Όλοι στην Ευρώπη το τελευταίο διάστημα προσπαθούν να “ξορκίσουν το κακό”. Από τα στελέχη της ΕΚΤ μέχρι και τους πολιτικούς, υποστηρίζουν ότι η κρίση της γαλλικής οικονομίας δεν αποτελούν συστημικό πρόβλημα για τις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρωζώνης.Το ζήτημα ωστόσο είναι ότι η Γαλλία νοσεί οικονομικά.Και μάλιστα βαριά. Και η κατάσταση βρίσκεται πλέον σε τέτοιο σημείο, που κάλλιστα η μεγάλη αυτή ευρωπαϊκή χώρα θα μπορούσε να εξελιχθεί σε παράγοντα αποσταθεροποίησης της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Η Γαλλία βρίσκεται εδώ και καιρό αντιμέτωπη με μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα, αυξανόμενο δημόσιο χρέος, αναιμική ανάπτυξη, και σημαντικό έλλειμμα επενδύσεων. Ταυτόχρονα παλεύει με μια παρατεταμένη πολιτική αστάθεια, η οποία συνοδεύεται από κοινωνικό αναβρασμό. Όλα τα παραπάνω αδιαμφισβήτητα συνιστούν ένα εκρηκτικό “κοκτέιλ”.

Όπως αναφέρει σε σχετικό σημείωμα το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της Πρεσβείας της Ελλάδος στη Γαλλία για τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις, μετά την παραίτηση του François Bayrou και τον διορισμό του Sébastien Lecornu στη θέση του Πρωθυπουργού, το μέλλον του σχεδίου νόμου για τον προϋπολογισμό του 2026 παραμένει ανοιχτό.

Παρά την αποχώρηση της κυβέρνησης Bayrou από την εξουσία, το οικονομικό επιτελείο του Υπουργείου Οικονομικών είχε ήδη ολοκληρώσει ένα πρώτο προσχέδιο του προϋπολογισμού, το οποίο έχει σταλεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας για γνωμοδότηση.

Το προγραμματισμένο χρονοδιάγραμμα για την κατάθεση του νόμου στο Κοινοβούλιο μπορεί ακόμη να τηρηθεί, με στόχο η τελική ψήφισή του να γίνει εντός του 2025, ώστε να ισχύσει από 1ης Ιανουαρίου 2026. Ο σχεδιασμός προβλέπει την παρουσίαση του σχεδίου στο Υπουργικό Συμβούλιο στα τέλη Σεπτεμβρίου και την επίσημη κατάθεσή του στην Εθνοσυνέλευση έως τις 13 Οκτωβρίου το αργότερο.

Σύμφωνα με τις μακροοικονομικές παραδοχές του προσχεδίου, η προβλεπόμενη ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ (συμπεριλαμβανομένου του πληθωρισμού) για το 2026 είναι 2,5%, ελαφρώς μειωμένη σε σχέση με τις εαρινές προβλέψεις. Δεν είναι ακόμα σαφές αν η μείωση αυτή οφείλεται σε αναθεώρηση της αναμενόμενης ανάπτυξης ή στις πληθωριστικές πιέσεις.

Το σημείωμα καταλήγει ότι, αν και το πολιτικό σκηνικό παραμένει τεταμένο, πολιτικοί παρατηρητές θεωρούν ότι το προφίλ του Lecornu –με εμπειρία, τεχνοκρατική επάρκεια και στενές σχέσεις με τον πρόεδρο Macron– μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για την αποκατάσταση της θεσμικής σταθερότητας.

Και ο ίδιος εμφανίζεται αισιόδοξος και ανοιχτός σε διάλογο με όλες τις πολιτικές δυνάμεις. Η επιτυχία του θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη δυνατότητά του να χτίσει γέφυρες με την αντιπολίτευση και να παρουσιάσει έναν ρεαλιστικό και κοινωνικά ισορροπημένο προϋπολογισμό.

Γαλλία: Τριγμοί στα 10ετή ομόλογα μετά την υποβάθμιση από τη Fitch

Γιατί ασθενεί η γαλλική οικονομία

Όπως ήδη είπαμε, η τρέχουσα οικονομική και πολιτική κρίση στη Γαλλία δεν θεωρείται πιθανό να αποτελέσει πηγή συστημικού κινδύνου για την Ευρωζώνη. Ωστόσο, η πολιτική αστάθεια, εν μέσω αδυναμίας εφαρμογής μέτρων για την επίτευξη δημοσιονομικής ισορροπίας, αυξάνει την αβεβαιότητα στην Ευρώπη, σε μια περίοδο όπου η οικονομία της είναι ευάλωτη σε κάθε είδους διαταραχές.

Σύμφωνα και με σχετική ανάλυση της τράπεζας Alpha Bank, η Γαλλία, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ΖτΕ και μέλος της ομάδας των G7, αναμένεται να έχει ισχνή ανάπτυξη το τρέχον έτος, στο 0,6% και να αναπτυχθεί κατά 1% το 2026 . Όμως, πέρα από τις γεωπολιτικές εντάσεις, η γαλλική κυβέρνηση είναι αντιμέτωπη με τον εκτροχιασμό των δημόσιων οικονομικών της.

Το ανησυχητικό είναι ότι αν δεν ληφθούν άμεσα πρωτοβουλίες για δημοσιονομική εξυγίανση το δημόσιο χρέος θα αυξάνεται γεγονός που ενδέχεται να κάμψει την εμπιστοσύνη των αγορών στην γαλλική οικονομία.

Σημαντικό είναι εξάλλου το γεγονός, ότι η δημοσιονομική εικόνα της Γαλλίας έχει οδηγήσει στη σύγκλιση του μακροπρόθεσμου κόστους δανεισμού (απόδοση 10ετούς ομολόγου) της Γαλλίας με αυτό της Ιταλίας, για πρώτη φορά από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, ως αποτέλεσμα της πολιτικής αστάθειας και της επιδείνωσης των δημοσίων οικονομικών, ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα της πανδημίας.

Η Alpha Bank σημειώνει ότι, η γαλλική οικονομία διανύει μία περίοδο έντονων διαταραχών, όπως η εμπορική κρίση, το κατακερματισμένο και αβέβαιο πολιτικό περιβάλλον και η αναιμική οικονομική ανάπτυξη, που επιβαρύνουν τις δημοσιονομικές προοπτικές της χώρας. Η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους παραμένει πρόκληση, σε μία περίοδο όπου η αύξηση των αμυντικών δαπανών είναι αναγκαία (θα φθάσουν τα 64 δισ. ευρώ το 2027, τα διπλάσια από το 2017).

Τέλος, η γαλλική κυβέρνηση θα πρέπει να αντιμετωπίσει και τη στροφή των επενδυτών προς τις χώρες της περιφέρειας (Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα), όπου χαρακτηρίζονται από πολιτική σταθερότητα ενώ και το δημοσιονομικό τους προφίλ έχει βελτιωθεί αισθητά.

Γαλλία: Ιστορικό ρεκόρ για το εμπορικό έλλειμμα – Έφτασε τα 84,7 δισ. ευρώ το 2021

Ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της Πρεσβείας της Ελλάδος στη Γαλλία, τα οποία περιλαμβάνονται στην ετήσια έκθεση για το 2024, το δημοσιονομικό έλλειμμα της Γαλλίας άγγιξε το 5,8% του ΑΕΠ το 2024, σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία που δημοσίευσε το Ινστιτούτο Στατιστικής της Γαλλίας (ΙNSEE).

Πολλοί οι παράγοντες που συνέβαλαν σε αυτό, με σημαντικότερους τις – χαμηλότερες των αρχικών προσδοκιών – δαπάνες για την κοινωνική ασφάλιση, τις μεταρρυθμίσεις που οδήγησαν σε μερική περιστολή της φοροδιαφυγής και τον περιορισμό των δαπανών στον τομέα της ενέργειας.

Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία που δημοσίευσε η Eurostat, το 2024 η Γαλλία είχε μακράν τη χειρότερη επίδοση του δείκτη δημοσιονομικού ελλείμματος ανάμεσα στις 20 χώρες της Ευρωζώνης, με το έλλειμμά της να αντιστοιχεί στο 5,8% του ΑΕΠ. Μεταξύ των εν λόγω χωρών, εκτός από τη Γαλλία, μόνο η Σλοβακία (5,3%) έχει έλλειμμα άνω του 5%, καταγράφοντας τη δεύτερη χειρότερη επίδοση.

Εκτός Ευρωζώνης, η Ρουμανία και η Πολωνία έχουν έλλειμμα υψηλότερο από τη Γαλλία, με ποσοστά 9,3% και 6,6% αντίστοιχα. Πρόκειται για τη χειρότερη επίδοση της τελευταίας τριετίας, μετά από έλλειμμα 5,4% το 2023 και 4,7% το 2022. Σε κάθε περίπτωση, η χώρα βρίσκεται ακόμα αρκετά μακριά από το στόχο του 3%, τον οποίο επιδιώκει να επιτύχει ως το 2029.

Το δημόσιο χρέος

Παράλληλα, το δημόσιο χρέος γιγαντώθηκε, αγγίζοντας το 113% του ΑΕΠ στο τέλος του 2024 – σε απόλυτους αριθμούς ανήλθε σε 3,3 τρισ. ευρώ – σε σύγκριση με το ποσοστό 109,8% που είχε καταγραφεί στο τέλος του 2023. Πρόκειται για νέο ιστορικό υψηλό μεταπολεμικά, με τις προβλέψεις για το 2025 να είναι δυσοίωνες, καθώς δεν θεωρείται απίθανο να ξεπεράσει και το 115%.

Στο τέλος του 2024, το γαλλικό δημόσιο χρέος ανερχόταν στο 113% του ΑΕΠ, το τρίτο υψηλότερο στη ζώνη του ευρώ, μετά από της Ελλάδας (153,6% του ΑΕΠ) και της Ιταλίας (135,3% του ΑΕΠ). Ο μέσος όρος για την ευρωζώνη είναι 87,4% του ΑΕΠ.

Μόνο έξι χώρες της νομισματικής ένωσης έχουν χρέος άνω του 95% του ΑΕΠ, ενώ οι υπόλοιπες 14 έχουν χρέος μικρότερο από το 82% του ΑΕΠ. Η διεύρυνση του γαλλικού ελλείμματος μεταξύ 2019 και 2024 οφείλεται τόσο στη μείωση των εσόδων της γενικής κυβέρνησης (1,7% ΑΕΠ), όσο και στην αύξηση των δημόσιων δαπανών (1,8% ΑΕΠ).

Η εξέλιξη αυτή διαφοροποιεί τη Γαλλία από την υπόλοιπη ευρωζώνη, όπου η μέση αύξηση του ελλείμματος κατά 2,6% είναι εξ ολοκλήρου – ή κατά κύριο λόγο – αποτέλεσμα της αύξησης των δαπανών, με τα έσοδα να παραμένουν σταθερά συνολικά.

Η Γαλλία παραμένει επίσης μία από τις χώρες με τις υψηλότερες δημόσιες δαπάνες (57,1% του ΑΕΠ συμπεριλαμβανομένων εσόδων από τη φορολογία), ακολουθώντας τη Φινλανδία (57,6% του ΑΕΠ).Σημειώνεται ότι ο μέσος όρος της ευρωζώνης είναι 49,6%. Τα τρία τέταρτα των υπό εξέταση χωρών έχουν δημόσιες δαπάνες μικρότερες του 50% του ΑΕΠ.

Από κει και πέρα, οι προβλέψεις για το δημόσιο χρέος της Γαλλίας δείχνουν ξεκάθαρη και σταθερή άνοδο το 2025 και τα επόμενα χρόνια: η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τοποθετεί το δημόσιο χρέος στο 116 % του ΑΕΠ το 2025, με αυξητικές τάσεις προς 118,4 % το 2026 , ενώ ο ΟΟΣΑ προβλέπει ότι το χρέος θα παραμείνει κοντά στο 120 % του ΑΕΠ έως το 2026.

Παράλληλα, η Τράπεζα της Γαλλίας αναφέρει ότι η πορεία παραμένει ανοδική και προειδοποιεί πως χωρίς επιπλέον δημοσιονομική προσαρμογή, το χρέος μπορεί να φτάσει το 120 % του ΑΕΠ έως το 2027. Το ΔΝΤ τονίζει την ανάγκη για πρόσθετη δημοσιονομική προσπάθεια της τάξης του 1,1 % του ΑΕΠ τουλάχιστον το 2026, προκειμένου να επιτευχθεί δημοσιονομική σταθερότητα έως το 2029.

Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων: 16,7 δισ. ευρώ στην αγορά και την οικονομία το 2026

Το έλλειμμα στις επενδύσεις

Το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της Πρεσβείας της Ελλάδος στη Γαλλία σημειώνει επίσης ότι, η επιβράδυνση των επενδύσεων στη Γαλλία αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά την οικονομική ανάπτυξη του 2025. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΔΝΤ και ο ΟΟΣΑ προειδοποιούν ότι η πολιτική αστάθεια, η έλλειψη εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων και το ύψος των επιτοκίων επιδρούν καθοριστικά στη μείωση των κεφαλαιακών δαπανών και, κατ’ επέκταση, στην παραγωγική δυναμικότητα της χώρας.

Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η επενδυτική δαπάνη θα παραμείνει υποτονική καθ’ όλη τη διάρκεια του 2025, πράγμα που θα μειώσει τη συμβολή των επενδύσεων στην ανάπτυξη του ΑΕΠ – έτσι εξηγείται η πρόβλεψη για πολύ χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης (+0,6 %). Ο ΟΟΣΑ επιβεβαιώνει ότι οι επενδύσεις, έπειτα από πτώση 1,7 % το 2024, θα δοκιμαστούν περαιτέρω το 2025 (έως –2 %), εξαιτίας της οικονομικής και πολιτικής αβεβαιότητας, καθώς και της υποτονικής ζήτησης στο εξωτερικό.

Παράλληλα, το ΔΝΤ σημειώνει ότι η συνεχιζόμενη αστάθεια αποθαρρύνει τις επενδύσεις, υπογραμμίζοντας πως η περιορισμένη εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και τα υψηλά επιτόκια της ΕΚΤ συγκρατούν τη δανειακή προθυμία των επιχειρηματιών. Η φορο-νομοθετική ασάφεια (π.χ. συζητήσεις για αύξηση φορολογίας κεφαλαίου ή περιορισμούς επιδοτήσεων) έχει προκαλέσει αβεβαιότητα, καθώς οι επενδυτές αναμένουν πιο σταθερό περιβάλλον.

Η πολιτική αβεβαιότητα (κυβερνητική αστάθεια, πιθανές ψηφοφορίες μομφής) δημιουργεί αναβλητικότητα στα μακροπρόθεσμα σχέδια επενδύσεων.

Δένδιας: Τα πλεονεκτήματα από τη συμφωνία Ελλάδας-Γαλλίας

Οι εμπορικές συναλλαγές Ελλάδας – Γαλλίας

Πως θα μπορούσε να επηρεαστεί η ελληνική οικονομία, από μια τυχόν επιδείνωση της κρίσης στη Γαλλία; Ένα “κανάλι” μετάδοσης είναι οι εμπορικές συναλλαγές. Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της τράπεζας Eurobank, η έκθεση των ελληνικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στην οικονομία της Γαλλίας το 2024 ήταν στα 3,478 δισ. ευρώ ή στο 1,5% του ΑΕΠ.

Σε ό,τι αφορά τα αγαθά, η συμβολή της Γαλλίας στις εξαγωγές της Ελλάδας ήταν η 7 η υψηλότερη ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 κρατών μελών (ΕΕ-27), με μερίδιο κοντά σε εκείνο της Ισπανίας, αλλά αρκετά μικρότερο σε σύγκριση με την Ιταλία, τη Γερμανία, την Κύπρο και τη Βουλγαρία, ήτοι των χωρών που κατατάσσονται στις 4 πρώτες θέσεις.

Ειδικότερα, ο όγκος εμπορίου των δύο χωρών διαμορφώθηκε σε 5,4 δισ. ευρώ. Οι ελληνικές εξαγωγές κατέγραψαν μείωση της τάξεως του 18,3% σε σχέση με το 2023 και διαμορφώθηκαν σε 1,47 δισ. ευρώ. Οι εισαγωγές της Ελλάδας από τη Γαλλία αυξήθηκαν κατά 6,4% και διαμορφώθηκαν σε 3,94 δισ. ευρώ. Ως αποτέλεσμα το εμπορικό ισοζύγιο, το οποίο παραμένει ελλειμματικό για τη χώρα μας άγγιξε τα 2,47 δισ. ευρώ, ή στο -1,1% του ΑΕΠ.

Η μείωση των ελληνικών εξαγωγών οφείλεται, εν πολλοίς, στη μείωση του κυριότερου εξαγωγικού προϊόντος προς Γαλλία, των φαρμάκων , η αξία των οποίων ανήλθε σε 169,4 εκατ.ευρώ το 2024, παρουσιάζοντας μείωση κατά 53,4% σε σχέση με το 2023. Επιπροσθέτως, ενώ το 2023 το εν λόγω προϊόν αντιπροσώπευε το 20,3 % των συνολικών ελληνικών εξαγωγών, το 2024 αντιπροσωπεύει μόλις το 11,5%.

Επιπλέον, μόλις 3 από τις 10 συγκεντρωτικές κατηγορίες εμπορευμάτων συνεισέφεραν αθροιστικά το 77,5% των εξαγωγών εμπορευμάτων της Ελλάδας προς τη Γαλλία το 2024. Αυτές ήταν: τα χημικά προϊόντα (27,8%, 408,1 εκατ. ευρώ), τα βιομηχανικά είδη ταξινομημένα κυρίως κατά πρώτη ύλη (26,4%, 387,3 εκατ. ευρώ) και τα τρόφιμα και ζώα ζωντανά (23,4%, 343,5 εκατ. ευρώ).

Από την άλλη, οι συγκεντρωτικές κατηγορίες των χημικών προϊόντων και των μηχανημάτων και υλικού μεταφορών είχαν το μεγαλύτερο μερίδιο στις εισαγωγές εμπορευμάτων της Ελλάδας από τη Γαλλία το 2024, 29,7% (1,179 δισ.ευρώ) και 26,6% (1,055 δισ. ευρώ) αντίστοιχα, και ακολούθησαν: τα τρόφιμα και ζώα ζωντανά (17,4%, 689,5 εκατ. ευρώ), τα διάφορα βιομηχανικά είδη (13,1%, 519,4 εκατ. ευρώ) και τα βιομηχανικά είδη ταξινομημένα κυρίως κατά πρώτη ύλη (8,3%, 329,6 εκατ. ευρώ).

Πράσινο φως για 5 στρατηγικές επενδύσεις, ύψους 1,4 δισ.

Οι γαλλικές επενδύσεις

Συν τοις άλλοις, η Γαλλία συγκαταλέγεται παραδοσιακά μεταξύ των χωρών που επιδεικνύουν έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον για την ελληνική αγορά. Αρκετές γαλλικές επιχειρήσεις συνέχισαν να προωθούν επιχειρηματικά σχέδια σε διάφορους τομείς της ελληνικής οικονομίας.

Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2023 το απόθεμα γαλλικών άμεσων ξένων επενδύσεων ανήλθε σε 1,891 δισ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση κατά 38% σε σχέση με το 2022, ενώ σημαντική αύξηση παρουσιάζουν και οι ροές το 2024, συγκριτικά με το 2023.

Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία του γαλλικού Υπουργείου Οικονομικών, η Γαλλία αποτελεί έναν εκ των δέκα μεγαλύτερων επενδυτών στην Ελλάδα κατέχοντας τη 9η θέση.

Στη χώρα μας δραστηριοποιούνται 130 θυγατρικές εταιρείες γαλλικών ομίλων και επιχειρήσεις, μικτές επιχειρήσεις ή κοινοπραξίες με αντίστοιχες ελληνικές.

Οι γαλλικές εταιρείες βρίσκονται εγκατεστημένες κυρίως στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη επιδεικνύοντας μεγάλη διαφοροποίηση στις δραστηριότητές τους.

Οι προτεραιότητες των γαλλικών επιχειρήσεων ως προς την Ελλάδα, σύμφωνα με την ως τώρα δραστηριοποίησή τους, αφορούν: τη βιομηχανία, την ενέργεια, τις βασικές υποδομές (δημόσια έργα –αυτοκινητόδρομοι), τις μεταφορές (ειδικότερα τους σιδηροδρόμους), τις ασφαλιστικές υπηρεσίες, τον τουρισμό, τα καταναλωτικά προϊόντα, τα δίκτυα διανομής, καθώς και τον τομέα του φαρμάκου.

Οι σημαντικότεροι κλάδοι και οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε αυτούς είναι, μεταξύ άλλων:

* Βιομηχανία (Lafarge, Michelin, Imerys, Safran, Thales, Schneider Electric, Naval Group)
* Αυτοκινητοβιομηχανία (PSA Peugeot και Renault)
* Ενέργεια (Nexans, Ήρων ENGIE, Engie Hellas, EDF Renewables, Akuo Energy, Omexom, Valorem, Total, Total Eren, Qair Energy)
* Υποδομές & Μεταφορές (EGIS, Vinci, CMA-CGM, Geodis, Alstom, SUEZ Greece)
* Καταναλωτικά προϊόντα (BIC, L’Oréal, Hermès, Seb, Dior-LVMH, Sephora, Leroy Merlin)
* Φαρμακοβιομηχανία (Sanofi-Aventis, Pierre Fabre, BioMérieux)
* Τρόφιμα (Danone, Délifrance, Groupe-Bel, Lesaffre Hellas, Pernod Ricard)
* Ασφάλειες (AXA, Groupama, CNP, Crédit Agricole Life)

Διαβάστε ακόμη: