων, οι ελληνικές επιχειρήσεις θα οδηγηθούν σε νέα μοντέλα ανάπτυξης και χρηματοδότησης, ακολουθώντας αρχές κυκλικής οικονομίας και πράσινης ανάπτυξης.

Προς αυτήν την κατεύθυνση κινείται και ο νέος αναπτυξιακός νόμος, που το ΟΕΕ πιστεύει ότι θα διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στην αναγέννηση των ΜμΕ και έχει καταθέσεις τις διορθωτικές του προτάσεις. Όμως, δεν πρέπει να λησμονείται ότι αρωγός στην προσπάθεια ανασύνταξης της ελληνικής οικονομίας υπήρξαν και συνεχίζουν να είναι οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες.

Για να μπορέσουν να διατηρήσουν τον καταλυτικό τους ρόλο στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, θα πρέπει τα πιστωτικά ιδρύματα να τους παρέχουν τις κατάλληλες ανάσες ρευστότητας. Να εστιάσουν κυρίως σε βιώσιμες επιχειρήσεις και ιδιαιτέρως σε Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (ΜμΕ) και ελεύθερους επαγγελματίες, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας.

Οι ΜμΕ πιο ευάλωτες σε εξωγενείς κραδασμούς

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι ΜμΕ αντιπροσωπεύουν το 99,9% των επιχειρήσεων, δημιουργούν το 56,7% της προστιθέμενης αξίας και προσφέρουν το 83% σε όρους απασχόλησης. Από την άλλη πλευρά, είναι πιο ευάλωτες σε εξωγενείς κραδασμούς. σαν την πρόσφατη υγειονομική κρίση.

Ο χρηματοπιστωτικός τομέας θα πρέπει να διαδραματίσει το ρόλο που του αρμόζει και να χρηματοδοτήσει τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις. Ιδιαίτερα σήμερα, που παρατηρείται αύξηση των καταθέσεων στην περίοδο της υγειονομικής κρίσης, παρά τα μηδενικά προθεσμιακά επιτόκια. Παρ’ όλα αυτά τα μέσα επιτόκια τόσο στα νέα δάνεια όσο και στα υφιστάμενα, παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα, διπλάσια του μέσου όρου της ευρωζώνης.

Η σημασία της δημοσιονομικής στήριξης

Πάντως, στο “μέτωπο” της χρηματοδότησης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τη διετία 2020-2021, η Ελληνική Κυβέρνηση υιοθέτησε δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας, συνολικής αξίας 43 δισ. ευρώ, των οποίων το δημοσιονομικό κόστος ανήλθε 27,8 δισ. ευρώ, σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού για το 2022.

Το μεγαλύτερο μέρος των εν λόγω παρεμβάσεων πραγματοποιήθηκε κατά το πρώτο έτος της πανδημίας, καθώς, το 2021, παράλληλα με την άρση των περιοριστικών μέτρων και την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, μέρος των παρεμβάσεων σταδιακά καταργήθηκε, ενώ για το 2022 έχουν προβλεφθεί 3,3 δισ. ευρώ για αντίστοιχες παρεμβάσεις.

Οι παρεμβάσεις στήριξης

Αυτό σημαίνει ότι οι παρεμβάσεις στήριξης επιχειρήσεων και νοικοκυριών θα είναι πολύ λιγότερες από πέρυσι, με μικρότερη εμβέλεια. Σύμφωνα ωστόσο με το ΙΟΒΕ, παρότι η μεγάλη πλειονότητα των παρεμβάσεων ενίσχυσης των επιχειρήσεων και νοικοκυριών έχει ολοκληρωθεί, όπως προαναφέρθηκε, αυτές θεωρείται πως αποτέλεσαν και αποτελούν ιδιαίτερα σημαντική πηγή στήριξής τους, μέσω του πολύ μεγάλου όγκου των σχετικών μεταβιβάσεων. Όσες αφορούσαν τα νοικοκυριά, συγκράτησαν την εξασθένιση της καταναλωτικής ζήτησης αλλά και τη μείωση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων και της απασχόλησής τους.

Ένα σημαντικό μέρος της ρευστότητας από την αρχή της πανδημίας που χρειάστηκαν οι επιχειρήσεις προκειμένου να συντηρήσουν τις θέσεις εργασίας τους και να ανταποκριθούν στις τρέχουσες υποχρεώσεις τους έχει προέλθει από τα έκτακτα χρηματοδοτικά εργαλεία. Ένα τμήμα των παρεμβάσεων στήριξης των επιχειρήσεων και των αυτοαπασχολούμενων επηρέασε από το 2020 το σχηματισμό πάγιου κεφαλαίου.

Η ολοκλήρωση των παρεμβάσεων ή το ότι αυτές πλέον είναι αρκετά στοχευμένες ως προς τους δικαιούχους τους (κλάδοι-επαγγέλματα), συνεπάγεται ότι οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά που έλαβαν στήριξη θα πρέπει να προσαρμοστούν σε συνθήκες εξόδου από την πανδημία και κατόπιν έκτος αυτής. Αυτή η διαδικασία θα αποτελέσει μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στην ελληνική οικονομία κατά το τρέχον και το επόμενο έτος.

Αυτά είναι τα 5+3 νέα μέτρα του προϋπολογισμού του 2022

Χρηματοδότηση πάνω από τον στόχο

Σε ότι αφορά την τακτική κρατική χρηματοδότηση επενδύσεων, μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, στην περίοδο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου οι ενισχύσεις του έφτασαν τα €7,8 δισεκ., υπερβαίνοντας κατά πολύ το σχετικό στόχο στον Προϋπολογισμό του 2021 (€5,7 δισ.), υστερώντας όμως των αντίστοιχων εκταμιεύσεων κεφαλαίων πρόπερσι (€8,4 δισ.)

Ωστόσο, ένα σημαντικό μέρος των δαπανών στο ενδεκάμηνο, περίπου €2,7 δισ. ή 34,6%, αφορούσε σε ενισχύσεις εξαιτίας της πανδημίας, κυρίως με τη μορφή της επιστρεπτέας προκαταβολής (€1,1 δισ.) και ενίσχυσης των ΜμΕ οι οποίες πλήγηκαν από τον COVID-19 (€741 εκατ.) Εξαιρουμένων αυτών, οι δαπάνες του ΠΔΕ διαμορφώθηκαν στο ενδεκάμηνο σε €5,1 δισ.

Επομένως, υπολείπονταν του στόχου στο περσινό προϋπολογισμό. Λαμβάνοντας υπόψη τη δυναμική που παρουσίασε η παροχή πόρων μέσω του ΠΔΕ έως τον Νοέμβριο, τις ιδιαίτερα υψηλές πληρωμές του στον τελευταίο μήνα κάθε έτους, καθώς και το ότι η Προγραμματική Περίοδος 2014-2020 πλησιάζει στην ολοκλήρωσή της, εκτιμάται ότι η υποστήριξη επενδυτικών σχεδίων μέσω του ΠΔΕ διαμορφώθηκε στο σύνολο του περασμένου έτους πλησίον του επίπεδου της το 2020 (€6,37 δισ.)

Για το 2022 προβλέπεται στο Προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού διάθεση πόρων ύψους €7,8 δισεκ. μέσω του ΠΔΕ. Σε αυτούς δεν περιλαμβάνονται οι δαπάνες στο πλαίσιο του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, καθώς και οι έκτακτες παρεμβάσεις εξαιτίας της υγειονομικής κρίσης. Ακολούθως, αναμένεται ισχυρότερη συμβολή των τακτικών δημοσίων επενδύσεων στην επενδυτική δραστηριότητα.