Όχι μία, όχι δύο, αλλά τρεις φορές “χτύπησε” ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Γιάννης Στουρνάρας, με προειδοποιήσεις για κρίσιμα ζητήματα σε ό,τι αφορά τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, στέλνοντας παράλληλα μηνύματα σε πολλαπλούς αποδέκτες, και μάλιστα λίγες μέρες πριν τις ευρωεκλογές. Ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις οικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, το επενδυτικό κενό και τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, καθώς και το χαμηλό επίπεδο των αποταμιεύσεων.

Τα “καμπανάκια” από τον Διοικητή της ΤτΕ έρχονται σε μια περίοδο, κατά την οποία ναι μεν η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με ικανοποιητικό ρυθμό, αλλά βρίσκεται αντιμέτωπη με διαδοχικές διεθνείς κρίσεις και την υψηλή αβεβαιότητα λόγω των γεωπολιτικών εντάσεων, που έχουν ως αποτέλεσμα την επιβράδυνση που κατέγραψαν οι οικονομίες βασικών εμπορικών εταίρων της χώρας και τον υψηλό πληθωρισμό.

Η πρώτη προειδοποίηση (χωρίς χρονική σειρά) του κ. Γιάννη Στουρνάρα αφορά στην κλιματική αλλαγή. Το World Economic Forum περιλαμβάνει στη λίστα με τους δέκα πιο σημαντικούς κινδύνους για την παγκόσμια οικονομία, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, πολλούς κινδύνους που σχετίζονται με το κλίμα και το περιβάλλον.

Εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα μετριασμού του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής οι χρόνιες επιπτώσεις θα συνεχίσουν να κλιμακώνονται, επιφέροντας επιπλέον ζημιές στην οικονομία, ενώ θα απαιτούνται ακόμα μεγαλύτερα κεφάλαια για επενδύσεις προσαρμογής.

Με βάση τα όσα επεσήμανε ο Διοικητής της ΤτΕ σε σχετικό της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οικονομική ανάπτυξη πλήττεται από την κλιματική αλλαγή τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Βραχυπρόθεσμα μπορεί να προκληθούν ζημίες π.χ. στις υποδομές, στον κτιριακό εξοπλισμό και στο υλικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων. Επιπλέον, η οικονομική δραστηριότητα σε περιοχές πληγείσες από φυσικές καταστροφές μπορεί να περιοριστεί ή και να διακοπεί, προκαλώντας στρεβλώσεις και στις εφοδιαστικές αλυσίδες.

Σύμφωνα με μελέτες, τα ακραία καιρικά φαινόμενα εκτιμάται ότι οδηγούν σε μείωση του ρυθμού ανόδου του ΑΕΠ κατά περισσότερο από 0,5 ποσοστιαία μονάδα τη χρονιά που συμβαίνουν. Ακόμα και αν ανακάμψει σταδιακά η παραγωγή, η αυξημένη αβεβαιότητα θα συνεχίσει να επηρεάζει τις καταναλωτικές και επενδυτικές επιλογές, την παραγωγικότητα της εργασίας και την απασχόληση, με πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα.

Πληθωρισμός 3% τον Νοέμβριο - Πρωταθλητής στην ακρίβεια το λάδι στο +31%

Κλιματική αλλαγή και πληθωρισμός

Επιπλέον, πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι η υπερβολική άνοδος της θερμοκρασίας τους καλοκαιρινούς μήνες ασκεί ανοδικές πιέσεις στις τιμές των τροφίμων, ιδιαίτερα στις θερμότερες χώρες. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον αυξημένης μεταβλητότητας και με κινδύνους για τη διαμόρφωση των τιμών, η συγκράτηση των πληθωριστικών προσδοκιών κοντά στο στόχο μας καθίσταται πιο δύσκολη.

Σύμφωνα με τον Διοικητή της ΤτΕ, η κλιματική αλλαγή αναμένεται να επηρεάσει δυσανάλογα διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές και τομείς της οικονομίας, και άρα οι επιπτώσεις στον πληθωρισμό δεν θα είναι ίδιες σε όλες τις περιφέρειες και τις χώρες της ευρωζώνης, δημιουργώντας μια επιπλέον πρόκληση για την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής.

Συν τοις άλλοις, οι επιπτώσεις στο προϊόν και τον πληθωρισμό αναμένονται και από την πράσινη μετάβαση, τα μέτρα και τις πολιτικές προς καθαρές μηδενικές εκπομπές, τις επιδοτήσεις και τη σχετική φορολόγηση.

Για παράδειγμα, μια αυξημένη τιμή άνθρακα μπορεί να ωθήσει τον πληθωρισμό σε υψηλότερα επίπεδα, καθιστώντας απαραίτητη μια πιο περιοριστική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος για τον πληθωρισμό. Αντίστοιχα, είναι αβέβαιη η επίδραση στον πληθωρισμό από τις επενδύσεις σε νέες, πιο πράσινες, τεχνολογίες, αλλά και από την απομείωση της αξίας περιουσιακών στοιχείων (π.χ. κτιρίων χαμηλής ενεργειακής απόδοσης, παρωχημένων υποδομών).

Ως αποτέλεσμα, διαφορετικές και αντίρροπες δυνάμεις επενεργούν στο μακροπρόθεσμο επιτόκιο ισορροπίας.

Το «στοίχημα» της μείωσης του πληθωρισμού και οι ελληνικές ιδιαιτερότητες

Η εξέλιξη των επενδύσεων

Το άλλο ζήτημα για το οποίο ο κ. Στουρνάρας έστειλε ηχηρή προειδοποίηση είναι το επενδυτικό “κενό” και οι πηγές χρηματοδότησης των επενδυτικών σχεδίων των επιχειρήσεων.

Με άλλη ομιλία του στην εκδήλωση για την παρουσίαση των αποτελεσμάτων της έρευνας ΕΙΒ INVESTMENT SURVEY 2023 σημείωσε μεταξύ άλλων ότι το σταθερά χαμηλό επίπεδο συσσώρευσης παραγωγικού κεφαλαίου αποτελεί σημαντικό εμπόδιο στην αύξηση της παραγωγικότητας και τη σύγκλιση με το μέσο όρο της ΕΕ. Ειδικότερα, από την κρίση δημόσιου χρέους και εξής οι επενδύσεις στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ παρουσιάζουν σημαντική απόκλιση από το μέσο όρο της ΕΕ.

Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι επενδύσεις σε πραγματικούς όρους το 2022 ήταν κατά 50% περίπου χαμηλότερες σε σχέση με το 2008. Ο λόγος των επενδύσεων προς το ΑΕΠ, ο οποίος κυμαινόταν γύρω στο 24% πριν από το 2008 (δηλαδή σε επίπεδο συγκρίσιμο με το μέσο όρο της ΕΕ), κατέρρευσε κατά τη διάρκεια της κρίσης και διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο σε 11,9% την περίοδο 2010-2020.

Σημειώνεται ότι πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ εκτιμά ότι το επενδυτικό κενό στην Ελλάδα, σύμφωνα με κάποιες μετρήσεις, έφτασε έως 8% του ΑΕΠ για το 2019. Σύμφωνα με τη μελέτη, οι παράγοντες που έχουν επηρεάσει ανασταλτικά τις επενδύσεις περιλαμβάνουν, στην περίπτωση των επιχειρηματικών επενδύσεων, διαρθρωτικά εμπόδια, ενώ όσον αφορά στις επενδύσεις των νοικοκυριών τις εξελίξεις του οικονομικού κύκλου και των εισοδημάτων.

Οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, ως αποτέλεσμα της έντονης αύξησης των επενδύσεων τη διετία 2021-2022.

Οι επιχειρηματικές επενδύσεις έχουν ανακάμψει πλήρως και έχουν επανέλθει στα προ του 2010 επίπεδα, ενώ οι επενδύσεις σε κατοικίες είναι χαμηλές, εντούτοις αυξάνονται με ταχύ ρυθμό λόγω της ισχυρής ζήτησης από πλευράς εγχώριων επενδυτών, καθώς και επενδυτών από χώρες της ΕΕ αλλά και από τρίτες χώρες στο πλαίσιο του προγράμματος Golden Visa. Οι επενδύσεις ως ποσοστού του ΑΕΠ παραμένουν όμως χαμηλότερες από το μέσο όρο της ΕΕ (14,3%, έναντι 22,0% στην ΕΕ το 2023).

Σημειώνεται πάντως ότι το επενδυτικό κενό δεν είναι γνώρισμα μόνο της ελληνικής οικονομίας. Επενδυτικό κενό έχει και η ΕΕ στο σύνολό της σε σύγκριση με τις ΗΠΑ. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της ΕΤΕπ, το επενδυτικό κενό της ΕΕ σε σύγκριση με τις ΗΠΑ αποδίδεται, μεταξύ άλλων, στη δυναμική του προϊόντος, το υψηλό κόστος κεφαλαίου, τους χρηματοοικονομικούς περιορισμούς, τη δανειακή επιβάρυνση των επιχειρήσεων και την αβεβαιότητα.

Ειδικότερα, υπάρχει μεγάλο κενό στις επενδύσεις σε εξοπλισμό πληροφορικής και επικοινωνιών (ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών) και σε προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας. Στην περίπτωση της Ελλάδος, το κενό στις παραγωγικές επενδύσεις σε σύγκριση με τις ΗΠΑ είναι το μεγαλύτερο στην ΕΕ.

Η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων

Από κει και πέρα, ο Διοικητής της ΤτΕ σημείωσε ότι η έγκαιρη απορρόφηση και η εκταμίευση των πόρων του RRF (Ταμείο Ανάκαμψης) προς τον ιδιωτικό τομέα είναι καθοριστικής σημασίας για την επίτευξη των προβλεπόμενων ρυθμών αύξησης των ακαθάριστων επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου κατά την περίοδο 2024-2026.

Μέχρι στιγμής το ποσοστό απορρόφησης των πόρων του RRF είναι ικανοποιητικό (41% από συνολικό ποσό 36 δισεκ. ευρώ) και η Ελλάδα είναι 4η στη σχετική κατάταξη των χωρών σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ωστόσο, οι εκταμιεύσεις προς τις επιχειρήσεις προχωρούν με βραδύτερο ρυθμό (14% του συνόλου), γεγονός που καθυστερεί την πραγματοποίηση επενδυτικών δαπανών.

Για να καλυφθεί το επενδυτικό κενό και να επιταχυνθεί ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας πρέπει να υλοποιηθεί ένα ευρύ φάσμα φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα πρέπει να αποσκοπούν στην εξάλειψη διαρθρωτικών αδυναμιών, όπως οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία στη δημόσια διοίκηση και το έλλειμμα ψηφιακών δεξιοτήτων.

Ταυτόχρονα όμως, είναι αναγκαίο να εξαλειφθούν οι περιοριστικές πρακτικές που εμποδίζουν τη λειτουργία των αγορών, με την κατάργηση των φραγμών εισόδου και το άνοιγμα των αγορών αγαθών και υπηρεσιών στον ανταγωνισμό.

Οι μεταρρυθμίσεις θα συμβάλουν στην προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεωνκαι θα διευκολύνουν τη μεγαλύτερη συμμετοχή των ελληνικών επιχειρήσεων στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Αυτό με τη σειρά του θα συμβάλει στην υιοθέτηση καινοτόμων μεθόδων παραγωγής και νέων τεχνολογιών, που θα επιτρέψουν στις ελληνικές επιχειρήσεις να παράγουν προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας και έντασης γνώσης. Το αποτέλεσμα θα είναι η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και της συνολικής παραγωγικότητας στην ελληνική οικονομία.

Εγκλωβισμένες χιλιάδες επιχειρήσεις στη μέγγενη απλησίαστων επιτοκίων

Η συρρίκνωση της εθνικής αποταμίευσης

Το τρίτο θέμα που έθιξε ο κ. Στουρνάρας μέσα σε ελάχιστες μέρες, είναι το έλλειμμα στις αποταμιεύσεις. Μιλώντας σε σχετική εκδήλωση της Eurobank και του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, ο Διοικητής της ΤτΕ τόνισε ότι το λεγόμενο «κενό αποταμίευσης», με άλλα λόγια το έλλειμμα της αποταμίευσης σε σχέση με τις επενδύσεις, αποτυπώνει τις διαρθρωτικές αδυναμίες του ελληνικού παραγωγικού υποδείγματος και την υψηλή εξάρτηση της χώρας από εξωτερική χρηματοδότηση.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της τελευταίας 25ετίας, το επίπεδο της αποταμίευσης ως ποσοστού του ΑΕΠ στην Ελλάδα υπήρξε από τα χαμηλότερα στη ζώνη του ευρώ. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, η εθνική αποταμίευση από 19% του ΑΕΠ την περίοδο 1980-1994 μειώθηκε σε 11% την περίοδο 1995-2008, παρά την ταχεία άνοδο των εισοδημάτων την ίδια περίοδο, ενώ μειώθηκε περαιτέρω στο 10% την περίοδο 2009-2021. Το αντίστοιχο ποσοστό για τον μέσο όρο της ευρωζώνης την τελευταία περίοδο ήταν 24%.

Ο ετήσιος καθαρός δανεισμός της Ελλάδας από το εξωτερικό, που αποτελείται από το άθροισμα του δανεισμού του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, αυξήθηκε σταδιακά από το 2% του ΑΕΠ το 1995 στο 14% το 2008.

Η συνεπαγόμενη συνεχής και επιταχυνόμενη διεύρυνση του εξωτερικού χρέους, σε συνδυασμό με την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση, οδήγησε σε αποκλεισμό της Ελλάδας από τη διεθνή χρηματοδότηση. Την περίοδο 2009-2021 ο ετήσιος δανεισμός της Ελλάδας από το εξωτερικό σταδιακά μειώθηκε και το 2019 αντιπροσώπευε μόλις το 1% του ΑΕΠ, αλλά αυξήθηκε με την έναρξη της υγειονομικής κρίσης στο 5% του ΑΕΠ το 2020 και το 2021, και, σε συνδυασμό με την ενεργειακή κρίση, στο 10% το 2022.

Το αποταμιευτικό κενό

Το πρόβλημα του εγχώριου αποταμιευτικού κενού εντοπίζεται κυρίως στο χαμηλό ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών. Η αποταμίευση των νοικοκυριών σημείωσε κατακόρυφη πτώση κατά τη διάρκεια της κρίσης, από 9,0% του διαθέσιμου εισοδήματος το 2009, σε αρνητική αποταμίευση -4% του διαθέσιμου εισοδήματος το 2022.

Αντίθετα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) η αποταμίευση των νοικοκυριών έχει σταθεροποιηθεί σε περίπου 13% του διαθέσιμου εισοδήματος από το 2011 και έπειτα.

Τα ελληνικά νοικοκυριά παραδοσιακά επένδυαν μεγάλο μέρος των αποταμιεύσεών τους στην αγορά ακινήτων και πολύ μικρό μέρος σε προϊόντα της κεφαλαιαγοράς σε σχέση με την ΕΕ.Η αποταμίευση των επιχειρήσεων αν και έχει υποχωρήσει το 2023 (10,3% του ΑΕΠ) σε σχέση με το 2022 (12,6% του ΑΕΠ) παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα συγκριτικά με το μέσο όρο της τριετίας 2017-2019 (8,3% του ΑΕΠ).

Το έλλειμμα αποταμίευσης, ή πιο συγκεκριμένα η ανεπάρκεια των εγχώριων αποταμιεύσεων για τη χρηματοδότηση επενδύσεων, οδηγεί στην προσφυγή σε εξωτερικό δανεισμό και αντανακλάται στα επίμονα υψηλά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ) την τελευταία 20ετία. Αυτό υποδηλώνει ότι η χώρα ξοδεύει πολύ περισσότερα απ’ όσα παράγει, ή, με άλλα λόγια, ότι δεν υπάρχουν επαρκείς εγχώριες αποταμιεύσεις για τη χρηματοδότηση επενδύσεων.

Fitch Ratings: «Ανάσα» ο πληθωρισμός στις χώρες όπως η Ελλάδα

Η ιδιωτική κατανάλωση

Το σταθερά υψηλό «εισαγωγικό περιεχόμενο» της ιδιωτικής κατανάλωσης, των επενδυτικών αγαθών αλλά και των εξαγωγών θα εξακολουθεί να ασκεί αρνητικές επιδράσεις στο ΙΤΣ.

Ως αποτέλεσμα, η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση (ΔΕΘ) της χώρας, δηλαδή το συσσωρευμένο χρέος της χώρας προς το εξωτερικό, είναι αρνητική (περίπου στο -141% του ΑΕΠ), σε αντίθεση με άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ με υψηλό δημόσιο χρέος και σημαντικά υψηλότερη από τα θεμελιώδη και προληπτικά κριτήρια αναφοράς της ΔΕΘ που υπολογίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Ελλάδα (-42,5% και -48,9% του ΑΕΠ, αντίστοιχα το 2023).

Η παραοικονομία και το ασφαλιστικό σύστημα

Κατά την ΤτΕ, ο μικρός όγκος ενεργητικού των θεσμικών επενδυτών στη χώρα σχετίζεται και με τις στρεβλώσεις του ασφαλιστικού συστήματος. Για παράδειγμα, πριν από τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής, το ύψος των συντάξεων ήταν τόσο υψηλό ώστε να εγγυώνται ποσοστά αναπλήρωσης υψηλότερα του 100% σε μελλοντικούς συνταξιούχους.

Σε συνδυασμό με τα υψηλά ποσοστά εισφορών για κύρια και επικουρική σύνταξη, περιορίζονταν έτσι σημαντικά τα κίνητρα για αποταμίευση και ειδικά για επενδύσεις σε κινητές αξίες. Παρότι τα ποσοστά αναπλήρωσης από το διανεμητικό πυλώνα έχουν υποχωρήσει, η Ελλάδα παραμένει ουραγός όσον αφορά στο μέγεθος του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος, αν και η πρόσφατη δημιουργία του Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ) δημιουργεί προϋποθέσεις για βελτίωση.

Από την άλλη πλευρά, η εκτεταμένη φοροδιαφυγή και το υψηλό επίπεδο της παραοικονομίας στη χώρα (όπως π.χ. αποτυπώνεται από τα υψηλά ποσοστά αυτοαπασχόλησης στην οικονομία, καθώς και το μεγάλο κενό ΦΠΑ) μειώνουν το πραγματικό επίπεδο αποταμίευσης, καθώς και το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα.

Μελέτες της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνουν ότι η παραοικονομία διογκώθηκε σημαντικά κατά την περίοδο της κρίσης, από 15% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο το 2000-09 σε 26% του ΑΕΠ το 2015.Κατά την ίδια περίοδο παρατηρείται σημαντική μείωση του ποσοστού αποταμίευσης.

Η μείωση των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών αποτυπώνεται και στη σημαντική μείωση των χρηματοοικονομικών επενδύσεων των νοικοκυριών.

Συγκεκριμένα, οι χρηματοοικονομικές επενδύσεις των νοικοκυριών (σε καταθέσεις, μετρητά, μετοχές, ομόλογα και άλλα επενδυτικά προϊόντα) μειώθηκαν από 22 δισεκ. ευρώ ετησίως κατά μέσο όρο την περίοδο 2007-09 σε αποεπένδυση ύψους 6,3 δισεκ. ευρώ ετησίως κατά μέσο όρο την περίοδο 2012-19, ενώ, λόγω της οικονομικής και πολιτικής αβεβαιότητας, με τη μείωση των χρηματοοικονομικών επενδύσεων τα νοικοκυριά έστρεψαν τις αποταμιεύσεις τους στο εξωτερικό.

Διαβάστε ακόμη