«Στην πράσινη ενέργεια χρειαζόμαστε σχεδόν 4 τρις. δολάρια πράσινες επενδύσεις ετησίως ως το 2030 για να μπει ο πλανήτης σε τροχιά επαρκούς απανθρακοποίησης με το 70% εξ αυτών να αφορά τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Δηλαδή θέλουμε πάνω από 350 δις δολάρια το χρόνο σε πράσινες επενδύσεις κυρίως σε ΑΠΕ και υδρογόνο αλλά οι επενδύσεις αυτές καθυστερούν απελπιστικά και υπάρχουν μεγάλοι κίνδυνοι για τον πλανήτη και για την Ελλάδα» μας λέει κορυφαίο στέλεχος του Συνδέσμου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, αναλύοντας την ετήσια έκθεση της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας (ΙΕΑ) με αφορμή και την μεγάλη κρίση που έχει ξεσπάσει στα ενεργειακά και την οποία πληρώνουν ακριβά τα μεσαία και φτωχά νοικοκυριά τόσο στην Ελλάδα και στην ΕΕ όσο και στον υπόλοιπο κόσμο.

«Συνομιλώ με στελέχη του ΙΕΑ και θεωρούν ότι οι επενδύσεις στις ΑΠΕ δεν επαρκούν για τους φιλόδοξους στόχους που απαιτούνται και από την άλλη οι επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες στο μεσοδιάστημα της μετάβασης» μας λέει ο ίδιος άνθρωπος.

Στην έκθεση της ΙΕΑ αναφέρεται ότι παρά την πρόοδο στις ΑΠΕ και την ηλεκτροκίνηση, το 2021 σημειώθηκε μεγάλη ανάκαμψη στην κατανάλωση άνθρακα και πετρελαίου, γεγονός που οδηγεί στο να είναι το δεύτερο μεγαλύτερο έτος ιστορικά στις εκπομπές CO2. Οι δημόσιες δαπάνες για ΑΠΕ στα πακέτα ανάκαμψης αντιστοιχούν μόλις στο 1/3 που χρειάζεται με βάση τις εκτιμήσεις του ΙΕΑ, με τις αναπτυσσόμενες χώρες να έχουν το εντονότερο έλλειμμα.

Επειγόντως αποζημίωση στη ΔΕΗ για τους λιγνίτες

Πράσινες επενδύσεις – Τι γίνεται με πετρέλαιο και άνθρακα

Στην περίπτωση του πετρελαίου και αερίου, ο ΙΕΑ θεωρεί ότι η κατάσταση είναι προβληματική. Οι πράσινες επενδύσεις στην παραγωγή πρέπει να αυξηθούν από τα 330 δις. δολάρια του 2020 σε 572 δις. ετησίως στα έτη από το 2021 ως το 2030. Μάλιστα, αυτή η αύξηση χρειάζεται στο σενάριο που η ζήτηση για πετρέλαιο έχει ήδη κορυφωθεί, άρα αντιλαμβάνεται κανείς ότι χρειάζονται ακόμα περισσότερες επενδύσεις αν η ζήτηση αυξηθεί περαιτέρω, πράγμα εξ ολοκλήρου πιθανό.

Η ζήτηση για αργό πετρέλαιο προβλέπεται να αυξηθεί κατά 500.000 βαρέλια την ημέρα πέραν του φυσιολογικού ως αποτέλεσμα της στροφής από άλλα ακριβότερα καύσιμα, όπως το αέριο και ο άνθρακας, αναφέρει ο ΙΕΑ στο νέο μηνιαίο δελτίο του.

Οι εκτιμήσεις για το 2021 και το 2022 στη ζήτηση αργού αναβαθμίζονται κατά 170.000 και 210.000 βαρέλια αντίστοιχα. Πλέον η παγκόσμια ζήτηση αναμένεται να αυξηθεί στο σύνολο του 2021 κατά 5,5 εκατ. βαρέλια και το 2022 κατά άλλα 3,3 εκατ. βαρέλια με αποτέλεσμα να φτάσει τα 99,6 εκατ. βαρέλια, δηλαδή σε επίπεδα λίγο πιο ψηλά από την περίοδο πριν την πανδημία.

Στον τομέα της παραγωγής, ο ΟΠΕΚ+ συνεχίζει να αυξάνει τις δικές του ποσότητες και ως τα τέλη του έτους προβλέπεται να ρίξει στην αγορά 1,5 εκατ. βαρέλια με το σύνολο της παγκόσμιας παραγωγής να ενισχύεται κατά 2,7 εκατ. βαρέλια.

Ο ΙΕΑ σημειώνει ότι η ισχυρή ζήτηση για αργό σημαίνει ότι η αγορά πιθανώς θα είναι ελλειμματική ως τα τέλη του έτους με ότι συνεπάγεται αυτό για τις τιμές.

Το πρόβλημα, σύμφωνα με τον ΙΕΑ, είναι ότι «καθώς ο ΟΠΕΚ+ αυξάνει την παραγωγή του, μειώνονται τα αποθέματα παραγωγής που διαθέτει. Στο α’ τρίμηνο του 2021 το περιθώριο αυτό ήταν 9 εκατ. βαρέλια, όμως μπορεί να μειωθεί μόλις στα 4 εκατ. βαρέλια στο β’ τρίμηνο του 2022. Το γεγονός αυτό υποδεικνύει την ανάγκη για παραγωγικές επενδύσεις, οι οποίες έχουν μειωθεί δραστικά τα τελευταία χρόνια».

Ακόμα και στο πιο …προχωρημένο σενάριο του ΙΕΑ οι ετήσιες επενδύσεις σε υδρογονάνθρακες πρέπει να αυξηθούν κατά 10% σε σχέση με το 2020 στη δεκαετία που διανύουμε.

Σε ότι αφορά στον άνθρακα εκτιμάται ότι η πτώση ως το 2030 πρέπει να είναι της τάξης του 55% στο φιλόδοξο σενάριο. Προκειμένου να επιτευχθεί θα χρειαστεί διακοπή των νέων αδειοδοτήσεων για μονάδες και μείωση των εκπομπών από τις υφιστάμενες μονάδες 2.100 γιγαβάτ που παρήγαγαν το ένα τρίτο του ηλεκτρισμού διεθνώς το 2020.

Παρά την επιβράδυνση στις νέες αδειοδοτήσεις και την ελλιπή χρηματοδότηση, 140 γιγαβάτ νέων μονάδων άνθρακα τελούν σήμερα υπό κατασκευή και πάνω από 400 γιγαβάτ σχεδιάζονται.

Ενέργεια: Ευκαιρία και όχι μόδα ο «λευκός δράκος»

Οι πράσινες επενδύσεις σε υδρογόνο

Η προσέγγιση του ΙΕΑ για το υδρογόνο και τη συμμετοχή του στην ενεργειακή μετάβαση περιλαμβάνει τα στοιχεία ανά κατηγορία για το που χρειάζεται να φτάσει το καύσιμο το 2030.

Συγκεκριμένα, ο ΙΕΑ εκτιμά ότι η συνολική ζήτηση για υδρογόνο διεθνώς θα χρειαστεί να αυξηθεί από 90 εκατ. τόνους το 2020 σε 212 εκατ. τόνους ως το 2030.

Η εγκατεστημένη ισχύς ηλεκτρόλυσης θα πρέπει αντίστοιχα να αυξηθεί από 0,3 σε 850 γιγαβάτ, ενώ οι μονάδες δέσμευσης CO2 και παραγωγής υδρογόνου από 10 σε 410 εκατ. τόνους CO2.

Όσον αφορά τα οχήματα, η διείσδυση του υδρογόνου πρέπει να αυξηθεί σε 15,3 εκατ. οχήματα διεθνώς το 2030 και οι σταθμοί εφοδιασμού από σε 18.000. Η ζήτηση υδρογόνου για ηλεκτροπαραγωγή χρειάζεται να αυξηθεί στους 43 εκατ. τόνους.

Χαρακτηριστική είναι και η φράση του επικεφαλής της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας (International Energy Agency) κ.Φατίχ Μπιρόλ, ότι «καλή είναι η ρητορική για το κλίμα, αλλά η δράση είναι καλύτερη και τώρα θέλω να δω τα σχέδια!» απευθυνόμενος στα κράτη του πλανήτη που θα συμμετάσχουν στο τέλος του Οκτωβρίου στην Συνάντηση COP26α αλλά και ενόψει της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ.

Πώς θα αναμορφώσετε τις μεταφορές ή το σύστημα της ηλεκτρικής ενέργειας;”, λέει ο κ.Μπιρόλ, που ανησυχεί ιδιαίτερα για την αντίσταση της βιομηχανίας του άνθρακα και την έλλειψη μέσων στις αναδυόμενες οικονομίες“, κάνοντας λόγο για “τυφλά σημεία” της παγκόσμιας συζήτησης για το Κλίμα σε συνέντευξή του προς το AFP (Γαλλικό Πρακτορείο).

Το τελικό συμπέρασμα του ΙΕΑ είναι ότι «ο πλανήτης δεν επενδύει αρκετά για να εξασφαλίσει τις μελλοντικές ενεργειακές του ανάγκες, ενώ οι αβεβαιότητες στις πολιτικές και τη ζήτηση δημιουργούν τον κίνδυνο μιας περιόδου μεταβλητότητας στο εξής για τις αγορές».

Οι πράσινες επενδύσεις για τη μετάβαση αυξάνονται, αλλά υπολείπονται του αναγκαίου. Το έλλειμμα είναι αισθητό σε όλους τους κλάδους και τις περιοχές. Παράλληλα, οι πράσινες επενδύσεις για υδρογονάνθρακες επλήγησαν από την κατάρρευση της τιμής το 2014-15 και το 2020 και βρίσκονται καθ’ οδόν για να συμβαδίσουν με ένα κόσμο στάσιμης ή πτωτικής ζήτησης.