Τα μπόνους και οι αμοιβές τους ζαλίζουν, ενώ μαζί με τους βασιλικούς ποτίστηκαν και οι… γλάστρες, καθώς οι τράπεζες διένειμαν μερίσματα και προς τους μετόχους. Αξίζει να σημειωθεί ότι επί 14 χρόνια η τρόικα είχε απαγορεύσει τη διανομή μερισμάτων, μετά τις αλλεπάλληλες (κρατικές) κεφαλαιακές ενέσεις διάσωσης των συστημικών τραπεζών, ύψους 40 δισ. ευρώ.

Έτσι, οι αμοιβές των διευθυνόντων συμβούλων (σταθερές αποδοχές, μπόνους και ειδικές παροχές, όπως ασφαλιστικά-συνταξιοδοτικά προγράμματα) εκτινάχθηκαν στο τριπλάσιο το 2023 και ξεπερνούν το 1 εκατομμύριο ευρώ τον χρόνο.

Γιατί προχώρησαν, όμως, οι τραπεζίτες στις πλουσιοπάροχες αυξήσεις τους εαυτούς τους;

Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες παρουσίασαν κέρδη για δεύτερη συνεχή χρονιά. Ανακοίνωσαν συνολικά κέρδη 2,3 δισ. ευρώ για το πρώτο εξάμηνο του 2024, ενώ αναθεώρησαν προς τα πάνω την πρόβλεψη για κέρδη εντός του 2024, εκτιμώντας ότι θα φτάσουν τα 4,8 δισ. ευρώ συνολικά, έναντι των προ τριμήνου προβλέψεων για κέρδη 4,3 – 4,5 δισ. ευρώ.

Παράλληλα, το 2023, έχοντας ξεφορτωθεί πολλά από τα «κόκκινα» δάνεια σε funds, είδαν τον σχετικό δείκτη να είναι πλέον κάτω από το 10%. Με εξυγιανθέντες πλέον προϋπολογισμούς και κέρδη, οι Γενικές Συνελεύσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών ενέκριναν αυξήσεις αποδοχών και μπόνους των επικεφαλής, αλλά και τη διανομή μερισμάτων.

Οι διοικήσεις των τεσσάρων τραπεζών εξήγησαν ότι οι υπέρογκες αυξήσεις εδράζονται αφενός στα καλά αποτελέσματα, αφετέρου στο ότι, συγκρινόμενες με άλλες, αντίστοιχου μεγέθους εταιρείες εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών, οι αμοιβές είναι εύλογες.

Μάλιστα, επικαλούνται έρευνα η οποία αποτυπώνει ότι η μέση αμοιβή διευθύνοντος συμβούλου σε άλλες ελληνικές επιχειρήσεις είναι όσο και οι δικοί τους μετά τις αυξήσεις που δόθηκαν (περίπου 600.000 ευρώ ετησίως), ενώ στις ευρωπαϊκές τράπεζες ο μέσος μισθός είναι γύρω στα 900.000 ευρώ τον χρόνο. Όσο για τις έκτακτες παροχές, τα περίφημα μπόνους, αυτά συνδέονται με την επίτευξη στόχων και την παραγωγή οικονομικών αποτελεσμάτων.

Όπως τονίζει μάλιστα μία εκ των συστημικών τραπεζών, κατά το 2023 διευρύνθηκαν οι Πολιτικές Αποδοχών του Ομίλου καθώς και η Πολιτική Παροχών, κυρίως λόγω του αυξανόμενου πληθωρισμού και των αυξήσεων στις τιμές της αγοράς όσον αφορά στα έξοδα μετακίνησης, στο κόστος μίσθωσης αυτοκινήτων, στο κόστος καυσίμων κ.λπ.

Ωστόσο, αυτό που αποφεύγουν να πουν οι διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών είναι το γεγονός ότι, αν και ιδιωτικές, διασώθηκαν με κρατικά χρήματα, όλων ημών δηλαδή. Παρά ταύτα, δεν επέστρεψαν κάτι στους πολίτες, τουναντίον.

Επιπλέον, τα τέσσερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα «ξεχνούν» πως η βασική τους «παροχή» είναι να προσφέρουν ανάξια λόγου επιτόκια καταθέσεων -σχεδόν μηδενικά, με αποτέλεσμα οι καταθέσεις να χάνονται και λόγω πληθωρισμού-, ενώ τα ίδια δανείζουν χρήματα στις ξένες αγορές με διπλάσια επιτόκια από όσα δίνουν στην Ελλάδα.

Ταυτόχρονα, οι τράπεζες ουσιαστικά «αρνούνται» να δανείσουν την ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις δηλαδή απαιτώντας «ληστρικά» επιτόκια.

Έτσι, εκμεταλλευόμενοι τα υψηλά επιτόκια της ΕΚΤ και τη σφιχτή κάνουλα στα δάνεια, οι τραπεζίτες διοχετεύουν φθηνά κεφάλαια σε υψηλότοκες καταθέσεις στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή σε ομόλογα και έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου.

Είναι ενδεικτικό ότι η ΕΚΤ την περίοδο της κρίσης ενίσχυε με φθηνό χρήμα τις ευρωπαϊκές τράπεζες, δίνοντας ειδικά δάνεια με μηδενικό επιτόκιο. Μάλιστα, τον Σεπτέμβριο του 2019 η ΕΚΤ διατήρησε μηδενικό το επιτόκιο καταθέσεων, αλλά έδωσε πρώτη φορά αρνητικό επιτόκιο δανεισμού -0,5% προκειμένου να διοχετευτεί φθηνό δανεικό χρήμα σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά για να πάρουν μπρος οι οικονομίες.

Οι ελληνικές συστημικές τράπεζες έλαβαν συνολικά 50,8 δισ. ευρώ από την ΕΚΤ με αρνητικό επιτόκιο, όμως δεν αυξήθηκε ο δανεισμός στους πραγματικούς αποδέκτες τους -στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά.

Αντί λοιπόν να ενισχύσουν με ρευστότητα την αγορά, προτίμησαν να επωφεληθούν τη διαφορά του 0,5% μεταξύ μηδενικού επιτοκίου καταθέσεων και αρνητικού χορηγήσεων ή τοποθετήσεις σε προϊόντα που θα επέφεραν υψηλότερα επιτόκια.

Οι αριθμοί λοιπόν για τις τράπεζες ευημερούν, αλλά στηρίζονται σε συγκεκριμένες ενέργειες και όχι σε κάποια μαγική ιδιότητα των μάνατζερ, οι οποίοι, ευκαιρίας δοθείσης, επεφύλαξαν στους εαυτούς τους υπέρογκες αυξήσεις.

Με βάση  τους δημοσιευμένους ισολογισμούς, οι ετήσιες αμοιβές των CEO και των εκτελεστικών μελών των Δ.Σ. των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, που κινούνταν περίπου στις 300.000-350.000 ευρώ, το 2023 εκτινάχθηκαν στα 500.000 – 600.000 ευρώ για τους διευθύνοντες συμβούλους και τους αναπληρωτές τους. Τα δε μπόνους κυμάνθηκαν από 275.000 ευρώ έως 811.000 ευρώ.

Διαβάστε ακόμη: