Η εισβολή της Ρωσίας στη Ουκρανία και ο πόλεμος που ξέσπασε έχουν προκαλέσει σοβαρές οικονομικές συνέπειες παγκοσμίως μέσω της πρωτοφανούς ανόδου των τιμών της ενέργειας και κυρίως του κόστους προμήθειας φυσικού αερίου, αλλά και μέσω της υψηλής αβεβαιότητας γύρω από τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης. Ειδικά σε ότι αφορά την Ευρώπη, οι κίνδυνοι για τις οικονομικές προοπτικές παραμένουν καθοδικοί.

Σύμφωνα με τις επισημάνσεις της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), στην Ενδιάμεση Έκθεση για την Νομισματική Πολιτική, ευρύτερα οι τρέχουσες προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία περιβάλλονται από ασυνήθιστα υψηλή αβεβαιότητα και οι κίνδυνοι είναι αυξημένοι. Οι κίνδυνοι για την οικονομική ανάπτυξη και τον πληθωρισμό συνδέονται με μια σειρά από αρνητικά ενδεχόμενα, όπως τυχόν κλιμάκωση του πολέμου ή εξάπλωση των γεωπολιτικών εντάσεων, τυχόν νέο γύρο αυξήσεων των διεθνών τιμών της ενέργειας και των τροφίμων και ενδεχόμενη ανεπάρκεια του εφοδιασμού με βασικά εμπορεύματα και επισιτιστική κρίση σε αναπτυσσόμενες οικονομίες.

Επιπρόσθετα, οι αυστηρότερες χρηματοπιστωτικές συνθήκες, καθώς και η ταχύτητα ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής και οι διαφορές σε αυτήν μεταξύ μεγάλων οικονομιών, παραμένουν κεντρικό ζήτημα. Η ορθή άσκηση της περιοριστικότερης νομισματικής πολιτικής περιβάλλεται από δύσκολες επιλογές. Η υπερβολική αύξηση των επιτοκίων μπορεί να αποδειχθεί εξίσου εσφαλμένη με την καθυστερημένη ή μικρή αντίδραση των νομισματικών αρχών.

Σε ό,τι αφορά ιδιαίτερα την Ευρώπη, η ενίσχυση της γεωπολιτικής αβεβαιότητας, η επιδείνωση της ενεργειακής κρίσης εν μέσω μιας πιθανής ολικής διακοπής των εξαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη ή, αλλά και οι συνεχιζόμενες πανδημικές επιπτώσεις στην Κίνα, θα δυσχεράνουν αφενός την αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων και αφετέρου την περαιτέρω εξομάλυνση της λειτουργίας των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων.

Παράλληλα, μια περαιτέρω επιδείνωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών, σε συνάρτηση με το υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Αντίθετα, η εμπροσθοβαρής υλοποίηση επενδύσεων για την πράσινη μετάβαση θα στηρίξει τις μεσοπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές.

«Ψυχρές» διαπιστώσεις για την ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη

Φταίει μόνο ο πόλεμος για την εκτίναξη των τιμών;

Ενδιαφέρον πάντως έχει η ανάλυση της ΤτΕ για την εξάπλωση της ενεργειακής κρίσης στην Ευρώπη, σύμφωνα με την οποία, η διατάραξη της προσφοράς ρωσικού φυσικού αερίου που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία και ο διεθνής ανταγωνισμός για την εξασφάλιση των αναγκαίων προμηθειών δικαιολογούν εν μέρει τη σημαντική άνοδο στις τιμές του φυσικού αερίου. H αύξηση όμως της τιμής του δείκτη τιμών φυσικού αερίου TTF, στον βαθμό που οφείλεται σε παράγοντες ζήτησης και προσφοράς, θα πρέπει να είναι συγκρίσιμη με την αντίστοιχη αύξηση των τιμών των εναλλακτικών συμβολαίων.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, η υπερβολική άνοδος της τιμής του TTF το καλοκαίρι του 2022 σε σχέση με τις τιμές σε εναλλακτικές αγορές φαίνεται ότι σχετίζεται με τις επενδυτικές θέσεις των διαπραγματευτών και τους αυξημένους κινδύνους των χαρτοφυλακίων τους μετά από τις προαναφερθείσες εξελίξεις. Κατά συνέπεια, η κρατική στήριξη μέσω της παροχής ρευστότητας ή άλλων μορφών ενίσχυσης καθώς και η απόφαση της ΕΕ για εφαρμογή ενός δυναμικού διαδρόμου τιμών σε συνδυασμό με τη συζήτηση για επιβολή ανώτατης τιμής στο φυσικό αέριο είχαν θετική επίδραση στην αποτίμηση των κινδύνων και των λοιπών χρηματοοικονομικών –αποσυνδεδεμένων από την προσφορά και τη ζήτηση– παραγόντων, με αποτέλεσμα τη μείωση της τιμής του φυσικού αερίου.

Αναλυτικότερα, η ΕΕ προμηθεύεται φυσικό αέριο κυρίως από έξι χώρες (πέρα από τη Ρωσία): Αλγερία, Αζερμπαϊτζάν, Δανία, ΗΠΑ, Νορβηγία και Ολλανδία. Ως εκ τούτου, οι τιμές διασυνοριακής παράδοσης φυσικού αερίου παρουσιάζουν διακυμάνσεις και μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.Οι διαφορές αυτές ενδεχομένως οφείλονται στο γεγονός ότι ένα σημαντικό ποσοστό των συναλλαγών στην ΕΕ καλύπτεται από διμερή μακροχρόνια συμβόλαια προμήθειας φυσικού αερίου μεταξύ των παρόχων στην εκάστοτε εγχώρια αγορά και των προμηθευτών, τα οποία συνάπτονται εκτός χρηματιστηριακής αγοράς και, κατά περίπτωση, συνήθως συνδέονται είτε με το πετρέλαιο (oil-indexed) είτε με το δείκτη κάποιου σημείου αποτίμησης φυσικού αερίου (hub-indexed).

Στην Ευρώπη, το ολλανδικό σημείο αποτίμησης (pricing hub) συγκεντρώνει το μεγαλύτερο όγκο συναλλαγών σε φυσικό αέριο, με αποτέλεσμα ο αντίστοιχος δείκτης τιμών φυσικού αερίου (TTF) να έχει επικρατήσει ως ο ευρωπαϊκός δείκτης αναφοράς. Η τιμή του φυσικού αερίου στα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures) διαμορφώνεται από τη διαχρονική προσφορά και ζήτηση.Ταυτόχρονα, καθώς η αγορά φυσικού αερίου δεν είναι ενιαία διεθνώς, ενδεχόμενες μεταβολές (π.χ. από την πλευρά της προσφοράς) στις συνθήκες που επικρατούν στην ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου μπορεί να οδηγήσουν σε διαφοροποίηση των τιμών του εμπορεύματος σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο.

Η ΤτΕ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, η υπερβολική άνοδος της τιμής του φυσικού αερίου στην Ευρώπη, όπως αποτυπώνεται στις τιμές των συμβολαίων TTF, αντανακλά εκτός από τα θεμελιώδη μεγέθη της αγοράς και χρηματοοικονομικούς παράγοντες, όπως τα ασφάλιστρα κινδύνων των αντισυμβαλλομένων.

Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγεί και η παρατήρηση ότι η εξέλιξη της τιμής του TTF παρουσίασε σημαντική απόκλιση προς τα κάτω σε σχέση με τα ασφάλιστρα κινδύνου των μεγάλων ευρωπαϊκών εταιριών ενέργειας, αφότου ορισμένες χώρες της ΕΕ παρείχαν κρατική στήριξη σε εγχώριες εταιρίες ενέργειας είτε με τη μορφή εγγυήσεων και παροχής ρευστότητας είτε με τη διάσωση των εταιριών αυτών. Προς την ίδια κατεύθυνση αποκλιμάκωσης της τιμής του TTF φαίνεται ότι έχει επίσης συμβάλει, από το Σεπτέμβριο, η συζήτηση για θεσμικές παρεμβάσεις της ΕΕ στην αγορά ενέργειας.

Πλήγμα στην εμπιστοσύνη των καταναλωτών από την ενεργειακή κρίση

Τα μέτρα αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης

Όπως σημειώνει στην έκθεσή της η ΤτΕ, από το φθινόπωρο του 2021 η ΕΕ, για να αντιμετωπίσει τις ραγδαίες αυξήσεις των τιμών του φυσικού αερίου, έχει προτείνει μια δέσμη παρεμβάσεων οι οποίες στοχεύουν στην ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, στον περιορισμό της ζήτησης και στη συγκράτηση των τιμών. Από την πλευρά της προσφοράς, βασική φιλοδοξία είναι η απεξάρτηση της ΕΕ από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα και η ενίσχυση της ανθεκτικότητας του ενεργειακού συστήματος της Ευρώπης, μέσω της διαφοροποίησης του εφοδιασμού –συνιστώσα της οποίας αποτελούν οι αυξημένες εισαγωγές LNG εκτός Ρωσίας– και της επιτάχυνσης της ανάπτυξης των ΑΠΕ.

Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση των τιμών του φυσικού αερίου, υπενθυμίζεται ότι τον Οκτώβριο του 2022 οι ηγέτες της ΕΕ ζήτησαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή την επείγουσα υποβολή συγκεκριμένων νομοθετικών προτάσεων σχετικά με πρόσθετες παρεμβάσεις για την άμεση μείωση των τιμών, οι οποίες περιλαμβάνουν έναν προσωρινό δυναμικό διάδρομο τιμών (“dynamic price corridor”) για τις συναλλαγές φυσικού αερίου στο πλαίσιο του TTF για να περιοριστούν άμεσα οι υπερβολικές τιμές. Ταυτόχρονα, ενέκριναν την ανάπτυξη ενός νέου συμπληρωματικού δείκτη αναφοράς, έως τις αρχές του 2023, που θα αποτυπώνει με μεγαλύτερη ακρίβεια τις συνθήκες στην αγορά φυσικού αερίου και τον αυξανόμενο ρόλο του LNG στο ενεργειακό μίγμα.

Για την ΤτΕ είναι σημαντικό ότι οι ηγέτες της ΕΕ αναγνώρισαν την ανάγκη για βελτιώσεις στη λειτουργία των αγορών ενέργειας, ώστε να αυξηθεί η διαφάνεια, να αμβλυνθεί η πίεση ρευστότητας και να εξαλειφθούν οι παράγοντες που οξύνουν την αστάθεια των τιμών του φυσικού αερίου, με ταυτόχρονη μέριμνα για τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

Τέλος, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κάλεσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να επιταχύνει τις εργασίες για τη διαρθρωτική μεταρρύθμιση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, με στόχο την αποσύνδεση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας από αυτές του φυσικού αερίου. Επίσης η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο Υπουργών Ενέργειας συγκεκριμένες νομοθετικές προτάσεις που περιέχουν, μεταξύ άλλων, έναν μηχανισμό διόρθωσης της τιμής των παραγώγων TTF επόμενου μήνα και ένα μηχανισμό διαχείρισης της ενδοημερήσιας αστάθειας των τιμών στις αγορές ενεργειακών παραγώγων.

Η ενεργειακή στρατηγική της ΕΕ συμπληρώνεται βραχυπρόθεσμα από έκτακτα μέτρα στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων σε εθνικό επίπεδο, ώστε να μετριαστούν οι επιπτώσεις του πολύ υψηλού ενεργειακού κόστους στην κατανάλωση και την παραγωγή. Συνολικά, τα ενεργειακά μέτρα της ΕΕ, στο βαθμό που θα επιτύχουν την αποκλιμάκωση των τιμών του φυσικού αερίου, τον περιορισμό της υπερβολικής μεταβλητότητάς τους και τη μείωση της αβεβαιότητας, θα βοηθήσουν τα κράτη-μέλη στην άσκηση μιας πιο βιώσιμης και αποτελεσματικής δημοσιονομικής πολιτικής και στη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης.

Τα μέτρα έκτακτης ανάγκης της ΕΕ το Σεπτέμβριο του 2022 για τη διοχέτευση των πλεοναζόντων εσόδων των ηλεκτροπαραγωγών που χρησιμοποιούν τις λεγόμενες “υπο-οριακές” (inframarginal) τεχνολογίες για την παραγωγή ρεύματος (όπως ΑΠΕ, πυρηνική ενέργεια και λιγνίτης) προς τη στήριξη και την προστασία των τελικών καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας (μέχρι τον Ιούνιο του 2023), καθώς και η υποχρεωτική συνεισφορά αλληλεγγύης επί των κερδών των επιχειρήσεων που
δραστηριοποιούνται στους τομείς του αργού πετρελαίου, του φυσικού αερίου, του γαιάνθρακα και των διυλιστηρίων (μέχρι τον Δεκέμβριο του 2023), αναμένεται ότι θα ενισχύσουν τα δημόσια έσοδα και θα επιτρέψουν την άμβλυνση των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης.

ΥΠΕΝ: Κάτω από 591 εκατ. ευρώ τα υπερκέρδη - Πως θα υπολογιστεί το έκτακτο τέλος 90%

Η ενεργειακή κρίσης και η θέση της Ελλάδας

Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, η ΤτΕ επισημαίνει ότι βρίσκεται σε φάση μετασχηματισμού τόσο στην παραγωγή όσο και στην κατανάλωση ενέργειας. Η παραγωγή ενέργειας πλέον απαιτείται να λαμβάνει υπόψη και την επίπτωσή της στο περιβάλλον, όπως εκφράζεται από το αποτύπωμά της σε ρύπους, ωστόσο η σύγχρονη μη ρυπογόνος ενέργεια δεν επαρκεί σε ποσότητα άμεσα διαθέσιμη όποτε και όσο χρειάζεται.

Σημαντικά βήματα

Κατά την τελευταία δεκαετία είναι φανερό ότι η Ελλάδα έχει πραγματοποιήσει σημαντικά βήματα, μεταβάλλοντας το χρησιμοποιούμενο ενεργειακό μίγμα και αναπτύσσοντας τη χρήση ΑΠΕ. Ωστόσο, παραμένει η εξάρτηση από ρυπογόνες πηγές ενέργειας, όπως το πετρέλαιο. Η εξάρτηση της Ελλάδος από την παροχή φυσικού αερίου για τελική κατανάλωση είναι χαμηλότερη από εκείνη των χωρών της ζώνης του ευρώ.

Μάλιστα, ένα σημαντικό μέρος του φυσικού αερίου αποτελεί εισροή για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, γεγονός που παρέχει ευελιξία με δυνατότητες υποκατάστασής του σε περίπτωση ασυνέχειας στην ομαλή του προμήθεια. Η χρήση του για τελική κατανάλωση είναι χαμηλότερη σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ τόσο από τα νοικοκυριά όσο και από τη βιομηχανία, παρά την αύξηση της χρήσης του τα τελευταία χρόνια, γεγονός που περιορίζει σχετικά τον κίνδυνο, λόγω διακοπής παροχής του, για την Ελλάδα.

Πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο

Σε κάθε περίπτωση πάντως, η ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδος βρίσκεται σταθερά πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και ακολουθεί ανοδική τάση. Ταυτόχρονα, η παραγωγικότητα6 της χρησιμοποιούμενης ενέργειας επιδεινώθηκε την περίοδο της οικονομικής κρίσης, με μικρή σταδιακή βελτίωση την τελευταία δεκαετία.

Επιπλέον, η κλιματική αλλαγή ενίσχυσε την ανάγκη για μετάβαση στη μη ρυπογόνο ενέργεια μέσω των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ), παρά το αυξημένο κόστος, που όμως βαίνει μειούμενο, και την περιορισμένη ακόμη παραγωγή τους. Η ανάπτυξη των ΑΠΕ άλλωστε μπορεί να μειώσει όχι μόνο το περιβαλλοντικό αποτύπωμα, αλλά και τις εισαγωγές ενεργειακών πρώτων υλών.

Η κατανάλωση ενέργειας τα τελευταία χρόνια

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει η ΤτΕ, το μερίδιο των διαφόρων πηγών ενέργειας στην παραγωγή και την τελική κατανάλωση ενέργειας διαφέρει διαχρονικά στην Ελλάδα σε σχέση με τις χώρες της ζώνης του ευρώ. Η πρωτογενής παραγωγή ενέργειας στην Ελλάδα συνεχίζει να βασίζεται περισσότερο σε ρυπογόνες πηγές, με διακυμάνσεις από έτος σε έτος. Εντούτοις, στα πρόσφατα έτη της πανδημίας παρατηρείται σταδιακή αύξηση της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ, τόσο στην Ελλάδα όσο και στις χώρες της ζώνης του ευρώ.

Επιπλέον 1,5 δις θα λάβει η Ελλάδα από την Κομισιόν για την ενεργειακή μετάβαση

Τα ποσοστά των ΑΕΠ

Η εξέλιξη αυτή συνάδει με τις πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την πράσινη μετάβαση. Μάλιστα, στην Ελλάδα το ποσοστό συμμετοχής των ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ξεπέρασε εκείνο του λιγνίτη και ανήλθε σε 21,7% το 2021, υπερβαίνοντας το στόχο του 20% σύμφωνα με τις κοινοτικές οδηγίες. Η αύξηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ καθιστά την Ελλάδα μία από τις χώρες που καλύπτουν ήδη τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης (συγκεκριμένα το Στόχο 7 του ΟΗΕ), ενώ έχουν ήδη καταγραφεί ώρες με κατανάλωση ενέργειας που έχει παραχθεί αποκλειστικά από ΑΠΕ.

Οι μεταβολές της τελευταίας δεκαετίας σε όλες τις κατηγορίες ήταν μεγαλύτερες για την Ελλάδα σε σχέση με το σύνολο των χωρών της ζώνης του ευρώ . Τον πλέον ενεργοβόρο τομέα της οικονομίας αποτελούν για την Ελλάδα και το σύνολο των χωρών της ζώνης του ευρώ οι μεταφορές.

Το μερίδιο των μεταφορών στην τελική κατανάλωση ωστόσο είναι μεγαλύτερο για την Ελλάδα. Ειδικότερα, οι μεταφορές αντιπροσωπεύουν το 35,5% της συνολικής εγχώριας κατανάλωσης, έναντι 28,6% στην ευρωζώνη.

Ταυτόχρονα όμως μείωσαν το μερίδιό τους στην κατανάλωση κατά 5,2 ποσοστιαίες μονάδες (ποσ. μον.) την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα και κατά 1 ποσ. μον. στη ζώνη του ευρώ.

Το μερίδιο της κατανάλωσης ενέργειας από τα νοικοκυριά εμφανίζεται αυξημένο την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα, καταλαμβάνοντας το 29,6% της συνολικής τελικής κατανάλωσης το 2020. Αντίστοιχα, στο σύνολο των χωρών της ζώνης του ευρώ τα νοικοκυριά κατανάλωσαν το 27,5% της ενέργειας το 2020, διατηρώντας περίπου σταθερό μερίδιο.

Σύμφωνα με το παραγωγικό υπόδειγμα της ελληνικής οικονομίας, που βασίζεται περισσότερο στον τριτογενή τομέα, η βιομηχανία συμμετέχει στη συνολική κατανάλωση ενέργειας με μερίδιο 17,4% το 2020, έναντι 26,1% στην ευρωζώνη. Η ελληνική βιομηχανία αύξησε την παραγωγικότητα της ενέργειας που χρησιμοποιεί, καθώς το μερίδιό της στην κατανάλωση μειώθηκε την περίοδο 2010-2020.

Μεταξύ 65 και 70 δολαρίων ανά βαρέλι το πλαφόν της ΕΕ στο ρωσικό πετρέλαιο

Τα προϊόντα πετρελαίου

Το ποσοστό συμμετοχής των προϊόντων πετρελαίου στη χρησιμοποιούμενη ενέργεια βαίνει μειούμενο στην Ελλάδα, αλλά υπερβαίνει ακόμη το μέσο επίπεδο της ζώνης του ευρώ. Παρά τη σημαντική μείωση της χρήσης πετρελαίου και πετρελαιοειδών την περίοδο 2010-2020, αυτή η πηγή ενέργειας εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει το ήμισυ της συνολικής κατανάλωσης για την Ελλάδα, έναντι 35,1% για τις χώρες της ευρωζώνης. Ακολουθεί ο ηλεκτρισμός (έχοντας ενσωματώσει άλλες πηγές ενέργειας ως εισροή) με μερίδιο 28,2% το 2020 στην Ελλάδα και 23,8% στην ευρωζώνη.

Το φυσικό αέριο (όσον αφορά μόνο τελική κατανάλωση, όχι μετασχηματισμό για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας) χρησιμοποιείται κατά 7,6% στην Ελλάδα, ενώ στις χώρες της ζώνης του ευρώ το μερίδιο που καταλαμβάνει ανήλθε σε 23,7%. Οι ΑΠΕ (ως μέσο για χρήση σε τελική κατανάλωση) αύξησαν το μερίδιό τους την περίοδο 2010-2020, που διαμορφώθηκε σε 11,9% για την Ελλάδα, έναντι 10,5% στις χώρες της ευρωζώνης το 2020.

Η προσαρμογή της Ελλάδος ήταν ταχύτερη, καθώς η κατανάλωση ενέργειας από ΑΠΕ αύξησε το μερίδιό της κατά 5,1 ποσ. μον., έναντι 2,4 ποσ. μον. για τις χώρες της ευρωζώνης, ξεπερνώντας το αντίστοιχο επίπεδο της ζώνης του ευρώ, ενώ το μερίδιο των στερεών ορυκτών καυσίμων είναι περιορισμένο.

Διαβάστε ακόμη: