Παρά τους ισχυρούς τριγμούς στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να επιδεικνύει ισχυρή ανθεκτικότητα και να καταγράφει θετικές επιδόσεις. Και όπως σημειώνει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) στην Ετήσια Έκθεση του Διοικητή για το έτος 2024, η θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια δεν αποτυπώνεται μόνο στους μακροοικονομικούς δείκτες.

Κατά την ΤτΕ, εξίσου σημαντική είναι η πρόοδος που έχει συντελεστεί σε θεσμικό επίπεδο, η οποία αποτέλεσε πρόσθετο παράγοντα για τις αναβαθμίσεις της οικονομίας.Η ενίσχυση της πολιτικής σταθερότητας και της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης, η βελτίωση της ποιότητας του ρυθμιστικού περιβάλλοντος, των δημοκρατικών θεσμών και του κράτους δικαίου, καθώς και η πρόοδος στην καταπολέμηση της διαφθοράς, στήριξαν την εμπιστοσύνη των αγορών στην ικανότητα της χώρας να υλοποιεί αξιόπιστες πολιτικές και να προσελκύει επενδύσεις.

Ωστόσο, η κατάταξη της Ελλάδος σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες παραμένει χαμηλή, ιδίως όσον αφορά το κράτος δικαίου, την ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης και την προβλεψιμότητα της εφαρμογής των νόμων. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη για συνέχιση των μεταρρυθμίσεων προκειμένου να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο η εμπιστοσύνη στους θεσμούς – στοιχείο καθοριστικό για τη σταθερότητα της οικονομίας και την ανθεκτικότητα απέναντι σε μελλοντικές κρίσεις.

Η ΤτΕ καταλήγει στην έκθεση ότι, σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου σωρεύονται νέες αβεβαιότητες, η υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και η εμπιστοσύνη στους θεσμούς αποτελούν προϋποθέσεις για την ενίσχυση της κοινωνικής ευημερίας. Τα οφέλη των μεταρρυθμίσεων είναι πλέον εμφανή στην οικονομία, με μετρήσιμα και αδιαμφισβήτητα αποτελέσματα.

Η διατήρηση της πολιτικής βούλησης για εφαρμογή αξιόπιστων μεταρρυθμιστικών πολιτικών είναι κλειδί για να μετατρέψουμε τις κρίσεις σε ευκαιρίες, ώστε η χώρα να ξεπεράσει οριστικά τις διαχρονικές αδυναμίες της και να διαμορφώσουμε μια σύγχρονη, βιώσιμη, εξωστρεφή και ανταγωνιστική οικονομία.

Εισαγόμενη επενδυτική «δίψα» για τραπεζικές μετοχές

Η ανάπτυξη, οι επενδύσεις και η ανταγωνιστικότητα

Σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση της ΤτΕ, Το 2024 ο ρυθμός ανάπτυξης διαμορφώθηκε στο 2,3%, παραμένοντας στα ίδια επίπεδα σε σχέση με το προηγούμενο έτος και αισθητά υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στην ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας συνέβαλαν κυρίως η ιδιωτική κατανάλωση, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές υπηρεσιών.

Ειδική αναφορά κάνει η ΤτΕ στον τομέα των επενδύσεων, ο οποίος παρουσιάζει ισχυρή δυναμική τα τελευταία χρόνια. Από το 2019 και μετά, οι επενδύσεις σημειώνουν σταθερή άνοδο, καλύπτοντας μέρος του σημαντικού επενδυτικού κενού που είχε δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους. Η συμβολή τους στον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης υπερβαίνει σημαντικά το μέσο όρο της ευρωζώνης, φθάνοντας μεταπανδημικά κατά μέσο όρο τις 1,6 ποσοστιαίες μονάδες (ποσ. μον.), έναντι μόλις 0,3 ποσ. μον. στην ευρωζώνη.

Ιδιαίτερη σημασία δεν έχει μόνο ο όγκος, αλλά και η ποιοτική αναβάθμιση της σύνθεσης των επενδύσεων. Πριν από την κρίση χρέους, σχεδόν οι μισές ιδιωτικές επενδύσεις αφορούσαν την κατασκευή κατοικιών, ενώ οι παραγωγικές επενδύσεις παρέμεναν ανεπαρκείς, περιορίζοντας τις προοπτικές μακροπρόθεσμης ανάπτυξης. Σήμερα όμως η εικόνα έχει αντιστραφεί: περίπου τα 4/5 των ιδιωτικών επενδύσεων κατευθύνονται σε παραγωγικό κεφάλαιο και το υπόλοιπο 1/5 σε κατοικίες.

Εφόσον αυτή η τάση διατηρηθεί και συνοδευθεί από περαιτέρω αύξηση του όγκου των συνολικών επενδύσεων, μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά στην αναδιάρθρωση του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας.

Σημαντική εξάλλου είναι και η διαπίστωση ότι, μετά την πρόοδο των τελευταίων ετών, η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας εμφάνισε μικρή επιδείνωση το 2024.

Η επιδείνωση αυτή σχετίζεται με την ανατίμηση του ευρώ, η οποία επέδρασε αρνητικά στην ανταγωνιστικότητα ως προς τις σχετικές τιμές. Παράλληλα όμως, η ανταγωνιστικότητα ως προς το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος επηρεάστηκε αρνητικά από δύο παράγοντες: αφενός τη χαμηλότερη αύξηση των μισθών στην υπόλοιπη ευρωζώνη και αφετέρου τη μεγαλύτερη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στις περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες σε σύγκριση με την Ελλάδα.

Όσον αφορά τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, η θέση της χώρας παρέμεινε ουσιαστικά στάσιμη στους συναφείς σύνθετους δείκτες. Η υστέρηση σε κρίσιμους τομείς – όπως ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η καινοτομία και οι παραγωγικές επενδύσεις – συνεχίζει να αποτελεί τροχοπέδη για τη βελτίωση της κατάταξης της Ελλάδος στους διεθνείς δείκτες ανταγωνιστικότητας.Επιδείνωση κατέγραψε και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, με το έλλειμμα να διευρύνεται στο 6,4% του ΑΕΠ.

Σε ισχύ η ΚΥΑ περί επενδύσεων

Οι προβλέψεις για την ελληνική οικονομία

Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της ΤτΕ, ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να διατηρηθεί στο 2,3% και το 2025 – επίπεδο πολύ υψηλότερο από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να αποτελούν τις κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης, ενώ η συμβολή του εξωτερικού τομέα εκτιμάται ότι θα είναι ουδέτερη. Η συνεχιζόμενη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας θα συνοδευθεί από μια μικρή περαιτέρω αποκλιμάκωση της ανεργίας στο 9,9%.

Ο γενικός πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει ελαφρώς το 2025 στο 2,9%, ενώ ο δομικός πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα παραμείνει σταθερός. Ανοδική πίεση στις τιμές θα προέλθει κυρίως από την επιστροφή του ενεργειακού πληθωρισμού σε θετικά επίπεδα, καθώς και από την αναμενόμενη αύξηση του πληθωρισμού των υπηρεσιών. Αντίθετα, αποκλιμάκωση προβλέπεται στον πληθωρισμό των ειδών διατροφής και των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών.

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών προβλέπεται να βελτιωθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ, παραμένοντας ωστόσο σε υψηλό επίπεδο.

Τι φέρνει η επενδυτική βαθμίδα για τις Ελληνικές τράπεζες

Οι δημοσιονομικές εξελίξεις

Ως προς τις δημοσιονομικές εξελίξεις, οι οποίες αποτελούν βασικό πυλώνα για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης των αγορών και για τη συνολική σταθερότητα της οικονομίας, τα επιτεύγματα υπήρξαν εντυπωσιακά, όπως τουλάχιστον σημειώνει η ΤτΕ. Η συνετή δημοσιονομική πολιτική των τελευταίων ετών, σε συνδυασμό με τις εντατικές προσπάθειες για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, αποδίδει πλέον απτά και μετρήσιμα αποτελέσματα.

Τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται με μόνιμο τρόπο μέσω της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης και επιτυγχάνονται σταθερά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα χωρίς την ανάγκη επιβολής περιοριστικών μέτρων. Η υπεραπόδοση των εσόδων έναντι των στόχων του Προϋπολογισμού επέτρεψε τη χρηματοδότηση πρόσθετων δημόσιων δαπανών για επενδύσεις και για στήριξη των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΤτΕ, το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2024 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 3,5% του ΑΕΠ – επίπεδο σημαντικά υψηλότερο από τις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Σχεδίου και του Προϋπολογισμού. Το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος αναμένεται να υπερβεί τις πληρωμές τόκων, γεγονός που θα καταστήσει την Ελλάδα μια από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες με πλεονασματικό προϋπολογισμό σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης.

Ένας πλεονασματικός προϋπολογισμός συμβάλλει στις προσπάθειες ενίσχυσης της εθνικής αποταμίευσης, με θετικές επιδράσεις και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.Οι επιδόσεις αυτές αποτελούν σαφή ένδειξη της υπεύθυνης άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής και της αποκατάστασης της αξιοπιστίας της χώρας.

Αντανακλούν τα αποτελέσματα τόσο της διαρθρωτικής προσαρμογής της προηγούμενης δεκαετίας όσο και των μεταρρυθμίσεων στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, διαψεύδοντας στην πράξη τις αρχικές επιφυλάξεις περί ενδεχόμενης δημοσιονομικής κόπωσης.

Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ συνεχίζει να αποκλιμακώνεται με γρήγορο ρυθμό, ξεπερνώντας τις επιδόσεις των περισσότερων κρατών-μελών της ευρωζώνης. Το 2024 η μείωση ήταν αισθητή όχι μόνο ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά και σε απόλυτους (ονομαστικούς) όρους.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, το χρέος της γενικής κυβέρνησης εκτιμάται ότι μειώθηκε κατά περίπου 10 ποσ. μον. του ΑΕΠ σε σχέση με το 2023, στο 153,8% – το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010. Σε σωρευτική βάση, από το 2020 η Ελλάδα καταγράφει την ταχύτερη μείωση δημόσιου χρέους μεταξύ των προηγμένων οικονομιών, πάνω από 50 ποσ. μον. του ΑΕΠ μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια.

Τα δημοσιονομικά μεγέθη εκτιμάται ότι θα παραμείνουν σε υγιή επίπεδα και το 2025. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί στο 2,6% του ΑΕΠ. Παράλληλα, το δημόσιο χρέος προβλέπεται να συνεχίσει την πτωτική του πορεία, φθάνοντας στο 144,4% του ΑΕΠ.

Κίνα: Συνεχίζει τον εμπορικό πόλεμο – Ανακοίνωσε δασμούς 125% για τις ΗΠΑ

Οι κίνδυνοι και οι διεθνείς αβεβαιότητες

Σύμφωνα με την ΤτΕ, οι κίνδυνοι για την παγκόσμια οικονομία το 2025 είναι σημαντικοί, εντείνοντας την αβεβαιότητα ως προς την πορεία της ανάπτυξης και του πληθωρισμού. Η άνοδος του εμπορικού προστατευτισμού – με αιχμή τις δασμολογικές πολιτικές των ΗΠΑ και τα αντίμετρα από βασικούς εμπορικούς εταίρους τους – αποτελούν τις βασικές εστίες αβεβαιότητας.

Η πρόσφατη κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου από τις ΗΠΑ με την ανακοίνωση της επιβολής δασμών σε μεγάλο αριθμό χωρών αναμένεται να εντείνει τις διαταράξεις στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού. Οι εξελίξεις αυτές απειλούν την ανθεκτικότητα των οικονομιών, περιορίζοντας το διεθνές εμπόριο και επιδεινώνοντας τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές συνθήκες και τις επενδύσεις, ενώ αυξάνουν τον κίνδυνο νέων πληθωριστικών πιέσεων και αναμένεται να επιβραδύνουν την παγκόσμια ανάπτυξη.

Ειδικότερα, οι συνέπειες ενός τέτοιου εμπορικού πολέμου θα είναι αρνητικές για όλες τις εμπλεκόμενες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, όπως ήδη επιβεβαιώνουν τα πλέον πρόσφατα στοιχεία για την οικονομία και τις αγορές στις ΗΠΑ. Ο εμπορικός προστατευτισμός τείνει να προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις, με τις πληγείσες χώρες να ανταποδίδουν με αντίμετρα. Αυτό αναμένεται να οδηγήσει σε κλιμάκωση της κρίσης και επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου, με σοβαρές συνέπειες για την οικονομική δραστηριότητα και την ανάπτυξη.

Επιπλέον, η παραγωγή, μεταποίηση και διάθεση προϊόντων γίνονται μέσα από παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, οι οποίες έχουν αυξήσει την αλληλεξάρτηση των εθνικών οικονομιών. Κατά συνέπεια, η επιβολή δασμών στις εισαγωγές από μια χώρα θα επηρεάσει και τις άλλες χώρες που συμμετέχουν στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, ακόμη και χωρίς την επιβολή αντίμετρων. Τελικά, οι έμμεσες επιδράσεις θα λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά και θα επηρεάσουν την παγκόσμια οικονομία και όχι μόνο τις χώρες στις οποίες επιβάλλονται δασμοί.

Για την ελληνική οικονομία, η βασική πρόκληση παραμένει η διατήρηση ισχυρού ρυθμού ανάπτυξης και η επιτάχυνση της πραγματικής σύγκλισης προς το μέσο όρο της ΕΕ. Πέρα από τους διεθνείς και ευρωπαϊκούς κινδύνους, πρόσθετες αβεβαιότητες αποτελούν:

  • Ενδεχόμενες καθυστερήσεις στην απορρόφηση και την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
  • Η αυξανόμενη συχνότητα και ένταση των φυσικών καταστροφών λόγω της κλιματικής κρίσης.
  • Η εντεινόμενη στενότητα στην αγορά εργασίας και οι υψηλότερες μισθολογικές αυξήσεις.

ΠΣΕ: Σημαντική αύξηση 88,2 εκατ. ευρώ στις εξαγωγές τον Ιανουάριο

Πώς θα διατηρηθεί η οικονομική σταθερότητα

Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση όλων των παραπάνω προκλήσεων, η ΤτΕ εκτιμά ότι απαιτείται μια συνεκτική στρατηγική οικονομικής πολιτικής, με έμφαση στη μεταρρυθμιστική συνέπεια, τη δημοσιονομική σταθερότητα και την ενίσχυση της παραγωγικής δυναμικής.

Ιδιαίτερα η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, ιδιαίτερα σε τομείς με διαχρονικές αδυναμίες (όπως η απονομή δικαιοσύνης), αποτελεί προϋπόθεση για την ενίσχυση της επενδυτικής εμπιστοσύνης και την προσέλκυση νέων κεφαλαίων. Παρεμβάσεις που περιορίζουν τη γραφειοκρατία, επιταχύνουν τον ψηφιακό μετασχηματισμό και προωθούν τον ανταγωνισμό μπορούν να βελτιώσουν ουσιαστικά το επιχειρηματικό περιβάλλον.

Παράλληλα, είναι κρίσιμη η επιτάχυνση της απορρόφησης και η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, με στόχο τη μείωση του επενδυτικού κενού, την ενίσχυση του δυνητικού προϊόντος και της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας και συνολικά τη βελτίωση της ανθεκτικότητας της οικονομίας. Η επένδυση στην έρευνα, την καινοτομία και το ανθρώπινο κεφάλαιο είναι καθοριστική για την ανάσχεση της μακροχρόνιας πτώσης της παραγωγικότητας.

Τέλος, η περαιτέρω διεύρυνση της εξωστρέφειας της οικονομίας – με αύξηση της παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών – θα συμβάλει στη σταδιακή διόρθωση των διαρθρωτικών ανισορροπιών στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Επιπλέον, η παρατηρούμενη στενότητα της αγοράς εργασίας απαιτεί πρωτοβουλίες, προκειμένου να μη διαταραχθεί η αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας. Προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, ιδιαίτερα των νέων και των γυναικών, στην ενίσχυση της τεχνικής εκπαίδευσης και στη συνεχή αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων.

Παράλληλα, απαιτούνται ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης για τους μακροχρόνια ανέργους, καθώς και κίνητρα για την ενσωμάτωση και προσέλκυση εξειδικευμένων μεταναστών. Καθοριστικής σημασίας είναι επίσης η αντιστοίχιση των δεξιοτήτων με τις ανάγκες της αγοράς, η αντιστροφή του “brain drain”, αλλά και η επανένταξη και η παραμονή περισσότερων εργαζομένων στην αγορά εργασίας.

Από την άλλη, το ευρωπαϊκό σχέδιο επανεξοπλισμού προσφέρει στην Ελλάδα μια στρατηγική ευκαιρία για την ενίσχυση της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας και της παραγωγικής της βάσης. Μέσω της κοινής ευρωπαϊκής χρηματοδότησης, η χώρα μπορεί να επωφεληθεί ουσιαστικά, υπό την προϋπόθεση ενεργού συμμετοχής της σε διεθνή σχήματα συμπαραγωγής. Αυτό θα συμβάλει τόσο στην ενίσχυση της αυτάρκειας όσο και στην τόνωση των εξαγωγών.

Παράλληλα, οι αυξημένες αμυντικές δαπάνες θα πρέπει να κατευθύνονται σε καλά σχεδιασμένες επενδύσεις με υψηλό αναπτυξιακό αποτύπωμα − σε υποδομές, ενέργεια, έρευνα και καινοτομία − ώστε να ενισχύονται και άλλοι κλάδοι της οικονομίας. Με τον τρόπο αυτό, η αξιοποίηση των κονδυλίων για την άμυνα μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για μια πιο ισχυρή και ανθεκτική παραγωγική βάση.

Τέλος, η εμπειρία των τελευταίων κρίσεων ανέδειξε την ανάγκη για πιο ανθεκτικά δημόσια οικονομικά και για συνεπή άσκηση αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής. Για την Ελλάδα, η διατήρηση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας και η συμμόρφωση με το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο είναι κομβικής σημασίας. Βασικές προτεραιότητες παραμένουν η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων και η δημιουργία ικανών αποθεμάτων ασφαλείας διαχρονικά.

Παράλληλα, απαιτείται περαιτέρω διεύρυνση της φορολογικής βάσης – με εντατικότερες προσπάθειες για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής – ώστε να ενισχυθεί η φορολογική δικαιοσύνη.

Διαβάστε ακόμη: