Στην αρχή της νέας χρονιάς και καθώς η οικονομία φαίνεται να βγαίνει από την κρίση της πανδημίας, η ελληνική οικονομία καταγράφει θετική δυναμική, όπως επισημαίνει στην τελευταία του έκθεση για την ελληνική οικονομία το ΙΟΒΕ. Τόσο για το έτος που ολοκληρώθηκε όσο και για το νέο, ο ρυθμός μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ είναι ισχυρός και υψηλότερος των προηγούμενων προσδοκιών, συνοδευόμενος από αύξηση των εξαγωγών και μείωση της ανεργίας.
Η ανάπτυξη για την ελληνική οικονομία – Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης
Ειδικότερα, η ελληνική οικονομία εισέρχεται στη νέα χρονιά με δυναμική που δημιουργεί υψηλές προσδοκίες. Ο ρυθμός πραγματικής μεγέθυνσης στη χρονιά που ολοκληρώνεται εκτιμάται πως θα είναι ιδιαίτερα υψηλός, επιβεβαιώνοντας τις πρόσφατες αναλύσεις του ΙΟΒΕ. Στο σενάριο μακροοικονομικών εξελίξεων για το 2021, σύμφωνα με το οποίο δεν επιβλήθηκαν γενικευμένα περιοριστικά μέτρα στο τέλος του έτους, η τουριστική περίοδος συνεχίστηκε στη μεγαλύτερη διάρκεια του τέταρτου τριμήνου του, αλλά σημειώθηκε και καθυστέρηση στην υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ οι πληθωριστικές πιέσεις ήταν ισχυρότερες των αναμενόμενων, εκτιμάται πως η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε ελαφρώς ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν στην προηγούμενη έκθεση, με ρυθμό 9,0-9,5%.
Στο βασικό σενάριο του ΙΟΒΕ για το 2022, στο οποίο επίσης δεν αναμένονται γενικευμένα, ισχυρά μέτρα προστασίας, οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, περσινοί και φετινοί, θα αξιοποιηθούν σε μεγάλο βαθμό και αποτελεσματικά, ο διεθνής τουρισμός θα ενισχυθεί σημαντικά και ο πληθωρισμός θα είναι ελαφρώς υψηλότερος από ό,τι το 2021, προβλέπεται η ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί με ρυθμό 4,5-5.0%. Στο εναλλακτικό σενάριο για το 2022, στο οποίο αναμένεται επαναφορά ορισμένων ισχυρών περιοριστικών μέτρων, όχι όμως lockdown, τα οποία θα επενεργήσουν ανασχετικά στον τουρισμό, αλλά θα κάμψουν και τις αυξήσεις στην ενέργεια, ενώ η αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης θα είναι παρόμοια με το βασικό σενάριο, η ανάπτυξη θα διαμορφωθεί στην περιοχή του 2,5-3,0%.
Προβλέψεις για την απασχόληση, τις επενδύσεις και τις εξαγωγές
Από κει και πέρα, το ΙΟΒΕ στην έκθεσή του καταγράφει τη μείωση της ανεργίας το τρίτο τρίμηνο του 2021 στο 13,0%, από 16,2% ένα έτος νωρίτερα, κυρίως από μείωση του αριθμού των ανέργων (κατά 73,6% ή 141 χιλ.), όχι από τον περιορισμό του μη ενεργού πληθυσμού, που διευρύνει το εργατικό δυναμικό. Οι κλάδοι με τη μεγαλύτερη άνοδο στην απασχόληση το τρίτο τρίμηνο ήταν οι Υπηρεσίες παροχής καταλύματος εστίασης (+49,1 χιλ.), ο Πρωτογενής τομέας (+39,1 χιλ.), η Δημόσια διοίκηση (+37,5 χιλ.) και η Μεταποίηση (+31,3 χιλ.).
Η μεγαλύτερη υποχώρηση απασχόλησης σημειώθηκε στην Εκπαίδευση (-12,2 χιλ.), στις Χρηματοπιστωτικές-ασφαλιστικές δραστηριότητες (-7,5 χιλ.) και το Χονδρικό λιανικό εμπόριο (-6,0 χιλ.). Καθώς δεν επιβλήθηκαν ισχυρά περιοριστικά μέτρα το τελευταίο τρίμηνο πέρυσι, οι κλάδοι Λιανικού εμπορίου, Τουρισμού, Εστίασης, Ψυχαγωγίας-Διασκέδασης, που είχαν πληγεί σε μεγάλο βαθμό από την αναστολή δραστηριότητας στο παρελθόν, παρέμειναν σε λειτουργία, αυξάνοντας σημαντικά την απασχόλησή τους. Την ενίσχυση της καταναλωτικής ζήτησης μετρίασε στο τέλος του 2021 ο ισχυρός πληθωρισμός.
Οι παραπάνω τάσεις στην απασχόληση θα συνεχιστούν εν πολλοίς το 2022, εφόσον δεν επανακάμψουν ισχυρά και εκτεταμένα περιοριστικά μέτρα (βασικό μακροοικονομικό σενάριο). Άλλωστε, κατόπιν της έντονης πρόσφατης έξαρσης της πανδημίας, έγιναν στοχευμένες περιοριστικές παρεμβάσεις. Στην περίπτωση του εναλλακτικού σεναρίου για το 2022, οι περιορισμοί θα κλιμακωθούν και θα επεκταθούν και σε άλλους κλάδους, με υψηλό μερίδιο στην απασχόληση (π.χ. Λιανικό Εμπόριο), όπως επίσης σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Επιπλέον, το ΙΟΒΕ σημειώνει ότι, η ταχύτερη της αρχικά αναμενόμενης ανάκαμψη της Ευρωζώνης πέρυσι ενίσχυσε την εξαγωγική ζήτηση περισσότερο από ό,τι αναμενόταν, στηρίζοντας την απασχόληση σε εξαγωγικούς κλάδους, κυρίως από τη βιομηχανία. Η εξίσου ισχυρή ανάπτυξη της Ευρωζώνης που προβλέπεται για φέτος, εφόσον δεν επιβληθούν εκ νέου ισχυροί περιορισμοί, θα συνεχίσει να παρέχει ώθηση στις εξαγωγές και την απασχόληση.
Η αύξηση των επενδύσεων, σε εξαγωγικούς κλάδους της βιομηχανίας και στον Τουρισμό, αλλά κυρίως αξιοποιώντας τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς και από επενδύσεις σε σημαντικές αποκρατικοποιήσεις, θα τονώσει σημαντικά τη δημιουργία θέσεων εργασίας φέτος, μεταξύ άλλων κλάδων, στις Κατασκευές.
Τονωτικά στην εγχώρια απασχόληση το 2022 θα επενεργήσει ο δημόσιος τομέας, καθώς υφίσταται προγραμματισμός προσλήψεων, στο πλαίσιο του κανόνα «μία πρόσληψη για κάθε μία αποχώρηση». Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω επιδράσεις στην αγορά εργασίας, η εκτίμηση για το ποσοστό της ανεργίας το 2021 αναθεωρείται προς το καλύτερο, στην περιοχή του 14,9%. Σε ό,τι αφορά το 2022, στο βασικό σενάριο το ποσοστό ανεργίας αναμένεται να διαμορφωθεί στην περιοχή του 13,5%, ενώ στο εναλλακτικό σενάριο γύρω από το 14,0%.
Τι θα καθορίσει τις οικονομικές εξελίξεις
Ωστόσο, κατά το ΙΟΒΕ, υπάρχουν λόγοι ανησυχίας που σχετίζονται με τη μεγάλη αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και την αναμενόμενη άνοδο των επιτοκίων και κόστους χρήματος. Επίσης, για ορισμένες κρίσιμες πλευρές της οικονομίας, οι εξελίξεις δεν έχουν ακόμη σαφή κατεύθυνση. Το ύψος και τα χαρακτηριστικά της πορείας του πληθωρισμού, η ταχύτητα προσαρμογής των δημοσιονομικών κανόνων στην Ευρώπη, ο βαθμός στον οποίο επιτυγχάνεται η στροφή του παραγωγικού υποδείγματος προς εξωστρέφεια και παραγωγικές επενδύσεις, και το κατά πόσο η οικονομία σταδιακά προετοιμάζεται για ενδεχόμενες νέες κρίσεις στο εξωτερικό περιβάλλον της, παραμένουν αβέβαια.
Για το ΙΟΒΕ, κομβικό ζήτημα είναι η στροφή του παραγωγικού υποδείγματος στη χώρα, ειδικότερα με ενίσχυση των εξαγωγών και των επενδύσεων. Σχετικά, υπάρχουν θετικά σημάδια, όπως το ενδιαφέρον ξένων επιχειρήσεων και επενδυτών για την ελληνική οικονομία, η ανθεκτικότητα που επέδειξε ο τουρισμός και η συνεχιζόμενη σημαντική αύξηση των εξαγωγών αγαθών από κρίσιμους τομείς της μεταποιητικής βιομηχανίας. Αντίρροπα όμως, πιέζει το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ενισχύθηκαν, από πολλές απόψεις ακραία, ο ρυθμιστικός ρόλος και η σημασία των κρατικών παρεμβάσεων. Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, της παραγωγικής βάσης, της προσαρμοστικότητας της οικονομίας και μαζί της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα αποκτούν λοιπόν επείγοντα χαρακτήρα.
Το ΙΟΒΕ, αξιολογώντας συνολικά τις συνολικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας από τη νέα χρονιά, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, από τη μια πλευρά, η ισχυρή ανάκαμψη που καταγράφεται και απαλείφει μεγάλο μέρος της προηγούμενης βαθιάς ύφεσης. Από την άλλη, η ομαλή πρόσβαση σε χρηματοδότηση, με κέντρο το ταμείο ανάκαμψης, και ευρύτερα. Με αυτή τη βάση, η οικονομία μπορεί σύντομα να ξεπεράσει το βαρύ τραύμα της πανδημίας. Όμως, οι συνθήκες αυτές δεν διασφαλίζουν πως λύνονται τα συστηματικά προβλήματα που χαρακτηρίζουν την οικονομία τα τελευταία πολλά χρόνια, σε συνέχεια και της προηγούμενης δεκαετούς κρίσης. Συνεπώς, το πώς θα εξελιχθεί η οικονομική πολιτική, όχι μόνο στις καταρχήν αποφάσεις της αλλά και ως προς την επιτυχία εφαρμογής, στη διάρκεια της χρονιάς θα είναι κρίσιμης σημασίας.
Οι παράγοντες ανησυχίας
Παρά λοιπόν τη θετική δυναμική που περιγράφεται παραπάνω, για το ΙΟΒΕ υπάρχουν λόγοι ανησυχίας και εγρήγορσης από την οικονομική πολιτική. Ένα πρώτο ζήτημα είναι το πώς θα εξελιχθεί η δημοσιονομική κατάσταση με τη λήξη της πανδημίας. Τα ελλείμματα, το συνολικό αλλά ιδίως το πρωτογενές, ήταν ιδιαίτερα βαθιά στα δύο προηγούμενα έτη, κατά τα οποία υπήρχε ανάγκη αντιμετώπισης της πανδημίας και χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Για μια χώρα, όμως, με ιδιαίτερα υψηλό δημόσιο χρέος με ιστορικό και τάση δημιουργίας ελλειμάτων, είναι ουσιώδης συνθήκη η επίτευξη διατηρήσιμης δημοσιονομικής εξισορρόπησης, με τρόπο μάλιστα ώστε να υποστηρίζονται και ισχυροί ρυθμοί μεγέθυνσης.
Συγκριτικά, η οικονομία μας είναι από αυτές που κινήθηκαν προς τα βαθύτερα ελλείμματα στην τρέχουσα κρίση. Ακόμη και να μην υπήρχαν ευρωπαϊκοί περιορισμοί, τα δημοσιονομικά της χώρας οφείλουν να είναι στο επόμενο διάστημα σε κατάσταση που να μην την καθιστούν ευάλωτη σε εξωτερικές διαταραχές και σενάρια κρίσεων. Μέρος της εξισορρόπησης θα προέλθει από την αναμενόμενη λήξη της πανδημίας και τη μεγέθυνση της οικονομίας, αλλά συνολικά δεν μπορεί να γίνει αυτόματα και θα απαιτήσει επιλογές τόσο στην πλευρά των εσόδων όσο και των δαπανών.
Η χρηματοδότηση από το εξωτερικό
Ένα δεύτερο ζήτημα είναι το πώς θα εξελιχθεί η χρηματοδότηση της χώρας από το εξωτερικό. Τα έκτακτα μέτρα στήριξης από τη νομισματική και τη δημοσιονομική πολιτική στην Ευρώπη ήδη δοκιμάζουν τα όριά τους και η αναστροφή τους έρχεται εγγύτερα όσο εντείνονται οι πληθωριστικές πιέσεις. Η αναμενόμενη γενική αύξηση επιτοκίων θα είναι κρίσιμο να μην συνοδεύεται με αύξηση, αλλά με μείωση του διαφορικού κόστους χρηματοδότησης (spread) που χωρίζει την ελληνική οικονομία από άλλες ευρωπαϊκές.
