Αλευροβιομηχανίες: Ο κλάδος που είναι ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ που δεν έχει ακολουθήσει το κύμα συγκέντρωσης, που έχει λίγο ή πολύ εδώ και χρόνια επικρατήσει στους άλλους επιχειρηματικούς κλάδους της ελληνικής βιομηχανίας.

Αλλά, όπως εξελίχθηκε η συγκέντρωση άλλων κλάδων του ελληνικού επιχειρείν, έτσι και στα Άλευρα, νομοτελειακά, έρχεται η ώρα και του συγκεκριμένου, που ίσως ακολουθήσει αντίστροφη πορεία.

Τι εννοώ; Έχουν εισέλθει αθόρυβα στο υπογάστριο της ελληνικής βιοτεχνίας και βιομηχανίας ξένοι όμιλοι, οι οποίοι πραγματοποιούν εξ ίσου αθόρυβα, εξαγορές μικρότερων επιχειρήσεων, που δρουν συμπληρωματικά προς τις μεγάλες εταιρείες τροφίμων, παράγοντας δεκάδες απαιτούμενα υποπροϊόντα, για αρτοποιίες και επιχειρήσεις ζαχαροπλαστικής, τα οποία, όμως, ΟΛΑ, έχουν ως βάση το αλεύρι.

Αυτοί, λοιπόν, οι ξένοι όμιλοι έχουν αρχίσει να φλερτάρουν διάφορες αλευροβιομηχανίες, όχι φυσικά τις μικρότερου μεγέθους, αλλά τουλάχιστον αυτές που συγκαταλέγονται στην πρώτη δεκάδα! Επιδιώκουν, δηλαδή, την καθετοποίηση των δραστηριοτήτων τους και αυτό που τους λείπει είναι η παραγωγή πρώτης ύλης, το αλεύρι, ώστε να επιτύχουν πολύ σημαντικές οικονομίες κλίμακος και ταυτόχρονα να κερδίσουν μερίδια έναντι των ανταγωνιστών τους

Ένας από τους πιο παραδοσιακούς και ανθεκτικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας

Η ελληνική αγορά της βιομηχανίας αλεύρων περιλαμβάνει αρκετά μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων, περί τις 150, η πλειοψηφία των οποίων, όμως, είναι μικρού μεγέθους εταιρείες με δραστηριότητες κυρίως σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο.

Την εγχώρια παραγωγή και εμπορία κατά το μεγαλύτερο μέρος της αντιπροσωπεύουν λίγες και μεγάλες αλευροβιομηχανίες, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να παράγουν ευρεία ποικιλία αλεύρων και υποπροϊόντων, διαθέτοντας φυσικά και ανεπτυγμένα δίκτυα διανομής.

Πρόκειται για έναν από τους παραδοσιακούς και ανθεκτικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, γεγονός που σχετίζεται στην ανελαστική ζήτηση των προϊόντων αλεύρου – ψωμιού και ειδών αρτοποιίας.

Ο ανταγωνισμός στον κλάδο είναι έντονος, λόγω του γεγονότος ότι δραστηριοποιούνται επιχειρήσεις σε τοπικές κυρίως αγορές, οι οποίες πολλές φορές προτιμώνται από τις μεγάλες για ευνόητους λόγους.

Τα πράγματα δείχνουν, όμως, να αλλάζουν σταδιακά, καθώς οι νεότερες κυρίως βιοτεχνικές επιχειρήσεις του ευρύτερου κλάδου, προτιμούν τις μεγάλες επιχειρήσεις, καθώς βρίσκουν μεγαλύτερη ποικιλία αλεύρων και σιμιγδαλιού, που τους δίνει τη δυνατότητα παραγωγής και διάθεσης πολλών και διαφορετικών τύπων αρτοσκευασμάτων, ικανών να προσελκύσουν το καταναλωτικό κοινό.

Η χαρτογράφηση της αλευροβιομηχανίας

Οι μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου είναι οι Μύλοι Λούλη, που ενισχύθηκαν με την εξαγορά των Μύλων Αγ. Γεωργίου και προσφάτως άλλαξαν και ονομασία σε Loulis Food Ingredients, οι Μύλοι Κεπενού που διαρκώς αναπτύσσονται και αυξάνουν μερίδια, μειώνοντας την απόσταση από τον Λούλη, οι Μύλοι Κρήτης, οι Μύλοι Θράκης, οι Μύλοι Παπαφίλη (με ενδοεταιρικά προβλήματα) και οι Μύλοι Ασωπού.

Από εκεί και κάτω υπάρχει μία ακόμα ομάδα μικρομεσαίων Μύλων και στη συνέχεια ακολουθούν οι διάσπαρτες τοπικές επιχειρήσεις, με αισθητά μικρότερα μεγέθη.

Έχει τη δική του σημασία και το ακόλουθο στοιχείο. Μόνο ένα ποσοστό της τάξης του 6%-7%, από τη συνολική κατανάλωση, αντιστοιχεί σε τυποποιημένα άλευρα για διάθεση απευθείας στο καταναλωτικό κοινό, μέσω των αλυσίδων super market και των λοιπών καταστημάτων λιανικής πώλησης τροφίμων.

Μία πρώτη γεύση για το πως κινήθηκαν τα μεγέθη των μεγάλων του κλάδου, θα έχουμε σίγουρα μέσα στον μήνα Σεπτέμβριο, από την προσεχή δημοσίευση των εξαμηνιαίων μεγεθών των εισηγμένων αλευροβιομηχανιών Λούλη και Κεπενού. Σημειωτέον ότι η πρώτη 10αδα των εταιρειών κατέχει το 80% της αγοράς, σε επίπεδο ποσοτήτων.

Σε σχέση με τις τιμές τώρα. Από τα 217 ευρώ που είχαν τα συμβόλαια μαλακού σιταριού πέρυσι την άνοιξη, φέτος στα μέσα Μαΐου η τιμή τους σχεδόν διπλασιάστηκε στα 422 ευρώ, ενώ τα συμβόλαια Σεπτεμβρίου διαμορφώνονται πέριξ των 315-320 ευρώ τον τόνο.

Η συμφωνία Ρωσίας και Ουκρανίας για την μεταφορά μέρους τουλάχιστον σε πρώτη φάση των εγκλωβισμένων μαλακών σταριών, ωφέλησε την συγκεκριμένη αγορά, ρίχνοντας τις τιμές αρκετά, αλλά όχι στα επίπεδα προ του πολέμου.

Διαβάστε ακόμη: