Η νέα μονάδα ηλεκτροπαραγωγής του κοινού εταιρικού σχήματος ΔΕΗ–ΔΕΠΑ Εμπορίας στην Αλεξανδρούπολη περνά πλέον σε φάση πλήρους υλοποίησης, μετά από μια παρατεταμένη αλλά κρίσιμη διαδικασία αδειοδοτήσεων.
Με την έγκριση των περιβαλλοντικών όρων από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, το έργο ύψους περίπου 400 εκατ. ευρώ «κλειδώνει» και εισέρχεται σε μια περίοδο όπου η περιοχή της Αλεξανδρούπολης εξελίσσεται σε έναν από τους πιο κομβικούς ενεργειακούς πυλώνες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Το έργο περνά επίσημα στη φάση κατασκευής
Με την πράσινη σφραγίδα του ΥΠΕΝ, η μονάδα συνδυασμένου κύκλου ισχύος 840 MW, στην οποία η ΔΕΗ συμμετέχει με 71% και η ΔΕΠΑ Εμπορίας με 29%, αναμένεται να λειτουργήσει στα μέσα του φθινοπώρου του 2027. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα ενεργειακά έργα της χώρας την τελευταία δεκαετία.
Η μονάδα θα τοποθετήσει την Αλεξανδρούπολη στον «πυρήνα» των εξελίξεων, καθώς θα ενισχύσει την ηλεκτρική ισχύ της χώρας κατά περίπου 5 TWh ετησίως, ποσότητα επαρκή για σημαντικό τμήμα της εθνικής κατανάλωσης αλλά και για εξαγωγές προς τα Βαλκάνια.
Την ίδια στιγμή, ολοκληρώνεται σταδιακά και το σύνολο των υπόλοιπων υποδομών που απαιτούνται για τη λειτουργία του σταθμού: γραμμές μεταφοράς, υποσταθμοί 400 kV και νέα σημεία εξόδου στο εθνικό δίκτυο φυσικού αερίου.
Ο υπόγειος αγωγός που συνδέει τον σταθμό με το εθνικό δίκτυο
Το έργο περιλαμβάνει την κατασκευή νέου υπόγειου αγωγού φυσικού αερίου, ο οποίος θα ξεκινά από την περιοχή της Άνθειας στον Έβρο και θα καταλήγει στη Βιομηχανική Περιοχή Αλεξανδρούπολης, όπου θα βρίσκεται ο σταθμός.
Η διασύνδεση αυτή θεωρείται απαραίτητη ώστε η μονάδα να διαθέτει συνεχή και σταθερή τροφοδοσία, ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις στη συνολική κίνηση του Εθνικού Συστήματος Μεταφοράς Φυσικού Αερίου (ΕΣΜΦΑ).
Παράλληλα, ο σχεδιασμός ενσωματώνει και τη δυνατότητα τροφοδοσίας από το πλωτό FSRU της Gastrade, το οποίο ήδη φέρνει την Αλεξανδρούπολη στο επίκεντρο του ευρύτερου ενεργειακού χάρτη της νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Η ηλεκτρική διασύνδεση με το σύστημα και ο ρόλος του ΚΥΤ Νέας Σάντας
Στην πλευρά της ηλεκτρικής ενέργειας, ο σταθμός θα συνδεθεί μέσω απευθείας γραμμής υψηλής τάσης με το Κέντρο Υπερυψηλής Τάσης (ΚΥΤ) Νέας Σάντας. Από εκεί διέρχεται η νέα γραμμή 400 kV προς Βουλγαρία, που επιτρέπει την εξαγωγή ενέργειας προς:
- Βουλγαρία
- Βόρεια Μακεδονία
- Σερβία
Με αυτόν τον τρόπο, το έργο δεν περιορίζεται σε εθνικής σημασίας επένδυση αλλά αποκτά περιφερειακό ρόλο, συνδέοντας την ελληνική παραγωγή με τις πιο ενεργοβόρες περιοχές των Βαλκανίων.
Σήμερα, οι εργασίες κατασκευής στο εργοτάξιο εξελίσσονται παράλληλα με τις εργασίες ολοκλήρωσης των συνοδών υποδομών, που είναι απολύτως αναγκαίες για την πλήρη ενσωμάτωση της μονάδας στο σύστημα.
Τεχνολογία τελευταίας γενιάς – Απόδοση 63% και υδρογόνο 100%
Η νέα μονάδα συνδυασμένου κύκλου θα χρησιμοποιεί:
- έναν αεριοστρόβιλο General Electric 571 MW
- έναν ατμοστρόβιλο 269 MW
- τριβάθμια διάταξη πίεσης
- κοινή γεννήτρια
Με στόχο καθαρή απόδοση 63%, τοποθετείται μεταξύ των πιο αποδοτικών μονάδων φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Η υψηλή απόδοση σημαίνει:
- λιγότερη κατανάλωση καυσίμου,
- χαμηλότερες εκπομπές CO₂ ανά μονάδα παραγόμενης ενέργειας,
- μικρότερο λειτουργικό κόστος.
Το στοιχείο όμως που ξεχωρίζει τεχνολογικά είναι ότι η μονάδα έχει σχεδιαστεί με δυνατότητα λειτουργίας με 100% υδρογόνο – ή με μεικτά μίγματα φυσικού αερίου–υδρογόνου.
Αυτό σημαίνει ότι αποτελεί επένδυση του σήμερα αλλά και της επόμενης δεκαετίας, συμβατή με το ευρωπαϊκό Green Deal και τις δεσμεύσεις της Ελλάδας για μείωση εκπομπών και απανθρακοποίηση του συστήματος ηλεκτροπαραγωγής.
Αλεξανδρούπολη: Ο νέος ενεργειακός κόμβος της περιοχής
Τα τελευταία χρόνια, η Αλεξανδρούπολη έχει μετατραπεί σε κέντρο διασύνδεσης ενεργειακών ροών. Η λειτουργία της νέας μονάδας έρχεται να συμπληρώσει ένα σύνολο στρατηγικών έργων:
- Το FSRU της Gastrade
- Ο αγωγός IGB Ελλάδας–Βουλγαρίας
- Το Εθνικό Σύστημα Μεταφοράς Φυσικού Αερίου
- Το δίκτυο ηλεκτρικών διασυνδέσεων υψηλής τάσης
- Τα σχέδια για νέα διασυνδετήρια έργα προς Βαλκάνια
Ο συνδυασμός όλων αυτών δημιουργεί ένα νέο ενεργειακό «cluster», που λειτουργεί ως πύλη εισαγωγής καυσίμων και εξαγωγής ηλεκτρικής ενέργειας προς ολόκληρη τη νοτιοανατολική Ευρώπη.
Η ΔΕΗ και η ΔΕΠΑ Εμπορίας δεν επενδύουν απλώς σε έναν ακόμη σταθμό, αλλά σε μια υποδομή που στηρίζεται σε ένα ολοκληρωμένο, διασυνδεδεμένο και αναπτυξιακό περιβάλλον.