Η ΔΕΗ διατηρεί τον φιλόδοξο στόχο για EBITDA ύψους 2 δισ. ευρώ το 2025 επιβεβαιώνοντας τη δέσμευσή της για ισχυρή ανάπτυξη. Όπως ανέφερε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Γιώργος Στάσσης, κατά την ενημέρωση των αναλυτών για τα αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου, τα επόμενα τρίμηνα θα είναι ακόμα πιο αποδοτικά.

Η διοίκηση της Επιχείρησης, όπως ανακοίνωσε στους αναλυτές  σχεδιάζει να επεκτείνει το υφιστάμενο πρόγραμμα αγοράς ιδίων μετοχών, με στόχο τη συγκέντρωση έως και του 10% του μετοχικού της κεφαλαίου.

Η εταιρεία διαθέτει ήδη το 6% των μετοχών της και σκοπεύει να προχωρήσει στην επαναγορά επιπλέον 4%, αξιοποιώντας –όπως δήλωσε ο κ. Στάσσης– τη χαμηλή αποτίμηση της μετοχής, την οποία χαρακτήρισε ως “την καλύτερη επένδυση που μπορεί να κάνει σήμερα η εταιρεία”.

Το 2025 αναμένεται να αποτελέσει χρονιά έντονης επενδυτικής δραστηριότητας για τη ΔΕΗ, με το συνολικό επενδυτικό πρόγραμμα να ανέρχεται στα 3,5 δισ. ευρώ.

Η μερίδα του λέοντος των κεφαλαίων κατευθύνεται σε έργα Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και ενίσχυσης του χαρτοφυλακίου «πράσινης» ενέργειας.

Στο μέτωπο των ρυθμιστικών εξελίξεων, ανοιχτό παραμένει το θέμα της απόδοσης κεφαλαίου (WACC) για τον ΔΕΔΔΗΕ, με τη ΡΑΑΕΥ. Οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε εξέλιξη και, σύμφωνα με τον κ. Στάσση, η εταιρεία αισιοδοξεί πως το τελικό ποσοστό θα διαμορφωθεί κοντά στον επιδιωκόμενο στόχο του 8%.

Τηλεπικοινωνίες

Για τη δραστηριότητα της ΔΕΗ στις τηλεπικοινωνίες, τονίστηκε ότι δεν εξετάζει την είσοδο στην κινητή τηλεφωνία και ότι η επιχείρηση επενδύει στην ανάπτυξη δικτύου οπτικών ινών.

Μέχρι στιγμής, η υποδομή καλύπτει περίπου 1 εκατομμύριο κατοικίες, με στόχο να φτάσει το 1,5 εκατομμύριο έως τα τέλη του 2025. Οι σχετικές υπηρεσίες, τόσο σε επίπεδο χονδρικής όσο και λιανικής, θα διατεθούν το δεύτερο εξάμηνο του επόμενου έτους, με προτεραιότητα στην ανταγωνιστικότητα και τη διασφάλιση θετικών περιθωρίων κέρδους.

Επενδύσεις

Στο σχεδιασμό  της ΔΕΗ είναι επενδύσεις 500 εκ ευρώ με 89% αυτών σε ΑΠΕ, ευέλικτη παραγωγή και διανομή, παραγωγή από ΑΠΕ στο 27% του συνολικού ενεργειακού μείγματος της ΔΕΗ και με στόχο την πλήρη έξοδο από τον λιγνίτη το 2026. Η διοίκηση επιβεβαίωσε τις προοπτικές για το 2025 προαναγγέλλοντας μέρισμα 0,40/μετοχή.

Πράσινη ανάπτυξη

Όπως αναφέρθηκε η εγκατεστημένη ισχύς ΑΠΕ διαμορφώθηκε σε 6,2GW στο τέλος του α’ τρίμηνου 2025, συμπεριλαμβανομένων και έργων ισχύος περίπου 0,7GW η κατασκευή των οποίων ολοκληρώθηκε εντός του τριμήνου, σημειώνοντας σημαντική άνοδο από τα 4,7GW στο τέλος του αντίστοιχου τρίμηνου του 2024.

Η αυξητική τάση αναμένεται να συνεχιστεί, καθώς έργα συνολικής ισχύος 3,7GW βρίσκονται σε στάδιο κατασκευής ή έτοιμα προς κατασκευή ή και σε διαδικασία διαγωνισμού (στάδιο υποβολής προσφορών).

Παράλληλα, ξεκίνησε τον Μάρτιο η δεύτερη φάση της κατασκευής του μεγάλου φωτοβολταϊκού σταθμού 490 MW στη Μεγαλόπολη, ενός έργου που οδηγεί στη μεταμόρφωση των πρώην λιγνιτικών περιοχών σε ένα κόμβο πράσινης ενέργειας.

Συγκεκριμένα, σε συνέχεια των 125 MW που είναι ήδη υπό κατασκευή (πρώτη φάση), η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός του 2025, ξεκίνησε η κατασκευή επιπλέον 125 MW (δεύτερη φάση), με την τρίτη φάση του έργου που αφορά την κατασκευή σταθμού συνολικής ισχύος 240 MW να αναμένεται να ξεκινήσει εντός του 2026.

Μείωση νερών

Αξιοσημείωτη αλλαγή αποτελεί το γεγονός ότι η παραγωγή από ΑΠΕ παρέμεινε στα ίδια επίπεδα με την αντίστοιχη περίοδο του 2024 καθώς καταγράφηκε σημαντική μείωση κατά 240GWh (-27%) από μεγάλα υδροηλεκτρικά, λόγω των μειωμένων εισροών στους ταμιευτήρες.

Επιπλέον, η παραγωγή από αιολικά επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις ασθενείς ανεμολογικές συνθήκες, γεγονός που καταδεικνύεται από την μειωμένη ταχύτητα του ανέμου κατά 6% στην Ελλάδα και κατά 8% στη Ρουμανία. Ως αποτέλεσμα, η παραγωγή από ΑΠΕ διαμορφώθηκε σε 1,5 TWh και αντιστοιχεί στο 27% της συνολικής παραγωγής της ΔΕΗ.

Παράλληλα, η παραγωγή από φυσικό αέριο ενισχύθηκε κατά 69% σε σύγκριση με το α’ τρίμηνο του 2024, κυρίως λόγω της υψηλότερης ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας που καταγράφηκε στην Ελλάδα, αλλά και του σημαντικά αυξημένου ισοζυγίου εξαγωγών – εισαγωγών στη χώρα (αύξηση εξαγωγών με παράλληλη μείωση εισαγωγών).

Διαβάστε ακόμη: