Οι υπουργοί Ενέργειας της Ε.Ε. συμφώνησαν στο σχέδιο κατάργησης όλων των εισαγωγών φυσικού αερίου από τη Ρωσία μέχρι το τέλος του 2027.
Η πλειονότητα των αξιωματούχων που συναντήθηκαν στο Λουξεμβούργο τάχθηκε υπέρ της διακοπής των ενεργειακών ροών, η οποία θα ξεκινήσει από τα μέσα Ιουνίου με την απαγόρευση των ρωσικών προμηθειών υπό τα υφιστάμενα βραχυπρόθεσμα συμβόλαια. Από τη ρύθμιση αυτή εξαιρούνται χώρες που δεν έχουν πρόσβαση σε θάλασσα, όπως η Ουγγαρία και η Σλοβακία. Ύστερα από 18 μήνες θα ξεκινήσει η απαγόρευση στα μακροχρόνια συμβόλαια.
Η νέα ρύθμιση που στρώνει το έδαφος για το αμερικανικό LNG εντάσσεται στο πλαίσιο του κανονισμού για την ενεργειακή ασφάλεια και διαφοροποίηση του προγράμματος REPowerEU.
Προβλέπει ότι κάθε ποσότητα φυσικού αερίου που μεταφέρεται μέσω Τουρκίας προς την Ευρώπη θα θεωρείται ρωσικής προέλευσης, εκτός εάν αποδειχθεί διαφορετικά, και θεσπίζει πλήρη διακοπή εισαγωγών ρωσικού αερίου έως την 1η Ιανουαρίου 2028.
Η στροφή αυτή προς εναλλακτικές πηγές και κυρίως προς το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) αναμένεται να έχει άμεσες επιπτώσεις στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς το LNG είναι ακριβότερο από το αέριο των αγωγών.
Ήδη τα κράτη-μέλη προετοιμάζονται για αυξημένη μεταβλητότητα στα ενεργειακά κόστη κατά την περίοδο μετάβασης κάτι που συνιστά την αμέσως επόμενη πρόκληση για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Πόσο μάλλον για την Ελλάδα που το 40% της ηλεκτρικής ενέργειας παράγεται από φυσικό αέριο.
Η αλλαγή στον ευρωπαϊκό κανονισμό ήρθε ύστερα από παρέμβαση της Ελλάδας και ενός στενού πυρήνα χωρών της νοτιοανατολικής Ευρώπης, που υποστήριξαν την ανάγκη αντιστροφής του βάρους απόδειξης. Πλέον δεν θα πρέπει η Ευρώπη να αποδεικνύει ότι το αέριο είναι ρωσικό, αλλά οι προμηθευτές να αποδεικνύουν ότι δεν είναι.
Έτσι, η Αθήνα συνέβαλε στην κατοχύρωση ενός πιο αυστηρού πλαισίου ελέγχου, το οποίο αποτρέπει τις έμμεσες ροές ρωσικού καυσίμου προς την ευρωπαϊκή αγορά.
Οι ελληνικές εταιρείες στην πρώτη γραμμή της προσαρμογής
Η εφαρμογή του νέου κανονισμού έχει άμεσες συνέπειες για τις ελληνικές εταιρείες προμήθειας φυσικού αερίου, οι οποίες καλούνται να προσαρμόσουν τις στρατηγικές τους μέσα στα επόμενα χρόνια. Η ΔΕΠΑ Εμπορίας, η Metlen και η ΔΕΗ αποτελούν τους βασικούς εισαγωγείς φυσικού αερίου στη χώρα, με ενεργές συμβάσεις που σε ορισμένες περιπτώσεις επεκτείνονται πέραν του 2028.
Η ΔΕΠΑ διαθέτει τη μεγαλύτερη σύμβαση με τη Gazprom, για ποσότητες περίπου 2 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων ετησίως, η οποία λήγει το 2027. Η Metlen, με περίπου 1 δισεκατομμύριο κυβικό μέτρο τον χρόνο, έχει συμφωνία που φτάνει έως το 2030, ενώ η ΔΕΗ, με μικρότερες ποσότητες γύρω στα 0,5 δισεκατομμύρια κυβικά, ολοκληρώνει τη δική της σύμβαση το 2027.
Οι δύο πρώτες εταιρείες βρίσκονται αντιμέτωπες με την πρόκληση να εξασφαλίσουν εναλλακτικές πηγές προμήθειας, κυρίως μέσω υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), αλλά και να προετοιμαστούν για πιθανές νομικές κινήσεις από τη Gazprom.
Οι παρεμβάσεις Παπασταύρου
Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Σταύρος Παπασταύρου χαρακτήρισε τη χθεσινή συμφωνία «ένα βήμα ρεαλισμού και ενεργειακής ευθύνης», τονίζοντας ότι ο νέος κανονισμός επιτρέπει, υπό προϋποθέσεις, τη διατήρηση των υπαρχουσών συμβάσεων προμήθειας που έχουν συναφθεί πριν από το 2025 έως και τον Ιανουάριο του 2028.
Όπως εξήγησε, η πρόβλεψη αυτή διασφαλίζει ότι η μετάβαση θα γίνει ομαλά, χωρίς αιφνίδιες ανατροπές στην αγορά και χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η ενεργειακή επάρκεια της Ευρώπης. Παράλληλα, ανέδειξε την ανάγκη να προστατευθεί η σταθερότητα των τιμών φυσικού αερίου, επισημαίνοντας πως η επιτυχία του ευρωπαϊκού σχεδίου θα εξαρτηθεί από την ανάπτυξη νέων υποδομών LNG και την υλοποίηση του κάθετου άξονα.
Η ελληνική εξάρτηση και το ενεργειακό στοίχημα
Η Ελλάδα, που εξακολουθεί να εισάγει περίπου το 40% του φυσικού αερίου της από τη Ρωσία, βρίσκεται στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής στρατηγικής για τη διαφοροποίηση των πηγών. Η σταδιακή παύση του TurkStream επιταχύνει τη μετάβαση προς το LNG, το οποίο το 2025 καλύπτει ήδη πάνω από το 40% των συνολικών εισαγωγών, έναντι 26% το 2024.
Σε αυτή συγκυρία, η Ελλάδα σκοπεύει να μετατρέψει αυτή τη μετάβαση σε ευκαιρία, διεκδικώντας ρόλο-κλειδί στον ενεργειακό χάρτη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Ρεβυθούσα και Αμφιτρίτη
Στην πρώτη γραμμή αυτής της προσπάθειας βρίσκονται οι δύο πύλες εισόδου LNG της χώρας, η Ρεβυθούσα και η Αμφιτρίτη στην Αλεξανδρούπολη.
Η Ρεβυθούσα, παραμένει ο βασικός κόμβος εισαγωγής φυσικού αερίου, καλύπτοντας περίπου το 39% των συνολικών εισαγωγών. Μέχρι σήμερα έχει υποδεχθεί 36 δεξαμενόπλοια LNG, με συνολικές ποσότητες 22,4 TWh, αυξημένες κατά 81% σε σχέση με πέρυσι.
Η Αμφιτρίτη λειτουργεί ως δεύτερη πύλη LNG, με 1,03 TWh να έχουν εισαχθεί μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν ο κυρίαρχος προμηθευτής με μερίδιο 88%, ενώ ακολουθούν η Νιγηρία, η Νορβηγία και η Αλγερία.
Ο νέος ρόλος της Ελλάδας
Παρά τις προκλήσεις που δημιουργεί η απεξάρτηση από τη Ρωσία, η Ελλάδα ενισχύει τον ρόλο της ως στρατηγικός ενεργειακός κόμβος της περιοχής. Με τις υποδομές της Ρεβυθούσας και της Αμφιτρίτης σε λειτουργία, αλλά και νέα έργα FSRU σε εξέλιξη και τον κάθετο διάδρομο, η χώρα αποκτά τη δυνατότητα να εξυπηρετεί όχι μόνο τις δικές της ανάγκες, αλλά και να τροφοδοτεί την ευρύτερη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Η απενεργοποίηση του TurkStream έως το 2028 αναμένεται να αυξήσει βραχυπρόθεσμα το κόστος προμήθειας, όμως ταυτόχρονα δίνει στην Ελλάδα τη δυνατότητα να μετατραπεί σε περιφερειακό κόμβο ενέργειας και βασικό πυλώνα της νέας ευρωπαϊκής ενεργειακής αρχιτεκτονικής.