Η εμπειρία των τελευταίων εβδομάδων είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση. Σχετικά, θα είναι υψηλής σημασίας η επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας το συντομότερο δυνατό, ενδεχομένως προς το τέλος του έτους. Η διατήρηση του κόστους χρηματοδότησης χαμηλά δεν σχετίζεται μόνο με την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους αλλά πρωτίστως με την χρηματοδότηση νέων επενδύσεων, σε συμπληρωματικότητα με τους πόρους του ταμείου ανάκαμψης και την ενδυνάμωση της τραπεζικής χρηματοδότησης.
Πληθωρισμός και δημοσιονομική διαχείριση
Πέρα από τη θετική δυναμική μεγέθυνσης και τους λόγους ανησυχίας, υπάρχει επίσης μία κρίσιμη σειρά παραγόντων, η εξέλιξη των οποίων κατά το επόμενο διάστημα είναι αβέβαιη, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ. Πρώτον, η εξέλιξη του πληθωρισμού θα έχει κεντρική οικονομική και πολιτική σημασία. Αυξήσεις τιμών σε προϊόντα και υπηρεσίες είναι αναμενόμενες όταν οι οικονομίες ανακάμπτουν έντονα μετά από βαθιά ύφεση και η ζήτηση αυξάνεται. Μπορεί, όμως, να οδηγήσουν σε ισχυρή και επικίνδυνη ανοδική περιδίνηση τιμών και μισθών που θα υποσκάψει την πραγματική ανάπτυξη. Φυσικά, μπορούν να μειώσουν τα πραγματικά εισοδήματα και πολλά νοικοκυριά να έχουν μείωση ευημερίας αντί για αύξηση, μετά την κρίση της πανδημίας.
Ο ρόλος των εκτεταμένων προσαρμογών
Η ανάγνωση του προβλήματος δεν είναι απλή. Η οξεία αύξηση στο κόστος ενέργειας είναι μια βασική αιτία. Η εκτεταμένη, πρωτοφανής ρευστότητα και το μηδενικό κόστος χρήματος με το οποίο οι κεντρικές τράπεζες αντιμετώπισαν την ύφεση, ασφαλώς λειτουργεί πληθωριστικά μετά από ένα σημείο – άλλωστε, οι αγορές κεφαλαίου και ακινήτων έχουν καταγράψει σχετικές επιδράσεις από καιρό.
Όμως, πέρα από τις αιτίες αρχικής πυροδότησης, είναι σημαντικός και ο ρόλος των εκτεταμένων προσαρμογών που συμβαίνουν στην οικονομία. Δεν καταναλώνουμε, εργαζόμαστε, παράγουμε ή αγοράζουμε με τον ίδιο τρόπο όπως πριν την πανδημία. Η μετατόπιση της ζήτησης και της προσφοράς ανάμεσα σε αγαθά και αγορές, μάλιστα σε συνθήκες αβεβαιότητας, οδηγεί σε ανισορροπίες, τριβές στην παραγωγή και στις συναλλαγές και, αναμενόμενα, σε αυξήσεις τιμών. Με αυτή την έννοια, σημαντικό μέρος των αυξήσεων αναμένεται να κλείσει τον κύκλο του εντός του έτους, καθώς θα βρίσκονται νέες ισορροπίες.
Κομβικός είναι όμως και ο ρόλος των πληθωριστικών προσδοκιών. Ενώ η κατάλληλη στόχευση τους αποτελεί κρίσιμη πτυχή του ρόλου των κεντρικών τραπεζών παγκοσμίως, οι τελευταίες κινούνται σε αχαρτογράφητα ύδατα. Ο τρόπος και χρόνος αντιστροφής των πολιτικών τους δεν μπορεί ακόμη να προσδιοριστεί. Ειδικότερα στην Ευρωζώνη, αναταράξεις κάθε άλλο παρά αποκλείονται, με διαφορετικές οικονομίες και κυβερνήσεις να ασκούν αντίρροπες πιέσεις. Σε αυτό το περιβάλλον, η καθοδήγηση των προσδοκιών δυσχεραίνεται, και αυτές έχουν ήδη αποκτήσει δική τους δυναμική. Ήδη, σημαντικό μέρος της ευρωπαϊκής οικονομίας πιέζει για γρήγορη αύξηση επιτοκίων για να αμβλυνθεί ο πληθωρισμός.
Πέρα από την επιβάρυνση, ειδικά για οικονομίες με υψηλό χρέος όπως η δική μας, υπάρχει ο κίνδυνος μια υπερβολικά γρήγορη αύξηση του κόστους χρήματος να υποβιβάσει συνολικά τις προοπτικές ανάπτυξης. Εάν σημαντικό μέρος του πληθωρισμού σήμερα έχει συγκυριακές ρίζες και σταδιακά υποχωρήσει, μια υπερβολική αντίδραση θα οδηγήσει σε συρρίκνωση της παραγωγής σε μια περίοδο που αυτή είναι απαραίτητη. Στην Ευρώπη υπήρχε υστέρηση στις επενδύσεις και στην καινοτομία ήδη και πριν την πανδημία, και η προσαρμογή στο νέο περιβάλλον απαιτεί πόρους και επιχειρηματικότητα.
Ένα δεύτερο ζήτημα είναι πως η εξέλιξη της δημοσιονομικής πορείας στη χώρα έχει ασφαλώς μια κρίσιμη ευρωπαϊκή διάσταση. Η σχετική συζήτηση, για το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης, έχει τουλάχιστον δύο επιμέρους σκέλη. Πρώτον, το εάν θα πρέπει να υπάρξουν τυπικές αλλαγές στο μεσοπρόθεσμο πλαίσιο ή μόνο διασταλτικές ερμηνείες και παρεκκλίσεις στην εφαρμογή του πλαισίου βραχυπρόθεσμα. Δεύτερον, σε ποια κατεύθυνση πρέπει να είναι οι όποιες αλλαγές, ειδικότερα εάν θα αλλάξουν οι ποσοτικοί στόχοι για χρέη ή ελλείμματα, η αναμενόμενη ταχύτητα προσαρμογής προς τους τελικούς στόχους, ή εάν θα εξαιρούνται δαπάνες για ειδικές κατηγορίες, όπως για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης ή και έκτακτων υγειονομικών προβλημάτων.
Βήματα για «αμοιβαιοποίηση» χρεών
Οι σχετικές διαδικασίες θα έχουν τόσο μια τεχνοκρατική όσο και μια πολιτική πλευρά, και οι δύο πολύ κρίσιμες. Ενώ καταρχήν το περιθώριο διασταλτικών ερμηνειών των κανόνων φαίνεται ελκυστικό, θα είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τη χώρα μας το νέο πλαίσιο να είναι τέτοιο ώστε να μην εγείρονται αβεβαιότητες που θα μείωναν την αξιοπιστία της δημοσιονομικής πορείας και θα επέτρεπαν αμφιβολίες και διαφορετικές αναγνώσεις.
Άλλωστε, μέσω του ταμείου ανάκαμψης και ευρύτερων πολιτικών, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη έχουν κάνει βήματα για «αμοιβαιοποίηση» χρεών μέσω κοινού δανεισμού και άλλων μελλοντικών υποχρεώσεων σε σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι ίσχυε πριν δύο μόλις χρόνια.
Όμως, η άλλη όψη του νομίσματος του κοινού δανεισμού και των επιδοτήσεων είναι πως θα πρέπει να ισχύουν δημοσιονομικοί κανόνες που να εγγυώνται συνολικά την αξιοπιστία του συστήματος. Τέλος, η σταθερή δημοσιονομική πορεία εν μέσω τροχιάς ανάπτυξης είναι σημαντική για την ίδια τη χώρα και όχι μόνο λόγω της συμμετοχής στο Ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Ακόμη και να μην υπήρχαν ευρωπαϊκοί περιορισμοί, τα δημοσιονομικά της χώρας οφείλουν να είναι τις επόμενες δεκαετίες σε τέτοια κατάσταση που να μην επιτρέπουν σενάρια νέων κρίσεων και να μην την καθιστούν ευάλωτη σε εξωτερικές διαταραχές. Μια δημοσιονομική πορεία με σταθερά αλλά λελογισμένα πλεονάσματα, της τάξης του 1% κατά μέσο όρο, όχι μόνο δεν αποτελεί τροχοπέδη για τη διατηρήσιμη ανάπτυξη αλλά και προϋπόθεση για αυτή.