Με το ξεκίνημα της νέας χρονιάς, η ελληνική και η ευρωπαϊκή οικονομία εκδηλώνουν προβλεπόμενα σημάδια επιβράδυνσης λόγω των επιπτώσεων της συνεχιζόμενης διεθνούς γεωπολιτικής κρίσης και του πολέμου στην Ουκρανία. Για τον λόγο αυτό, ο δημοσιονομικός σχεδιασμός της χώρας και η υλοποίησή του διατηρούν τον κρίσιμο ρόλο τους στην στήριξη της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.

Αυτό είναι και το βασικό συμπέρασμα της τελευταίας έκθεσης του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου (ΕΔΣ) για τις οικονομικές εξελίξεις. Ταυτόχρονα, η παράταση της αναστολής της ισχύος των κανόνων του εθνικού και ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου για το έτος 2023, σε συνδυασμό με το πέρας της περιόδου Ενισχυμένης Εποπτείας για τη χώρα, επιτρέπουν σχετική ευελιξία και δυνατότητα άσκησης διακριτικής δημοσιονομικής πολιτικής.

Την ίδια ώρα όμως, όπως σημειώνει το ΕΔΣ, καθιστούν απαραίτητη την επίδειξη δημοσιονομικής υπευθυνότητας και αυτοπειθαρχίας, ώστε να αποφευχθούν κίνδυνοι ως προς τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών. Από την πλευρά του ο ΟΟΣΑ, στην ειδική έκθεσή του για την ελληνική οικονομία, επισημαίνει ότι, η διατήρηση της ανάκαμψης απαιτεί να συνεχισθεί η αντιμετώπιση μακροχρόνιων προβλημάτων της οικονομίας και να εφαρμοσθεί πλήρως το φιλόδοξο Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με παράλληλο έλεγχο των πληθωριστικών πιέσεων, στήριξη της δημοσιονομικής ευρωστίας και ολοκλήρωση της εξυγίανσης των τραπεζών.

Σύμφωνα με τις βασικές επισημάνσεις του διεθνούς οργανισμού, η επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα είναι ενδεδειγμένη, καθώς μάλιστα είναι υψηλός ο πληθωρισμός και έχει μειωθεί η διαθέσιμη παραγωγική δυναμικότητα. Από την άλλη, ο περιορισμός των ακαθάριστων δανειακών αναγκών και η μείωση του δημόσιου χρέους είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την πιστοληπτική αναβάθμιση της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα, η οποία θα διεύρυνε τη χρηματοδότηση και τις επενδύσεις.

Επιπλέον, η αποτελεσματική υλοποίηση του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η διεύρυνση του μείγματος των φορολογικών εσόδων και η βελτίωση των επιδόσεων του δημόσιου τομέα θα επιτρέψουν τη καλύτερη δημοσιονομική στήριξη των επενδύσεων, των εισοδημάτων και της δικαιοσύνης. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων είναι καθοριστική για μία διαρκή ανάκαμψη.

Η πλήρης εξυγίανση των τραπεζών με την εκκαθάριση των υφιστάμενων μη εξυπηρετούμενων δανείων και την αύξηση της κεφαλαιακής βάσης τους είναι αναγκαία για να μπορούν αυτές να χρηματοδοτήσουν μία σταθερή ανάπτυξη και πρέπει να συνοδευθεί από την ανάπτυξη εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης.

Εμπόδια στην οικονομική ανάκαμψη

Επιστρέφοντας στην έκθεση του ΕΔΣ, και αναφορικά με τις μακροοικονομικές προβλέψεις για το 2023, ο υψηλός πληθωρισμός προβλέπεται να συνεχίσει το ερχόμενο έτος, με διαφοροποιήσεις ως προς την ένταση και τη διάρκεια του. Πηγές αβεβαιότητας αποτελούν οι γεωπολιτικές εξελίξεις και ο πόλεμος στην Ουκρανία κυρίως ως προς τις επιπτώσεις τους στον ενεργειακό εφοδιασμό και τις πηγές ενέργειας σε Ευρώπη και Ελλάδα.

Συν τοις άλλοις, η αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού θα κριθεί στην αποφυγή υφεσιακών επιδράσεων από την αύξηση των επιτοκίων και του κόστους δανεισμού στην ανάληψη επενδυτικών προγραμμάτων, αλλά και την εξυπηρέτηση δανείων νοικοκυριών και επιχειρήσεων.

Σύμφωνα με το ΕΔΣ, οι δυσμενείς επιπτώσεις της αύξησης των επιτοκίων διεθνώς, η επίδοση της χώρας στην απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και ο αντίκτυπος της ενεργειακής και πληθωριστικής κρίσης στα δημόσια οικονομικά αποτελούν πρόσθετες πηγές αβεβαιότητας.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε και το αντίκτυπο των εξελίξεων των ανωτέρω στοιχείων στα δημόσια οικονομικά, μέσω πιθανών πιέσεων στην εισπραξιμότητα των φόρων και τη πορεία των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο, από την πλευρά των εσόδων, καθώς και την ανάγκη επιπλέον δημοσιονομικής στήριξης επιχειρήσεων και νοικοκυριών από την πλευρά των δαπανών.

Οι κίνδυνοι πολλαπλασιάζονται υπό το φως διαχρονικών αδυναμιών που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, όπως το επίμονα υψηλό δημόσιο χρέος, το ελλειμματικό εξωτερικό ισοζύγιο, η υψηλή ανεργία, το υψηλό ιδιωτικό χρέος και το ακόμη υψηλό απόθεμα ΜΕΔ στον τραπεζικό τομέα. Τέλος, μη αμελητέα αβεβαιότητα εντοπίζεται στον πιθανό αντίκτυπο του εκλογικού κύκλου στα δημόσια οικονομικά και την πιθανή καθυστέρηση εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων στην οικονομία ιδιαίτερα στο ενδεχόμενο μετεκλογικής πολιτικής αστάθειας.

Σε «κλοιό» προκλήσεων το 2023 η ελληνική οικονομία

Οι εξελίξεις στο “μέτωπο” του προϋπολογισμού

Στο σκέλος της εκτέλεσης του Κρατικού Προϋπολογισμού, το ΕΔΣ σημειώνει ότι τα αποτελέσματα του 2022 χαρακτηρίζονται από σταδιακή επαναφορά σε συνθήκες δημοσιονομικής σταθερότητας λόγω της απόσυρσης μεγάλου μέρους των υποστηρικτικών μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας και της έντονης ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας ιδιαίτερα κατά το πρώτο μισό του τρέχοντος έτους.

Ειδικά η σημαντική ενίσχυση των φορολογικών εσόδων οφείλεται στην αύξηση του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) και του πληθωρισμού, ενώ μικρότερη βελτίωση καταγράφηκε στο σκέλος των δαπανών, με την πορεία εκτέλεσης του Κρατικού Προϋπολογισμού να βρίσκεται εντός προβλέψεων.

Η Ελλάδα, με υψηλά επίπεδα κοινωνικής στήριξης και άρα από τα υψηλότερα δημοσιονομικά ελλείμματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης, κατάφερε μια οριακή μείωση των οικονομικών ανισοτήτων και του ποσοστού των ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα, αν και τα προβλήματα αυτά εξακολουθούν να αποτελούν ιδιαίτερες προκλήσεις για την ελληνική οικονομία και κοινωνία.

Για το 2023 αναθεωρούνται οι προβλέψεις του Προγράμματος Σταθερότητας 2022- 2025 (Απρίλιος 2022), προς το δυσμενέστερο για το Ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης από -1,4% σε -2% και για το πρωτογενές πλεόνασμα από +1,1% σε +0,7% αντίστοιχα, κυρίως λόγω της αναθεώρησης της αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας από 4,8% σε 1,8% και λόγω της ανάγκης επέκτασης δημοσιονομικών παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων και του ενεργειακού κόστους σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.

Το ΕΔΣ επισημαίνει ότι, οι προβλέψεις του Κρατικού Προϋπολογισμού 2023, είναι συντηρητικότερες από τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Σημειωτέο ότι, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπολογίζει υψηλότερη αύξηση της φορολογικής βάσης λόγω του υψηλότερου πληθωρισμού που προβλέπει (6%) σε σχέση με το σενάριο του Υπουργείου Οικονομικών (5%).

Επιπλέον, στις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής γίνεται η υπόθεση ότι τα έσοδα από την έκτακτη εισφορά επί των υπερκερδών των παραγωγών ενέργειας για την περίοδο Οκτωβρίου 2021 έως Ιούνιο 2022 (0,2 % του ΑΕΠ) θα εισπραχθούν το 2022, ενώ στο Σχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού το 2023 (Post-Programme Surveillance Report, Autumn 2022).

Σε σχέση με το τρέχον έτος, το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης το 2023 αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στο 2,0% του ΑΕΠ, ενώ αναμένεται και επιστροφή σε πρωτογενές αποτέλεσμα κατά 0,7% του ΑΕΠ (πίνακας 24). Η βελτίωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος αποδίδεται στην μείωση του δημοσιονομικού κόστους των μέτρων για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης (από 2,3% του ΑΕΠ το 2022 σε 0,6% το 2023), την ελαχιστοποίηση των μέτρων στήριξης της υγειονομικής κρίσης (από 2,1% του ΑΕΠ το 2022 σε 0,1% το 2023), τη συγκρατημένη μεν αλλά αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας (από 5,6% το 2022 σε 1,8% το 2023) αλλά και τις φιλικές προς την ανάπτυξη δημοσιονομικές παρεμβάσεις (από 0,1% του ΑΕΠ το 2022 σε 1,9% το 2023).

Ισχυρή ανάπτυξη για την Ελληνική οικονομία αλλά... «μετ’ εμποδίων»

Οι δημοσιονομικές προκλήσεις

Πάντως, οι δημοσιονομικές αβεβαιότητες παραμένουν σημαντικές. Οι δημοσιονομικοί στόχοι της χώρας για το 2023 υπόκεινται σε ιδιαίτερη αβεβαιότητα δεδομένων των προκλήσεων αναφορικά με τις γεωπολιτικές εξελίξεις, τη συνεπακόλουθη ενεργειακή κρίση και τις έντονες πληθωριστικές πιέσεις και το διαφαινόμενο περιβάλλον ύφεσης στην ΕΕ.

Αναλυτικότερα, η συσταλτική νομισματική πολιτική που αναγκάζεται να εφαρμόσει η ΕΚΤ θα δυσκολέψει περαιτέρω τις δημοσιονομικές επιλογές της χώρας μας. Επιπλέον, οι δημοσιονομικές επιπτώσεις του εκλογικού κύκλου και μια πιθανή αβεβαιότητα δυνατότητας σχηματισμού κυβέρνησης δεν πρέπει να υποβαθμιστούν.

Πρόσθετοι δημοσιονομικοί κίνδυνοι απορρέουν από εκκρεμείς νομικές υποθέσεις (κυρίως τις δικαστικές υποθέσεις κατά της Εταιρείας Ακίνητων Δημοσίου), και τις αποφάσεις για πληρωμές αναδρομικών σε συνταξιούχους. Σύμφωνα με το ΕΔΣ, ενδεχόμενη μεταβολή στο μακροοικονομικό σενάριο, με πιο έντονη επιβράδυνση της ελληνικής οικονομίας από αυτή που προβλέπεται στο Σχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού 2023 θα συνέβαλε στην υπονόμευση των δημοσιονομικών στόχων για το επόμενο έτος.

Στη θετική πλευρά, σημαντική είναι η στήριξη της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας από τα κονδύλια των ευρωπαϊκών προγραμμάτων (ΤΑΑ, ΕΣΠΑ), αλλά και η ενθάρρυνση υποστηρικτικών εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών εκ μέρους της ΕΈ, όπως εκφράστηκε με την άμεση αναστολή των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων για την αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης και τη διατήρηση της αναστολής για την αντιμετώπιση της τρέχουσας ενεργειακής-πληθωριστικής κρίσης.

Προς την κατεύθυνση αυτή θεωρείται και η πρόσφατη πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη βελτίωση του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης στην ΕΕ, η οποία αναγνωρίζει τις ανάγκες διασφάλισης δημοσιονομικής βιωσιμότητας με ταυτόχρονη ενθάρρυνση της οικονομικής μεγέθυνσης. Σημειώνεται, ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα είναι σημαντικό να επιτευχθεί, παρά τις άνω αβεβαιότητες, δεδομένου επίσης ότι η επόμενη χρονιά αποτελεί και τη χρονιά μετάβασης στο νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης.

14η αξιολόγηση: Τέλος εποπτείας και... σήμα για επενδυτική βαθμίδα

Οι επιπτώσεις των ανατιμήσεων στην ενέργεια

Ιδιαίτερα η εξέλιξη των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας έχει καθοριστική σημασία για τον προϋπολογισμό του 2023, όπως σημειώνει το ΕΔΣ. Μια περαιτέρω αύξηση στην τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας θα μπορούσε να αυξήσει το δημοσιονομικό κόστος του μηχανισμού στήριξης, γιατί τα έσοδα από τον μηχανισμό προέρχονται κυρίως από τη φορολόγηση των υπερεσόδων των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, με βάση τα τρέχοντα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης για τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας.

Ωστόσο, μια μείωση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας θα μπορούσε να καταστήσει τον μηχανισμό δημοσιονομικά ουδέτερο, επομένως πρόκειται για έναν συμμετρικό κίνδυνο. Επιπλέον, το αναμενόμενο πρωτογενές πλεόνασμα μπορεί να είναι υψηλότερο, λόγω της συντηρητικής εκτίμησης του δημοσιονομικού κόστους, δεδομένου ότι βασίζεται στην υπόθεση ότι η ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια δε θα μειωθεί.

Ένας υψηλότερος από τον προβλεπόμενο πληθωρισμός θα μπορούσε να συμβάλει σε υψηλότερα έσοδα, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί αυξανόμενες πιέσεις στο σκέλος των δαπανών. Οι μισθοί του Δημοσίου και οι κοινωνικές παροχές δεν τιμαριθμούνται με βάση τον πληθωρισμό, και έτσι περιορίζεται εν μέρει η άμεση μετακύλιση του υψηλότερου πληθωρισμού στις δημόσιες δαπάνες. Ωστόσο, οι πιέσεις για αύξηση των δαπανών για μισθούς και παροχές είναι πιθανό να αυξηθούν λόγω της μείωσης των πραγματικών διαθέσιμων εισοδημάτων.

Σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με την αναδρομική πληρωμή των περικοπών των επικουρικών συντάξεων και των εποχικών επιδομάτων, δικαιούνται αποζημίωση μόνο οι συνταξιούχοι που υπέβαλλαν αγωγές πριν από τις 31 Ιουλίου 2020. Ενώ η απόφαση αυτή θέτει το έδαφος για τις αναδρομικές πληρωμές, περιορίζει επίσης σημαντικά το πεδίο εφαρμογής και, ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο δημοσιονομικό κόστος.

EBDR: Ο πόλεμος στην Ουκρανία οδηγεί σε μείωση 1% του ελληνικού ΑΕΠ, στο 2.9% το 2022

Το κόστος από την αύξηση των επιτοκίων

Αναμφίβολα λοιπόν, Το 2023 η ελληνική οικονομία αναμένεται να δοκιμαστεί από διάφορους κινδύνους οι οποίοι, εν πολλοίς, πηγάζουν από την ενεργειακή κρίση.

Μεταξύ αυτών, δύο σημαντικοί εξωγενείς παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν δυσμενώς την οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα είναι μία πιθανή ύφεση στην ευρωζώνη και μία πιθανή περισσότερο περιοριστική νομισματική πολιτική από την ΕΚΤ που θα μεταφράζεται σε περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων παρέμβασης ή/και σε πώληση κρατικών ομολογιών (το λεγόμενο quantitative tightening) που λογικά θα προκαλέσει μεγαλύτερες διαφορές στα επιτόκια κρατικού δανεισμού στις χώρες της ευρωζώνης.

Ειδικότερα, δυσμενείς επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να έχουν και οι συνεχόμενες αυξήσεις των επιτοκίων παρέμβασης της ΕΚΤ. Η επιμονή των πληθωριστικών πιέσεων αναμένεται να οδηγήσει την ΕΚΤ σε νέες αυξήσεις επιτοκίων το επόμενο διάστημα. Σε αυτό το πλαίσιο, η δυσμενής διαταραχή που εξετάζεται από το ΕΔΣ είναι μία περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων παρέμβασης της ΕΚΤ.

Συγκεκριμένα εξετάζεται η επίπτωση στο ελληνικό ΑΕΠ από την αύξηση του επιτοκίου κύριας αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ, από το επίπεδο του 2%, που βρίσκεται επί του παρόντος, στο επίπεδο του 3,5%. Σημειώνεται ότι, το αποτέλεσμα της άσκησης δεν ισοδυναμεί με πρόβλεψη.

Σκοπός της είναι να παρέχει κάποιες στατιστικές ενδείξεις για το μέγεθος της επίδρασης στην ελληνική οικονομία μίας πιθανής αρνητικής διαταραχής που αφορά την περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ.

Το ΕΔΣ παρατηρεί μια αρνητική διαταραχή στο ελληνικό ΑΕΠ μετά από την αύξηση στο επιτόκιο κύριας αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ στο 3,5%. Ως αποτέλεσμα από το α΄ τρίμηνο παρατηρείται μικρή πτώση του ελληνικού ΑΕΠ, ενώ στο β΄ τριμηνο η δυναμική της διαταραχής εντείνεται, παραμένοντας ωστόσο σχετικά χαμηλή, οδηγώντας σε πτώση της μεγέθυνσης του ελληνικού ΑΕΠ στο 0,03% περίπου.

Το γ΄ τριμηνο, η αρνητική διαταραχή εντείνεται περαιτέρω. Το δ΄ τρίμηνο του 2023, η αθροιστική επίδραση καταλήγει σε πτώση του ΑΕΠ στο 0,13%. Συνολικά, η μεταβολή στο ελληνικό ΑΕΠ το 2023 θα είναι περίπου -0,06% (ceteris paribus).

Διαβάστε ακόμη: