Με βάση τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ΑΕΠ κατά το 2ο τρίμηνο του 2025 παρουσίασε αύξηση κατά 1,7% σε σύγκριση με το 2ο τρίμηνο 2024. Η εξέλιξη αυτή συνιστά μια, οριακή έστω, επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής επιβράδυνσης, καθώς το 1ο τρίμηνο του 2025, το ΑΕΠ παρουσίασε αύξηση κατά 2,2% σε σύγκριση με το 1ο τρίμηνο του 2024.

Πάντως, μέσα σε ένα ταραγμένο οικονομικό περιβάλλον, η Ελλάδα εξακολουθεί να επιδεικνύει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα και να καταγράφει θετικές οικονομικές επιδόσεις. Όπως επισημαίνει σε σχετική ανάλυση η τράπεζα Eurobank, για το σύνολο του α’ εξαμήνου 2025, ο ετήσιος πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας διαμορφώθηκε στο 2,0%, υψηλότερος κατά 0,4 και 0,5 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με την Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 κρατών μελών (ΕΕ-27) και την Ευρωζώνη αντίστοιχα.

Πιο συγκεκριμένα,η Μάλτα κατέγραψε την υψηλότερη ανάπτυξη ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ-27 (πλην Ιρλανδίας και Λουξεμβούργου) το α’ εξάμηνο 2025 με 3,5%, και ακολούθησαν: η Πολωνία (3,4%), η Βουλγαρία (3,3%), η Κύπρος (3,2%), η Κροατία (3,2%), η Λιθουανία (3,1%), η Ισπανία (2,8%), η Τσεχία (2,5%), η Δανία (2,2%), η Ολλανδία (2,0%), η Ελλάδα (2,0%), η Πορτογαλία (1,8%), η Ρουμανία (1,4%), η Σουηδία (1,1%), το Βέλγιο (1,1%), η Σλοβακία (0,8%), η Γαλλία (0,7%), η Ιταλία (0,6%), η Φινλανδία (0,6%), η Λετονία (0,3%), η Γερμανία (0,2%), η Εσθονία (0,1%), η Σλοβενία (0,1%), η Αυστρία (0,0%) και η Ουγγαρία (-0,1%).

Σημειώνεται εξάλλου, ότι το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα το β’ τρίμηνο 2025 ξεπέρασε τα προ πανδημίας επίπεδα, ήτοι του δ’ τριμήνου 2019, κατά 11,1%, ενώ το αντίστοιχο μέγεθος στην Ευρωζώνη ήταν 6,0%.

Από την πλευρά της η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) σημειώνει ότι, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές παραμένουν θετικές και ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να υπερβεί το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ.Το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί με ρυθμό ελαφρώς άνω του 2% το 2025, το 2026 και το 2027, σχεδόν διπλάσιο από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, παρά την αυξανόμενη αβεβαιότητα στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις θα παραμείνουν οι βασικοί μοχλοί ανάπτυξης.

Αυτή η πορεία θα καταστήσει δυνατή τη συνέχιση της σύγκλισης του ελληνικού κατά κεφαλήν εισοδήματος προς το μέσο όρο της ΕΕ, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι οι μεταρρυθμίσεις θα συνεχιστούν με αμείωτο ρυθμό και τα επενδυτικά έργα θα υλοποιηθούν εγκαίρως.

Η ώθηση από τις επενδύσεις

Σημαντικό επίσης είναι το γεγονός ότι, οι επιδόσεις στον τομέα των επενδύσεων παρουσιάζουν ισχυρή δυναμική τα τελευταία χρόνια. Από το 2019 οι επενδύσεις αυξάνονται σταθερά (+60% έως το 2024), καλύπτοντας μέρος του μεγάλου επενδυτικού κενού που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους. Σύμφωνα με την ΤτΕ, την περίοδο μετά την πανδημία η μέση συμβολή τους στην ετήσια αύξηση του ΑΕΠ ήταν 1,6 ποσοστιαία μονάδα, σημαντικά υψηλότερη από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, που ήταν μόλις 0,3 ποσοστιαία μονάδα.

Ωστόσο, εξακολουθεί να υπάρχει σημαντικό επενδυτικό κενό μεταξύ της Ελλάδος και της ζώνης του ευρώ: παρά αυτή την ισχυρή δυναμική, οι επενδύσεις στην Ελλάδα αναμένεται να φθάσουν το 16,3% του ΑΕΠ το 2025, έναντι 21,1% στη ζώνη του ευρώ.Οι ξένες άμεσες επενδύσεις (ΞΑΕ) αυξήθηκαν σημαντικά πέρυσι, προσεγγίζοντας το 2,5% του ΑΕΠ – το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας εικοσαετίας. Συνολικά, η αύξηση των ΞΑΕ αντανακλά το βελτιωμένο επιχειρηματικό περιβάλλον μετά τις πρόσφατες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας, καθώς και την ολοκλήρωση ιδιωτικοποιήσεων.

Σε ότι αφορά ειδικότερα το 2ο τρίμηνο του 2025, η Εθνική Τράπεζα (ΕΤΕ) σημειώνει σε σχετική ανάλυση ότι, ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου (ΑΣΠΚ) ανέκαμψε δυναμικά, σημειώνοντας αύξηση 6,5% σε ετήσια βάση και 7,4% σε τριμηνιαία βάση (εποχικά προσαρμοσμένα στοιχεία), συμβάλλοντας κατά 1 ποσοστιαία μονάδα στην ετήσια αύξηση του ΑΕΠ.

Ο ΑΣΠΚ ανήλθε σε υψηλό 15 ετών, στο 16,6% του ΑΕΠ, αποτυπώνοντας τη συνδυαστική βελτίωση όλων σχεδόν των επιμέρους επενδυτικών κατηγοριών, σε σταθερές τιμές, με πρωταγωνιστή την κατασκευαστική δραστηριότητα που είχε υστερήσει τα προηγούμενα 2 τρίμηνα.

Οι οικιστικές κατασκευές αυξήθηκαν κατά 15,2% σε ετήσια βάση και οι μη-οικιστικές κατασκευές κατά 7,7% ετησίως, ανακάμπτοντας από ένα υποτονικό 1o τρίμηνο του 2025 το οποίο είχε επιβαρυνθεί από την αβεβαιότητα σχετικά με τις τροποποιήσεις στην εφαρμογή του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού, την ταχεία αύξηση του κόστους υλικών κατασκευής, αλλά και την υψηλή ετήσια βάση σύγκρισης λόγω του πολύ ισχυρού 1ου τριμήνου του 2024.

Η άνοδος των επενδύσεων αντανακλά επίσης τις αυξανόμενες εκταμιεύσεις μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) οι οποίες ενισχύθηκαν στα €3,3 δισ. το 2ο τρίμηνο, από 1,8 δισ. ευρώ το 1ο τρίμηνο και 2,3 δισ. ευρώ το 2ο τρίμηνο του 2024, με επιπλέον 9,5 δισ. ευρώ προς εκταμίευση το 2ο εξάμηνο του έτους. Η εν λόγω αύξηση, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΤΕ, συνεισέφερε περίπου 1,5 π.μ. στην ετήσια αύξηση του ΑΣΠΚ το 2ο τρίμηνο.

Άλμα 20ετίας στις δαπάνες των Ελλήνων για ταξίδια στο εξωτερικό - Στα 2.8 δις ο λογαριασμός

Η επίδραση του τουρισμού και η κατανάλωση

Από την άλλη, οι καθαρές εξαγωγές είχαν θετική συνεισφορά 2,2 ποσοστιαίων μονάδων στην ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ κατά το 2ο τρίμηνο, εν μέσω διεθνούς αστάθειας. Η εξέλιξη αυτή ωστόσο οφείλεται στις επιδόσεις του τουρισμού. Ειδικότερα, η ανοδική δυναμική του τουρισμού οδήγησε σε αύξηση των εξαγωγών υπηρεσιών κατά 3,9% ετησίως, σε σταθερές τιμές, το 2ο τρίμηνο του 2025, από 0,6% το 1ο τρίμηνο και 3,8% το 2024.

Παράλληλα, ο κλάδος απολαμβάνει, σε αντίθεση με τις εμπορευματικές εξαγωγές, και βελτιωμένους όρους εμπορίου, με τις τουριστικές υπηρεσίες να ανατιμώνται με ταχύτερο ρυθμό στην Ελλάδα έναντι των ανταγωνιστών και τις τουριστικές εισπράξεις συνολικά να αυξάνουν με ισχυρότατο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 10,8% στο εξάμηνο του 2025, παρόμοιο με το 1ο εξάμηνο του 2024.

Αντιθέτως, στην αρνητική πλευρά των αποτελεσμάτων του β’ τριμήνου 2025, τοποθετείται κυρίως η αναιμική επίδοση των εξαγωγών αγαθών, οι οποίες μειώθηκαν κατά 1,1% σε ετήσια βάση, στοιχείο που χαρακτηρίζει την πορεία αυτής της συνιστώσας δαπάνης του ΑΕΠ τα τελευταία 2,5 χρόνια.

Σε ότι αφορά την πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης, στην ανάλυσή της η ΕΤΕ επισημαίνει ότι συνεισέφερε 0,8 ποσοστιαίες μονάδες στην ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ το 2ο τρίμηνο του 2025, αυξανόμενη κατά 1,1% ετησίως έναντι ανόδου 1,8% το 1ο τρίμηνο του έτους και 2,0% το 2024.

Η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να υποστηριχθεί περαιτέρω από τις μειώσεις στη φορολογία εισοδήματος Φυσικών Προσώπων (με εφαρμογή από τον Ιανουάριο του 2026), καθώς και από τα πρόσθετα μέτρα ενίσχυσης των εισοδημάτων συγκεκριμένων κατηγοριών, με εκκίνηση από το 4ο τρίμηνο του 2025, παράλληλα με τη σταδιακή επιβράδυνση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή («ΔΤΚ») το 2o εξάμηνο του 2025 και κυρίως το 2026.

Σύμφωνα με την ΕΤΕ, τα νέα δημοσιονομικά μέτρα που ανακοινώθηκαν στο πλαίσιο της ΔΕΘ αντιστοιχούν σε περίπου 1,0% του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών για το 2026 με τα ποσοστιαία οφέλη να είναι μεγαλύτερα για εύρος φορολογητέου εισοδήματος, στην κλίμακα μεταξύ 20 χιλ. ευρώ και 60 χιλ. ευρώ, και πολλαπλάσια για τους πολύτεκνους και τους νέους εργαζόμενους, με αμοιβές πάνω από τα 10 χιλ ευρώ.

Δεδομένης της δομής των ελαφρύνσεων και του, συγκριτικά, πιο διαφανούς προφίλ εισοδημάτων, και της αυξημένης φορολογικής συμμόρφωσης των επωφελούμενων εισοδηματικών κατηγοριών οι επιδράσεις στην κατανάλωση αναμένεται να είναι μεγαλύτερες σε σύγκριση με αυτή που θα είχε μια οριζόντια ελάφρυνση αντίστοιχης αξίας.

Ο θετικός αντίκτυπος θα διαφανεί κυρίως το 2026, αλλά ενδεχομένως και νωρίτερα, κατά το 2ο εξάμηνο του 2025, μέσω πιθανών θετικών επιδράσεων στις προσδοκίες, αν συνοδευτεί και από συγκράτηση των πληθωριστικών πιέσεων.

Ζητούμενο η διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας, η αποτελεσματικότητα της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής και η ανάκτηση της αξιοπιστίας - Οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι για τη δημοσιονομική σταθερότητα, διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους και η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης

Διαφύλαξη της οικονομικής σταθερότητας

Σε κάθε περίπτωση, αυτή η θετική δυναμική της ελληνικής οικονομίας μαρτυρεί ότι η σταθερότητα έχει αποκατασταθεί. Για να διατηρηθεί όμως, κρίσιμη σημασία έχουν η δημοσιονομική ισορροπία και η χρηματοπιστωτική σταθερότητα,όπως υπογραμμίζει η ΤτΕ.

Αναλυτικότερα, οι δημοσιονομικές επιδόσεις της Ελλάδας υπήρξαν εξαιρετικές, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη στις προοπτικές της οικονομίας και τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Το 2024 το συνολικό πλεόνασμα του προϋπολογισμού σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης διαμορφώθηκε σε 1,3% του ΑΕΠ, για πρώτη φορά από το 2019, ενώ το πρωτογενές πλεόνασμα ανήλθε σε 4,8% – ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη.

Το δημόσιο χρέος μειώθηκε δραστικά σε 153,6% του ΑΕΠ, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010, και η Ελλάδα πέτυχε τη μεγαλύτερη μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.

Οι δημοσιονομικές προοπτικές της Ελλάδας παραμένουν θετικές, με υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα (άνω του 3% του ΑΕΠ) και σταθερή καθοδική πορεία του δημόσιου χρέους.Τα επιτεύγματα αυτά αντικατοπτρίζουν τα διαρκή οφέλη από την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και την ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης, σε συνδυασμό με τον συνετό έλεγχο των δημόσιων δαπανών.

Αξιοποιώντας αυτή τη βάση, η κυβέρνηση εξήγγειλε μια νέα δέσμη φορολογικών περικοπών και επενδυτικών κινήτρων, με στόχευση σε νοικοκυριά μεσαίου εισοδήματος, τις οικογένειες και τους νέους εργαζόμενους. Τα μέτρα αυτά, η χρηματοδότηση των οποίων είναι απολύτως σύμφωνη με το δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ, αποσκοπούν στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, στην ενίσχυση των τοπικών κοινοτήτων και στη στήριξη διαρθρωτικών αλλαγών, διασφαλίζοντας παράλληλα τη δημοσιονομική βιωσιμότητα. Αναμένεται επίσης να δώσουν κάποια ώθηση στην ανάπτυξη κατά την περίοδο 2026-27.

Η δέσμευση της κυβέρνησης για πρόωρη αποπληρωμή των δανείων του επίσημου τομέα στέλνει ένα ισχυρό μήνυμα δημοσιονομικής πειθαρχίας και εμπιστοσύνης. Η προγραμματισμένη αποπληρωμή δανείων GLF ύψους 31,6 δισεκ. ευρώ έως το 2031 – μια ολόκληρη δεκαετία νωρίτερα από το προβλεπόμενο – θα επιταχύνει τη μείωση του χρέους, θα περιορίσει τις μελλοντικές χρηματοδοτικές ανάγκες και θα ενισχύσει το αξιόχρεο της χώρας.

Με την ενίσχυση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας, η πρωτοβουλία αυτή όχι μόνο μειώνει την απαιτούμενη μελλοντική δημοσιονομική προσαρμογή, αλλά και συμβάλλει στη διασφάλιση της δικαιοσύνης μεταξύ των γενεών, απαλλάσσοντας τους μελλοντικούς φορολογούμενους από μέρος της σημερινής δημοσιονομικής επιβάρυνσης.

Επιπλέον, η ΤτΕ σημειώνει ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι σήμερα σημαντικά ισχυρότερο, υποστηριζόμενο από υγιή θεμελιώδη μεγέθη. Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας έχουν βελτιωθεί, η κερδοφορία έχει αυξηθεί και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν μειωθεί σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα.

Η ρευστότητα παραμένει υψηλή, ενώ μετά τις διαδοχικές αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής τους ικανότητας οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σταθερά εντός της επενδυτικής κατηγορίας. Την ανθεκτικότητα των ελληνικών τραπεζών επιβεβαιώνουν τα αποτελέσματα της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2025 που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα.

Σύμφωνα με αυτά, ακόμη και υπό δυσμενή μακροοικονομικά σενάρια, οι ελληνικές τράπεζες διατηρούν επίπεδα κεφαλαίου που υπερβαίνουν τις κανονιστικές απαιτήσεις με ασφαλές περιθώριο – και υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Τα επιτεύγματα αυτά δημιουργούν μια σταθερή βάση ώστε οι τράπεζες να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις και να στηρίξουν αποτελεσματικότερα την πραγματική οικονομία.

Χρηματιστήριο: Δυσκολεύεται ο Γενικός Δείκτης για τις 1.400 μονάδες – «Βουτιά» για Motor Oil

Αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αδυναμιών

Από κει και πέρα, όπως σημείωσε και ο Διοικητής της ΤτΕ, κ. Γιάννης Στουρνάρας σε πρόσφατη ομιλία του, παρά τη σημαντική πρόοδο των τελευταίων ετών, η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μακροχρόνιες διαρθρωτικές προκλήσεις. Το πολύπλοκο ρυθμιστικό πλαίσιο, οι συχνές τροποποιήσεις της νομοθεσίας, οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης και οι ανεπάρκειες του δικαστικού συστήματος υπονομεύουν, μεταξύ άλλων, τη διαφάνεια και την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Για να αντιμετωπιστούν αυτές οι προκλήσεις, απαιτούνται αποφασιστικές μεταρρυθμίσεις στη διακυβέρνηση και στο κράτος δικαίου.

Η παραγωγικότητα της εργασίας και η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα παραμένουν κάτω από τα επίπεδα συγκρίσιμων ευρωπαϊκών χωρών. Μολονότι η ανταγωνιστικότητα ως προς το κόστους εργασίας έχει βελτιωθεί σημαντικά μετά την κρίση, η παραγωγικότητα εξακολουθεί να υστερεί παρά την πρόσφατη αύξησή της και η ενσωμάτωση της Ελλάδας στις αλυσίδες αξίας της ΕΕ παραμένει περιορισμένη. Οι επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη, την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών και την ανάπτυξη δεξιοτήτων πρέπει να αυξηθούν.

Η οικονομική προσιτότητα της στέγασης έχει αναδειχθεί σε πιεστικό οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα. Η αύξηση των ενοικίων και των τιμών των ακινήτων, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα και σε σημαντικούς τουριστικούς προορισμούς, η οποία οφείλεται στις αναντιστοιχίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, διαβρώνει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών – ιδίως για τα νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος. Οι παρεμβάσεις πολιτικής πρέπει να επικεντρωθούν στην αύξηση της προσφοράς κατοικιών, στην ενθάρρυνση της περιφερειακής ανάπτυξης και στη διασφάλιση της πρόσβασης σε οικονομικά προσιτή στέγαση.

Οι δημογραφικές τάσεις, οι ανισότητες και ζητήματα κοινωνικής συνοχής αποτελούν πρόσθετες προκλήσεις. Η πληθυσμιακή συρρίκνωση, οι αναντιστοιχίες δεξιοτήτων και οι περιφερειακές ανισότητες εξακολουθούν να επηρεάζουν αρνητικά τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Ταυτόχρονα, απαιτούνται πολιτικές κοινωνικής συμπερίληψης για να διασφαλιστεί ότι η ανάπτυξη παραμένει δίκαιη και βιώσιμη.

Η αντιμετώπιση αυτών των διαρθρωτικών προκλήσεων θα απαιτήσει σημαντικές επενδύσεις και η Ελλάδα προσφέρει ευκαιρίες για την προσέλκυση τέτοιων στρατηγικών επενδύσεων κατά τα επόμενα έτη. Ο συνδυασμός μακροοικονομικής σταθερότητας, βελτιωμένης πιστοληπτικής ικανότητας και χρηματοδότησης από την ΕΕ δημιουργεί ένα ελκυστικό περιβάλλον για τους επενδυτές.

Η έγκαιρη απορρόφηση των πόρων της ΕΕ είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της επενδυτικής δυναμικής. Η Ελλάδα έχει εισπράξει μέχρι στιγμής πόρους του RRF ύψους πάνω από 21 δισεκ. ευρώ, απορροφώντας σχεδόν το 60% των διαθέσιμων κονδυλίων. Η ταχεία και αποτελεσματική αξιοποίηση αυτών των πόρων θα επιταχύνει την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση.

Απαιτούνται επίσης μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας για την αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου και την αντιμετώπιση των δημογραφικών πιέσεων. Η αναβάθμιση της εκπαίδευσης, η επέκταση των προγραμμάτων κατάρτισης, η παροχή κινήτρων για τη συμμετοχή των γυναικών και των νέων στην αγορά εργασίας και η προσέλκυση εργαζομένων υψηλού εκπαιδευτικού επιπέδου είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ενίσχυση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης.

Διαβάστε ακόμη: