«Αν και η Ελλάδα βρισκόταν στο χείλος της χρεοκοπίας πριν από περίπου εννέα χρόνια, τώρα αποτελεί μια από τις πιο αναπτυσσόμενες χώρες της Ευρώπης. Αυτό οφείλεται κυρίως στις αποτελεσματικές μεταρρυθμίσεις και την πολιτική σταθερότητα», όπως αναφέρει σε αφιέρωμα για την Ελλάδα, η Deutsche Bank Wealth Management με επικεφαλής, τον Dirk Steffen, Chief Investment Officer EMEA.

Στα βασικά σημεία:

– Από τη δημοσιονομική κρίση και την κρίση δημοσίου χρέους, η Ελλάδα αύξησε την ανταγωνιστικότητά της μέσω μιας σειράς μεταρρυθμίσεων.

– Χάρη στην πρόωρη αποπληρωμή των δανείων που έλαβε επί των μνημονιακών χρόων, η Ελλάδα μπόρεσε να μειώσει τον δείκτη χρέους της, από το 206% του ΑΕΠ το 2020, στο 166% στο δεύτερο τρίμηνο του 2023, τη στιγμή που οι περισσότεροι οίκοι αξιολόγησης αναβάθμισαν την Ελλάδα δίνοντας την επενδυτική βαθμίδα.

– Επιπλέον, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα περαιτέρω μετασχηματισμού και ενίσχυσης της οικονομίας της. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν πολιτικές προκλήσεις που συνδέονται με την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.

Ως προς το σκέλος των αγορών, το τμήμα του wealth του γερμανικού οίκου αναφέρει πως «οι θετικές μακροοικονομικές εξελίξεις έχουν αντίκτυπο στις αγορές. Η Ελλάδα είχε υποβαθμιστεί σε καθεστώς «junk» ως αποτέλεσμα της κρίσης χρέους το 2010 και ως εκ τούτου δεν ήταν σε θέση να βγει στις αγορές για πολλά χρόνια. Σε αντάλλαγμα της οικονομικής στήριξης που χορηγήθηκε από το ΔΝΤ και τις χώρες της Ευρωζώνης, η πιο υπερχρεωμένη χώρα της Ευρωζώνης δεσμεύτηκε για μια σειρά μεραρρυθμίσεων και σκληρά μέτρα λιτότητας. Η Ελλάδα κατάφερε να βγει από την κρίση το 2018 αλλά παρέμεινε η μόνη χώρα στην ευρωζώνη με καθεστώς «junk».

Ο οίκος αξιολόγησης Fitch απένειμε στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα στα τέλη του 2023, με βάση ότι το δημόσιο χρέος πιθανότατα θα συνεχίσει να μειώνεται, δεδομένης της σταθερής δημοσιονομικής πολιτικής. Οι οίκοι αξιολόγησης S&P και Scope είχαν ήδη επαναφέρει την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα.

Παράλληλα, τα ελληνικά κρατικά ομόλογα πρόσφατα εντάχθηκαν σε διάφορους διεθνείς δείκτες ομολόγων ως αποτέλεσμα των αναβαθμίσεων των οίκων αξιολόγησης. Οι προσαρμογές αξιολόγησης σημαίνουν ότι τα ελληνικά κρατικά ομόλογα έχουν γίνει πιο ενδιαφέροντα για τους θεσμικούς επενδυτές. Η Αθήνα είναι έτσι σε θέση να βγει ξανά και ανεξάρτητη στις αγορές. Η απόδοση των ελληνικού δεκαετούς είναι σήμερα στο 3,4% περίπου άρα αισθητά αλλά όχι πολύ υψηλότερη από, για παράδειγμα, έναντι του Bund (2,2%). Οι αναλυτές σημειώνουν πως τον Μάρτιο του 2012, η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς είχε φτάσει σε ιστορικό υψηλό ρεκόρ γύρω στο 42%.

Επιπλέον το ΧΑ παρουσιάζει επίσης καλές επιδόσεις, αν και η μεταβλητότητα είναι σχετικά υψηλή με τα παγκόσμια πρότυπα, με τον ΓΔ να σημειώνει άνοδο 43% το 2023. Ωστόσο, οι ελληνικές μετοχές εξακολουθούν να είναι συγκριτικά φθηνές για ορισμένα πρότυπα αποτίμησης. Σύμφωνα με εκτιμήσεις για τα κέρδη για το 2024, ο συνολικός δείκτης P/E βρίσκεται στο 8,1x, με το δείκτη τιμής προς λογιστική αξία να βρίσκεται στο 1,1x που αποτελεί επίσης ένα συγκριτικά ελκυστικό επίπεδο.

Παράλληλα, τα IPOs και οι ιδιωτικοποιήσεις (π.χ. στον τομέα των υποδομών) που προγραμματίζονται για φέτος, αναμένεται να δώσουν επιπλέον ώθηση στην αγορά. Σε κλαδικό επίπεδο, οι μετοχές των χρηματοοικονομικών (τράπεζες, ΕΧΑΕ) είναι πιθανό να έχουν ενδιαφέρον μεσοπρόθεσμα, όπως και στην Ευρωζώνη συνολικά. Ο εγχώριος τραπεζικός δείκτης σημείωσε άνοδο περίπου 65% πέρυσι, και οι σημαντικότερες ελληνικές μετοχές διαπραγματεύονται επίσης σε μεγάλα διεθνή χρηματιστήρια. Ωστόσο, η χαμηλή ρευστότητα περιορίζει την εμπορευσιμότητα τους – και οι μετοχές βρίσκονται σε ένα μεγαλύτερο πεδίο μεταβλητότητας, όπως τονίζει η DB Wealth Management.

Οι αναλυτές καταλήγουν πως μετά από μια παρατεταμένη περίοδο οικονομικών δυσκολιών, η Ελλάδα φαίνεται να επιστρέφει σε μια αναπτυξιακή τροχιά. «Ωστόσο, οι προκλήσεις της χώρας δεν έχουν ακόμη ξεπεραστεί πλήρως. Ειδικότερα, η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να αποδεικνύει ότι μπορεί να χρησιμοποιεί αποτελεσματικά και βιώσιμα τα ευρωπαϊκά κονδύλια».

Διαβάστε ακόμη: