Χαμηλά στην αποταμίευση συνεχίζει να «σκοράρει» η Ελλάδα, καταλαμβάνοντας την τελευταία θέση, όχι μόνο σε επίπεδο Ευρωζώνης, αλλά και όλων των αναπτυγμένων χωρών, γεγονός που επιτάσσει την έναρξη ενός δημόσιου διαλόγου, αναφορικά με τους τρόπους ενίσχυσής της.

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από σχετική μελέτη που εκπόνησε το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΟΠΑ) και η οποία χρηματοδοτήθηκε από τη Eurobank, την περίοδο 2002 – 2021 η Ελλάδα είχε τη χαμηλότερη εθνική αποταμίευση ως ποσοστό του ΑΕΠ, με τον μέσο όρο να ανέρχεται σε μόλις 9% του ΑΕΠ έναντι 25% για την Ευρωζώνη.

Η διαφορά στα ποσοστά εθνικής αποταμίευσης δε, διευρύνθηκε, κάτι που οφείλεται στη μεγάλη πτώση του ποσοστού αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα από 17% του ΑΕΠ την περίοδο 2002 – 2006 σε 9% την περίοδο 2018 – 2022.

Σε αντίθεση με τη μείωση του ποσοστού αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα, η αντίστοιχη του δημοσίου τομέα αυξήθηκε – από -2% του ΑΕΠ την περίοδο 2002 – 2006 σε 0,2% το διάστημα 2018 – 2022 – ως απόρροια των προγραμμάτων προσαρμογής μετά το 2010.

Η κατάρρευση της αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα μετά την κρίση προέρχεται κυρίως από την περαιτέρω μείωση του ποσοστού αποταμίευσης των νοικοκυριών στην Ελλάδα έναντι όλων των άλλων χωρών της Ευρωζώνης. Την πενταετία 2002 – 2006 το ποσοστό αποταμίευσης των ελληνικών νοικοκυριών υστερούσε κατά έξι ποσοστιαίες μονάδες έναντι της Ευρωζώνης (7% έναντι 13%) και η υστέρηση διευρύνθηκε στις 16 ποσοστιαίες μονάδες την περίοδο 2017 – 2021 (-1% στην Ελλάδα έναντι 15% στην Ευρωζώνη).

Σύμφωνα με την Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών του 2019 δε, προκύπτει ότι:

  • Η μέση ετήσια αποταμίευση ανέρχεται στα 1.076 ευρώ, ενώ είναι αρνητική για τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες και παιδιά (-2.159 ευρώ).
  • Η μέση ετήσια αποταμίευση των συνταξιούχων ανέρχεται σε 2.248 ευρώ, των εργαζομένων σε 410 ευρώ, των μισθωτών σε 542 ευρώ και των αυτοαπασχολούμενων σε μόλις 63 ευρώ.
  • Το 40% της συνολικής αποταμίευσης προέρχεται από το 1% των νοικοκυριών με τα υψηλότερα εισοδήματα.
  • Οι αυτοαπασχολούμενοι έχουν το μικρότερο και σχεδόν μηδενικό ποσοστό αποταμίευσης σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα τους, ενώ οι συνταξιούχοι είναι η κατηγορία με το μεγαλύτερο ποσοστό αποταμίευσης.
  • Τα ποσοστά αποταμίευσης διαφέρουν σημαντικά ανά κλίμακα εισοδήματος και είναι αρνητικά για τέσσερα στα 10 νοικοκυριά.

Οι βασικές αιτίες

Η – διαχρονική – χαμηλή αποταμίευση των νοικοκυριών αποδίδεται σε διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων: Α) το υψηλό ποσοστό της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής που ευνοεί την κατανάλωση και όχι την αποταμίευση, Β) το ασφαλιστικό σύστημα που, με εξαίρεση την πρόσφατη προσπάθεια δημιουργίας ενός κεφαλαιοποιητικού πυλώνα, του ΤΕΚΑ, επί πολλά χρόνια παρέμενε αμιγώς διανεμητικό και με υψηλό ποσοστό αναπλήρωσης, γεγονός που αποθάρρυνε την ιδιωτική αποταμίευση, Γ) τα χαμηλά επιτόκια καταθέσεων προθεσμίας σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη που και αυτά αποθαρρύνουν την ιδιωτική αποταμίευση και Δ) την έλλειψη κουλτούρας ή και κινήτρων ιδιωτικής ασφάλισης των περιουσιακών στοιχείων των ιδιωτών έναντι φυσικών καταστροφών, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να παρουσιάζει το υψηλότερο αντίστοιχο ασφαλιστικό κενό στην ευρωζώνη.

Παράλληλα:

Δαπάνες στέγασης

«Η τεράστια επιβάρυνση των ελληνικών νοικοκυριών με δαπάνες στέγασης σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, ιδιαίτερα μετά το 2010, καθιστά εξαιρετικά δύσκολο για τα νοικοκυριά να αποταμιεύσουν». Αυτό επισημαίνεται στην έρευνα, σημειώνοντας πως το ποσοστό των νοικοκυριών με υπερβολική επιβάρυνση με δαπάνες στέγασης ήταν (κατά μέσο όρο) 21% στην Ελλάδα την περίοδο 2005 – 2010 έναντι 9% στην Ευρωζώνη, για να εκτοξευθεί στο 37% την 10ετία που ακολούθησε όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη αυτό παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο.

Κληρονομιές

«Ο γονέας που αφήνει στο γιο του έναν τεράστιο πλούτο νεκρώνει τα ταλέντα και τις ενέργειες του γιου του και τον εκθέτει στον πειρασμό να ζήσει μια λιγότερο χρήσιμη και άξια ζωή από ό, τι θα έκανε διαφορετικά». Η άποψη του Andrew Carnegie είναι ενδεικτική της αρνητικής επίδρασης που έχουν οι διαγενεακές μεταβιβάσεις πλούτου και ιδιαίτερα οι γονικές παροχές.

Στην Ελλάδα η πρακτική αυτή είναι εξαιρετικά διαδεδομένη εν συγκρίσει με άλλες χώρες, με αρνητικές συνέπειες στην αποταμίευση, στην προσφορά εργασίας, στη συσσώρευση ανθρωπίνου κεφαλαίου και την ηλικία συνταξιοδότησης. Μία λύση θα ήταν η αύξηση του φορολογικού συντελεστή στις γονικές παροχές ή/και μείωση του αφορολόγητου ορίου, ιδιαίτερα για μεταβιβάσεις που αφορούν σε νεότερες ηλικίες, σε συνδυασμό με μείωση της φορολογίας του εισοδήματος από αποταμίευση.

Τζόγος

Τα νοικοκυριά που δηλώνουν δαπάνες σε τυχερά παίγνια δαπανούν κατά μέσο όρο 338 ευρώ τον χρόνο (ή περίπου 28 ευρώ μηνιαίως), με την επίμαχη δαπάνη να αποτελεί κατά μέσο όρο το 1,5% των συνολικών τους δαπανών και 1,8% του εισοδήματός τους. Η μεγάλη πλειοψηφία των νοικοκυριών πραγματοποιεί δαπάνες κάτω από τον μέσο όρο, ενώ μόνο το 5% έχει ετήσια δαπάνη μεγαλύτερη από 1.000 ευρώ.

Σύμφωνα με την έρευνα, τα τυχερά παίγνια δίνουν την ίδια ευκαιρία στους φτωχούς να κερδίσουν όπως και στους πλουσίους. Αυτό κάνει τα τυχερά παίγνια δυσανάλογα ελκυστικά για αυτούς, καθώς μπορεί να θεωρούν ότι σπάνια στη ζωή έχουν τέτοιες ίσες ευκαιρίες σε σχέση με τους πλουσίους για να αποκομίσουν σημαντικά ποσά και να ανέβουν εισοδηματική τάξη.

Επομένως, για μια σημαντική μερίδα του πληθυσμού η πολύ μικρή πιθανότητα μεγάλου κέρδους, συνδυασμένη με μια αρνητική αναμενόμενη απόδοση, είναι περισσότερο ελκυστική από τη σίγουρη, αλλά σχετικά μικρή, απόδοση που προσφέρουν οι τραπεζικές καταθέσεις. Οι τράπεζες, λοιπόν, θα μπορούσαν να σχεδιάσουν προϊόντα ίσου συνολικού κόστους για τις ίδιες, τα οποία να συνδυάζουν μειώσεις του επιτοκίου με συχνές κληρώσεις που θα αποφέρουν στους τυχερούς αποταμιευτές σημαντικά ποσά.

Μια ενδεικτική δομή ενός τέτοιου αποταμιευτικού προϊόντος μπορεί να είναι η εξής: Για λογαριασμούς φυσικών προσώπων, των οποίων το υπόλοιπο αυξάνεται κατά τουλάχιστον ένα ορισμένο ποσοστό ή ποσό κάθε μήνα, γίνονται κληρώσεις με συνολικό όφελος για τους καταθέτες (κόστος για την τράπεζα) ίσο με τη μείωση των συνολικών τόκων που θα λάμβαναν οι καταθέτες (πλήρωνε η τράπεζα) λόγω της μείωσης του επιτοκίου.

Εάν, για παράδειγμα, η μείωση του επιτοκίου είναι 0,5% και αφορά σε συνολικές καταθέσεις 10 δισ. ευρώ, η μείωση του ετήσιου κόστους για την τράπεζα ισούται με 50 εκατ. ευρώ. Αυτή η εξοικονόμηση από την τράπεζα μπορεί να διατεθεί στους συνεπείς αποταμιευτές/καταθέτες μέσω 52 κληρώσεων κατ’ έτος, συνολικής αξίας σχεδόν ενός εκατ. ευρώ εκάστη.

Κάθε εβδομαδιαία κλήρωση μπορεί να έχει λαχνούς, οι οποίοι κερδίζουν από σχετικά μικρά ποσά (για παράδειγμα, 100 ευρώ) έως και 100.000 ευρώ, ενώ μπορεί να υπάρχει μια πρωτοχρονιάτικη κλήρωση με μεγαλύτερα ποσά (για παράδειγμα, έως ένα εκατ. ευρώ).

Διαβάστε ακόμη: