Η Deutsche Bank επανεπιβεβαιώνει τη σύσταση «Buy» για τη μετοχή του ΟΤΕ με τιμή-στόχο τα €20, διατηρώντας τη θετική της άποψη για τη μετοχή λόγω χαμηλότερων αποτιμήσεων έναντι των ευρωπαϊκών peers, υψηλών ελεύθερων ταμειακών ροών και συντηρητικής μόχλευσης. Παράλληλα, ο γερμανικός οίκος εκφράζει έντονες επιφυλάξεις για τη στρατηγική της ΔΕΗ στον χώρο των τηλεπικοινωνιών την οποία χαρακτηρίζει «απορρυθμιστή των τιμολογίων» χωρίς σαφή επιχειρηματική λογική.

Παράλληλα, στην ίδια ανάλυση, αναδεικνύει ως μεσοπρόθεσμο καταλύτη για το σύνολο της ελληνικής αγοράς την επικείμενη αναβάθμιση του Χρηματιστηρίου Αθηνών σε κατηγορία Developed Market τον Σεπτέμβριο του 2026, εξέλιξη που κατά την τράπεζα θα αυξήσει τη θεσμική συμμετοχή, τη ρευστότητα και τις αποτιμήσεις.

Η Deutsche Bank θεωρεί τον ΟΤΕ έναν από τους πλέον ελκυστικούς τηλεπικοινωνιακούς τίτλους στη ΝΑ Ευρώπη, με στατικά πολλαπλάσια που παραμένουν αισθητά χαμηλότερα από τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Ο δείκτης EV/EBITDAaL υπολογίζεται στις 4,5 φορές για το 2025 και στις 4,2 φορές για το 2027, έναντι 6,6–6,2 φορές του μέσου όρου του κλάδου.

Ο ΟΤΕ επιστρέφει στους μετόχους του περίπου το 95% των ελεύθερων ταμειακών ροών του, συνδυάζοντας υψηλή μερισματική απόδοση με επαναγορές, ενώ η καθαρή μόχλευση (net debt/EBITDA εξαιρουμένων των leases) είναι μόλις 0,3 φορές – έναντι 2,3 φορές κατά μέσο όρο στον ευρωπαϊκό χώρο.

Η πώληση της Telekom Romania Mobile την 1η Οκτωβρίου 2025 απελευθερώνει τον όμιλο από ζημιογόνα δραστηριότητα, με καθαρά έσοδα περί τα €40 εκατ. που θα διανεμηθούν στους μετόχους και φορολογικό όφελος περίπου €125 εκατ. το 2026, το οποίο σύμφωνα με τη Deutsche Bank θα μπορούσε να καλύψει το κόστος ανανέωσης της άδειας 900MHz που λήγει το 2027. Αυτό επιτρέπει στον ΟΤΕ να διατηρήσει αμετάβλητη την πολιτική επιστροφής κεφαλαίου και να αποφύγει διακυμάνσεις στις διανομές του μεταξύ 2026 και 2027.

Οι επιφυλάξεις για τη στρατηγική της ΔΕΗ

Αντίθετα, η έκθεση της Deutsche Bank εμφανίζεται ιδιαίτερα επιφυλακτική για τη ΔΕΗ, η οποία από τον Ιούνιο του 2025 δραστηριοποιείται στη λιανική αγορά ευρυζωνικών υπηρεσιών, προσφέροντας πακέτα περίπου 50% φθηνότερα από εκείνα των ΟΤΕ, Nova και Vodafone. Η τράπεζα υπενθυμίζει ότι η απόφαση της ΔΕΗ να επενδύσει σε δίκτυο FTTH ύψους περίπου €700 εκατ. είχε ληφθεί το 2020, όταν υπήρχε ανησυχία ότι η Ελλάδα δεν θα αποκτούσε έγκαιρα επαρκή υποδομή οπτικών ινών για να υποστηρίξει το ενεργειακό της πρόγραμμα.

Από τότε, όμως, το τοπίο έχει αλλάξει ριζικά: οι τρεις τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι έχουν αναπτύξει συνεχή και μη επικαλυπτόμενα δίκτυα που ήδη καλύπτουν περίπου το 60% των κατοικιών και επιχειρήσεων, ενώ αλληλοχονδρικεύονται με εκπτώσεις έως 28% επί των ρυθμιζόμενων τιμών.

Η ΔΕΗ, σημειώνει η τράπεζα, προσπαθεί τώρα να ανακτήσει μέρος των περίπου €250 εκατ. που έχει ήδη δαπανήσει, χωρίς ωστόσο ουσιαστικό αποτέλεσμα στη χονδρική. Οι τιμές λιανικής της (π.χ. €17,9/μήνα για 500 Mbps και €19,9/μήνα για 1 Gbps) είναι μόλις 34% και 8% υψηλότερες από τις αντίστοιχες ανεπίδοτες χονδρικές τιμές, ενώ σε επίπεδο χονδρικής με έκπτωση 28% είναι έως και 85% υψηλότερες — γεγονός που αφήνει ελάχιστο περιθώριο κέρδους.

Η ΕΕΤΤ αναμένεται να μειώσει περαιτέρω τις τιμές χονδρικής στο fibre κατά περίπου 10% από 1/1/2026, ενθαρρύνοντας τη μετάβαση από τον χαλκό στις οπτικές ίνες, ενώ οι κρατικές και ευρωπαϊκές επιδοτήσεις μειώνουν ήδη τα λιανικά τιμολόγια broadband κατά περίπου €6 τον μήνα.

Η Deutsche Bank κρίνει ότι το επιχειρηματικό εγχείρημα της ΔΕΗ δύσκολα θα αποδώσει, καθώς η δομή της αγοράς δεν επιτρέπει εύκολα μετακινήσεις πελατών μεταξύ παρόχων FTTH, οι τρεις μεγάλοι πάροχοι διαθέτουν ισχυρά brands, δίκτυα διανομής, υπηρεσίες φωνής και ευρύ χαρτοφυλάκιο συνδυαστικών προϊόντων (το 71% των συνδρομητών του ΟΤΕ λαμβάνει υπηρεσίες μέσω bundle). Η ΔΕΗ ούτε διαθέτει επαρκή εμπειρία ούτε επιθυμεί να αξιοποιήσει την πελατειακή της βάση ενέργειας για διασταυρούμενες πωλήσεις.

Η ίδια η είσοδος της ΔΕΗ στις τηλεπικοινωνίες προκάλεσε, άλλωστε, την αντεπίθεση του ΟΤΕ στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, μέσω συνεργασίας με τη Metlen που προσφέρει στους πελάτες της έκπτωση €5 τον μήνα στους λογαριασμούς σταθερής τηλεφωνίας για δύο χρόνια, επιδοτούμενη από τη Metlen.

Τέλος, οι βασικοί δείκτες της ΔΕΗ έχουν επιδεινωθεί: το μερίδιο αγοράς της στη λιανική ενέργειας μειώθηκε από περίπου 69% το 2020 σε 50% στα μέσα του 2025, οι ελεύθερες ταμειακές ροές (EBITDA–capex) κατρακύλησαν από +€0,5 δισ. το 2020 σε –€1,2 δισ. το 2024, και η καθαρή μόχλευση αυξήθηκε από 1,5 φορά το 2022 σε 3,2 φορές στο πρώτο εξάμηνο του 2025, παρά την αύξηση κεφαλαίου του 2021 (€1,4 δισ.) και την πώληση του 49% του ΔΕΔΔΗΕ στη Macquarie (€1,3 δισ.).

Διαβάστε ακόμη: