Η ελληνική οικονομία πορεύεται μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον, το οποίο χαρακτηρίζεται από αστάθεια και αβεβαιότητα.Και πέρα από τις γεωπολιτικές εντάσεις, που επηρεάζουν αρνητικά το οικονομικό κλίμα, στην ουσία η παγκόσμια οικονομία, όπως έχει εδώ και καιρό επισημάνει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), διανύει μια μεταβατική περίοδο, όπου αμφισβητούνται θεμελιώδεις αρχές που χαρακτήριζαν τη μεταπολεμική αρχιτεκτονική της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης.

Πιο συγκεκριμένα, η διεθνής συγκυρία, σύμφωνα και με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ), χαρακτηρίζεται από παρατεταμένες γεωπολιτικές εντάσεις, αυξανόμενη πίεση στις ευρωπαϊκές οικονομίες για ενίσχυση των αμυντικών δαπανών, την ανάγκη χρηματοδότησης της κλιματικής μετάβασης προς μια “πράσινη οικονομία” που δύσκολα μπορεί να καλυφθεί αποκλειστικά από ιδιωτικούς πόρους, καθώς και τον κίνδυνο διατήρησης υψηλών επιτοκίων σε συνθήκες χαμηλής ανάπτυξης.

Οι παράγοντες αυτοί εντείνουν τις ανησυχίες των επενδυτών για τη διαχείριση χρέους και ελλειμμάτων σε μεγάλες οικονομίες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιταλία και η Γαλλία.

Επιπλέον, η υιοθέτηση πολιτικών οικονομικού προστατευτισμού από τις ΗΠΑ, όπως η επιβολή ιστορικά υψηλών δασμών σε στρατηγικούς εμπορικούς εταίρους, μεταξύ αυτών η Κίνα, το Μεξικό, ο Καναδάς, η Ιαπωνία και η Ευρωπαϊκή Ένωση, ανατρέπει το πρότυπο των ελεύθερων αγορών, εισάγει στρεβλώσεις στο παγκόσμιο εμπόριο, περιορίζει τη ζήτηση και αποσταθεροποιεί τις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, η αυξημένη αβεβαιότητα και οι γεωοικονομικές εντάσεις από την άλλη, επηρεάζουν αρνητικά το επενδυτικό κλίμα, καθώς η εμπιστοσύνη των επενδυτών παραμένει εύθραυστη.

ΤτΕ: Ιδιαίτερα σημαντική η πρόοδος στα βασικά μεγέθη των τραπεζών το 2024

Τα συν της ελληνικής οικονομίας και οι προκλήσεις

Η Ελληνική οικονομία πάντως, όπως σημειώνει το ΓΠΚΒ στην τριμηνιαία έκθεσή του, παραμένει, με οδηγό τις καλές δημοσιονομικές επιδόσεις, νησίδα σταθερότητας σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον. Η ανάπτυξη εξακολουθεί να υπερβαίνει τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο συμβάλλοντας στην σύγκλιση των εισοδημάτων. Επιπλέον, σε αυτό το δυσμενές περιβάλλον, η δημοσιονομική σύνεση συνιστά σημαντικό πλεονέκτημα για την Ελλάδα

Εντούτοις, η προσήλωση στην ταχεία εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και η τόνωση των παραγωγικών επενδύσεων είναι κρίσιμης σημασίας παράγοντες προκειμένου ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας να επιταχυνθεί στο μέλλον, υπογραμμίζει το ΓΠΚΒ. Πρώτη προτεραιότητα πρέπει να είναι η ταχεία μείωση του δημοσίου χρέους καθώς υπάρχουν ευνοϊκές προϋποθέσεις μέσω της ανάπτυξης, της συνεχιζόμενης διεύρυνσης της φορολογικής βάσης και της δυνατότητας πρόωρης αποπληρωμής των ακριβότερων δανείων του επίσημου τομέα.

Η μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, που είναι ο μεγαλύτερος στην Ευρωζώνη και αποτελεί παράγοντα που δυσχεραίνει την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας, θα οδηγήσει σε ταχύτερες αναβαθμίσεις του αξιόχρεου του Ελληνικού δημοσίου και δύναται να απελευθερώσει στο μέλλον δημοσιονομικό χώρο για νέες παρεμβάσεις που θα ενισχύουν την παραγωγική δυναμική της εθνικής οικονομίας. Υπάρχει εξάλλου ένας πρόσθετος λόγος, για τον οποίο η διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας και αξιοπιστίας είναι αναγκαία.

Ειδικότερα, για την Ελλάδα, γεγονότα βραχυπρόθεσμης αύξησης της αβεβαιότητας σε άλλες χώρες (όπως η πολιτική αστάθεια στη Γαλλία) ή μια συνετή εγχώρια δημοσιονομική πολιτική σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα (όπως, για παράδειγμα, η ταχεία μείωση του δημοσίου χρέους που αναφέραμε ως προτεραιότητα παραπάνω) μετατοπίζουν ευνοϊκότερα τις αποδόσεις των Ελληνικών κρατικών ομολόγων σε σχέση με αυτές άλλων χωρών, και απομακρύνουν περισσότερο τη χώρα από το αντίστοιχο “βλέμμα” των αγορών ομολόγων. Αυτό ισχύει και αντίστροφα.

Σύμφωνα με το ΓΠΚΒ, μια μη συνετή εγχώρια δημοσιονομική πολιτική θα αυξήσει τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων, θα φέρει τη χώρα πιο κοντά σε αυτό το οπτικό πεδίο των διεθνών αγορών, και θα επιβραδύνει τις επενδύσεις.

 

Οι οικονομικές και δημοσιονομικές επιδόσεις

Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία, το ΑΕΠ παρουσίασε αύξηση 1,7% το δεύτερο τρίμηνο του 2025 σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2024, ενώ το αντίστοιχο μέγεθος στην Ευρωζώνη είναι 1,5%. Σε αυτή την επίδοση συνετέλεσαν η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης (1,1%), η αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (1,9% συνολικά, 3,9% για υπηρεσίες και -1,1% για αγαθά) και η αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης (0,7%).

Οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξήθηκαν κατά 6,5% με αύξηση σε όλες τις συνιστώσες. Θετική για τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ ήταν η συμβολή της μείωσης των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (μείωση 3,2% συνολικά, αύξηση 1,5% για υπηρεσίες και μείωση 4,8% για αγαθά).

Ειδικά για τις επενδύσεις, σημαντικό είναι το γεγονός ότι, πλέον αυξάνονται σταθερά και στηρίζουν την οικονομική ανάκαμψη.Σύμφωνα με την ΤτΕ, η συμβολή τους στον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης φθάνει μεταπανδημικά κατά μέσο όρο τις 1,6 ποσοστιαίες μονάδες (ποσ. μον.), έναντι μόλις 0,3 ποσ. μον. στην ευρωζώνη.

Παραμένει όμως σημαντικό το επενδυτικό κενό στην Ελλάδα σε σχέση με την ευρωζώνη, αφού, παρά την έντονη αύξησή τους, οι επενδύσεις στην Ελλάδα το 2025 αναμένεται να διαμορφωθούν κοντά στο 16% του ΑΕΠ έναντι περίπου 21% στην ευρωζώνη.

Η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και η συνακόλουθη ενίσχυση της εμπιστοσύνης συνέβαλαν καθοριστικά στην άνοδο των επενδύσεων την τελευταία πενταετία. Ιδιαίτερα θετικά στη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος επέδρασε η ανάκτηση πιστοληπτικής αξιολόγησης στην επενδυτική κατηγορία για τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου το 2023.

Παράλληλα, η αποτελεσματική εποπτεία του τραπεζικού συστήματος, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών επέτρεψαν στα πιστωτικά ιδρύματα να χρηματοδοτούν πιο ενεργά την οικονομία, εδραιώνοντας τη θετική πορεία των επενδύσεων. Πράγματι, το 2024 και στη διάρκεια του 2025 η τραπεζική χρηματοδότηση των επιχειρήσεων ενισχύθηκε και το κόστος δανεισμού υποχώρησε.

Από την άλλη, η δημοσιονομική πολιτική παραμένει συνετή και αποτελεσματική, με εντυπωσιακές επιδόσεις. Τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται με μόνιμο τρόπο, καθώς οι εντατικές προσπάθειες καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας αποδίδουν πλέον απτά και μετρήσιμα αποτελέσματα.

Επιτυγχάνονται επομένως σταθερά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, δημιουργώντας τον απαραίτητο δημοσιονομικό χώρο τόσο για ουσιαστικές φοροελαφρύνσεις όσο και για τη χρηματοδότηση πρόσθετων δημόσιων δαπανών για επενδύσεις και για στήριξη των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.

Οι παρεμβάσεις αυτές, αν και μόνιμου χαρακτήρα, δεν θέτουν σε κίνδυνο τη δημοσιονομική ισορροπία και είναι απολύτως σύμφωνες με τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες. Παράλληλα, το δημόσιο χρέος μειώνεται με ταχύ ρυθμό, ενισχύοντας την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής και ελαφρύνοντας τα βάρη των επόμενων γενεών.

Οι δημοσκοπήσεις, η Επενδυτική Βαθμίδα και η Goldman Sachs - Γιατί οι διεθνείς οίκοι όχι μόνο δεν φοβούνται τις κυβερνήσεις συνεργασίας αλλά τις επιδιώκουν - Το «προεκλογικό δώρο», η δικαίωση του Radar, η στροφή Τσίπρα και η ψήφος εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία και το τραπεζικό σύστημα!

Οι προοπτικές για την ανάπτυξη

Από την πλευρά του το ΚΕΠΕ επισημαίνει ότι, η ήπια επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης στο δεύτερο τρίμηνο, δεν φαίνεται να συνιστά ένδειξη κάποιας συστηματικής μεταβολής στη δυναμική της ελληνικής οικονομίας, καθώς απορρέει κατά κύριο λόγο από μεμονωμένες βραχυχρόνιες μεταβολές, οι επιδράσεις των οποίων αντιστάθμισαν σε ένα βαθμό η μία την άλλη.

Ενδεικτικά, σημαντική θετική επίδραση στον ρυθμό ανάπτυξης προέκυψε από μία απότομη κάμψη την οποία παρουσίασαν κατά το δεύτερο τρίμηνο οι εισαγωγές αγαθών και ειδικότερα οι εισαγωγές καυσίμων. Παράλληλα, σε συγκράτηση του ρυθμού ανάπτυξης κατά την ίδια περίοδο συνέτεινε η παρατηρούμενη έντονη αναστροφή της πορείας των αποθεμάτων, η παρατεταμένη ταχεία συσσώρευση των οποίων είχε λειτουργήσει ενισχυτικά για τον ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ τα προηγούμενα τρίμηνα.

Σύμφωνα τις εκτιμήσεις του ΚΕΠΕ, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ για το 2025 προβλέπεται στο 2,1%, εκτίμηση η οποία συνιστά μία ελαφρά προς τα κάτω αναθεώρηση της αντίστοιχης προηγούμενης πρόβλεψης του ΚΕΠΕ (2,2%). Η εκτίμηση αυτή, αντανακλά την προαναφερόμενη ήπια υποχώρηση του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο δεύτερο τρίμηνο, παράλληλα με την ευνοϊκή εξέλιξη της πλειονότητας των μεταβλητών που λαμβάνονται υπόψιν για την πρόβλεψη.

Το ΚΕΠΕ καταλήγει σημειώνοντας ότι, η σταθερά θετική προοπτική ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας με βάση την εικόνα που απορρέει από τα στοιχεία του δεύτερου τρίμηνο του 2025, ενισχύεται από τις ενδείξεις για αυξημένη δυναμική των κλάδων του τουρισμού και των κατασκευών, από την επικείμενη εφαρμογή θεσμοθετημένων και εξαγγελθέντων μέτρων πολιτικής που θα συμβάλουν στην ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, από τις προσδοκίες επιτάχυνσης της εκτέλεσης του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένου τους σκέλους που χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης, καθώς και από τις βελτιωμένες οικονομικές συνθήκες στην ΕΕ και το σταθερότερο κλίμα που διαμορφώνεται από τη συμφωνία μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ για τους δασμούς.

Από την άλλη πλευρά, οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες που απορρέουν στην παρούσα συγκυρία από το εξωτερικό περιβάλλον και τις γεωπολιτικές εξελίξεις παραμένουν σοβαροί, τονίζοντας την ανάγκη ενίσχυσης της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας μέσω μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων για την ενδυνάμωση της παραγωγικής της βάσης.

Ειδικότερα, η προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων προϋποθέτει τη δημιουργία ενός σταθερού και φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Κρίσιμες παρεμβάσεις περιλαμβάνουν τη μείωση της γραφειοκρατίας μέσω της ψηφιοποίησης των δημόσιων υπηρεσιών, την απλοποίηση διαδικασιών με υψηλό διοικητικό κόστος και την ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης.

Αγοραστική δύναμη Ελλήνων: Χρειαζόμαστε ακόμη 15 χρόνια για να φτάσουμε τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά επίπεδα

Το πρόβλημα του πληθωρισμού

Στο “μέτωπο” της ακρίβειας, τα καλά νέα ήρθαν από την Eurostat, καθώς κατέγραψε σημαντική μείωση του πληθωρισμού στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο.Ειδικότερα, με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή της Eurostat, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα σε ετήσια βάση (σύγκριση με Σεπτέμβριο 2024) μειώθηκε στο 1,8% από 3,1% τον Αύγουστο, ενώ στην Ευρωζώνη αυξήθηκε στο 2,2% από 2%.

Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα ήταν ο τρίτος χαμηλότερος στην Ευρωζώνη τον Σεπτέμβριο, μαζί με αυτόν της Ιταλίας, μετά την Κύπρο (0%) και τη Γαλλία (1,1%).

Ωστόσο, η αποκλιμάκωση αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη υποχώρηση του ενεργειακού πληθωρισμού κατά 3,7% τον Σεπτέμβριο, κυρίως λόγω πτώση της τιμής χονδρικής στο ηλκτρικό ρεύμα. Σημειώνεται ότι ο δείκτης της ενέργειας τον Αύγουστο είχε μειωθεί κατά 1,9%, ενώ τον Ιούλιο κατέγραφε οριακή αύξηση κατά 0,7%. Αντιθέτως, το πρόβλημα παραμένει στον δομικό πληθωρισμό, ο οποίος δεν περιέχει ενέργεια και μη επεξεργασμένα τρόφιμα.

Σύμφωνα και με τα στοιχεία της ΤτΕ, ο γενικός πληθωρισμός, παρότι παρουσίασε στοιχεία επιμονής από το Μάιο έως και τον Ιούλιο του 2025, κυρίως λόγω του υψηλού πληθωρισμού των υπηρεσιών αλλά και της αύξησης των τιμών στα είδη διατροφής, τον Αύγουστο υποχώρησε στο 3,1%, μειώνοντας τη θετική διαφορά σε σχέση με τον πληθωρισμό της ευρωζώνης.

Εξακολουθεί όμως να βρίσκεται αρκετά πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό πληθωρισμό (2,0%).Οι ανοδικές πιέσεις στις τιμές προκύπτουν από τις υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης της στέγασης, ενώ ενισχύθηκε και ο πληθωρισμός τροφίμων.

Σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις, ο εναρμονισμένος πληθωρισμός στην Ελλάδα αναμένεται να υποχωρήσει φέτος στο 3,1% και στο 2,6% το 2026, έναντι 2,1% και 1,7% αντιστοίχως στην Ευρωζώνη. Όπως τονίζεται, αυτή η σημαντική αναθεώρηση επί τα χείρω για τον πληθωρισμό στην Ελλάδα αποδίδεται στη μη αναμενόμενη αύξηση του επιμέρους δείκτη τιμών στα τρόφιμα και στις υπηρεσίες.

Υπενθυμίζεται ότι ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή στην Ελλάδα τον Αύγουστο υποχώρησε στο 3,1% από 3,7% τον Ιούλιο, καθώς κινήθηκαν πτωτικά όλοι οι επιμέρους δείκτες. Ταυτόχρονα, ο δομικός πληθωρισμός υποχώρησε στο 3,9% από 4,3% αντιστοίχως. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει η ΤτΕ, οι διαφορές στον πληθωρισμό, τόσο στον συνολικό όσο και στον δομικό πληθωρισμό, μεταξύ της Ελλάδας και της Ευρωζώνης, παραμένουν σημαντικές.

Πάντως, ο πληθωρισμός τροφίμων στην Ελλάδα καταγράφεται στο 2,6% σύμφωνα με τον εναρμονισμένο δείκτη καταναλωτή της Eurostat, ο οποίος αντικατοπτρίζει τη μεταβολή ανάμεσα στον Αύγουστο 2025 και τον Αύγουστο 2024. Συνολικά η Ευρωπαϊκή Ένωση καταγράφει πληθωρισμό τροφίμων 3,9%. Η Ελλάδα καταγράφει τον συγκεκριμένο μήνα την 4η χαμηλότερη τιμή στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η υψηλότερη τιμή καταγράφεται στη Ρουμανία με 9,1% (η οποία υλοποίησε το προηγούμενο διάστημα αυξήσεις στους συντελεστές ΦΠΑ) και η χαμηλότερη στην Κύπρο με αποπληθωρισμό -2,3% η οποία εφαρμόζει το 2025 μηδενικό συντελεστή ΦΠΑ σε αρκετά βασικά είδη.

Στο στόχαστρο των αρχών οι εκβιαστικές τακτικές των σούπερ μάρκετ

Ενίσχυση του ανταγωνισμού και δημοσιονομική πειθαρχία

Από την πλευρά του το ΓΠΚΒ σημειώνει ότι, ο υψηλότερος πληθωρισμός στη χώρα μας σε σχέση με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο δυσχεραίνει την διεθνή ανταγωνιστικότητα έναντι των εταίρων μας. Οι προσπάθειες ενίσχυσης του ανταγωνισμού όπως και η ανίχνευση και αποτροπή τιμολόγησης σε συνθήκες ολιγοπωλιακής αγοράς θα πρέπει να εντατικοποιηθούν, όπως έχουμε αναφέρει στις προηγούμενες Εκθέσεις του Γραφείου.

Σε αυτή την κατεύθυνση θα βοηθούσε και η πολύπλευρη χρήση ήδη θεσμοθετημένων νέων εργαλείων όπως το ηλεκτρονικό τιμολόγιο (e-invoicing). Η διαβίβαση του ηλεκτρονικού τιμολογίου (υποχρεωτικό από το 2026) όχι μόνο στη φορολογική αρχή αλλά και στην Επιτροπή Ανταγωνισμού θα ενίσχυε τη διαφάνεια στη διαμόρφωση των τιμών στην εφοδιαστική αλυσίδα.

Η χώρα επίσης, σύμφωνα με το ΓΠΚΒ, καλείται να διατηρήσει την δημοσιονομική πειθαρχία ως ισχυρότερο εφόδιο, παραμένοντας ταυτόχρονα προσηλωμένη στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και στη διατήρηση της δυναμικής επενδύσεων σε παραγωγικό κεφάλαιο που ενσωματώνει νέες τεχνολογίες.

Η μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος με έμφαση στη μείωση των φορολογικών βαρών της μισθωτής εργασίας σε συνδυασμό με φορολογικά κίνητρα προσέλκυσης ανθρώπινου δυναμικού με υψηλές δεξιότητες καθώς και η ουσιαστική ενίσχυση έρευνας και καινοτομίας θα επιταχύνουν την διάχυση των νέων τεχνολογιών.

Η αύξηση του διαθέσιμου κεφαλαίου ανά εργαζόμενο θα επιταχύνει την πορεία προς υψηλότερη παραγωγικότητα, θα ενισχύσει συστηματικά τα εισοδήματα και το βιοτικό επίπεδο, ενώ παράλληλα θα βελτιώσει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών. Το τελευταίο, αν και παραμένει σημαντικά ελλειμματικό, την περίοδο Ιανουαρίου- Ιουλίου 2025 παρουσίασε βελτίωση κατά 1,4 δις ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024.

Διαβάστε ακόμη: