Απώλεια της τάξεως του 18% κατέγραψε η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού κατά το μήνα Απρίλιο εξαιτίας του κύματος ακρίβειας. Απώλεια θα κατέγραφε και ο μέσος μισθός κατά 9,9% ενώ ο μέσος μισθός μερικής απασχόλησης έχασε το 28% της αγοραστικής του δύναμης.
Η κατάρρευση της αγοραστικής δύναμης των μισθών λόγω της έκρηξης του πληθωρισμού και των συνεχών ανατιμήσεων καταγράφεται στην ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ την οποία παρουσίασε σήμερα ο επιστημονικός διευθυντής Γ. Αργείτης και ο πρόεδρος της Συνομοσπονδίας κ. Γ. Παναγόπουλος.
«Η ακρίβεια οδηγεί ορισμένα στρώματα του πληθυσμού σε υλική αποστέρηση» τόνισε ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, επισημαίνοντας τους κινδύνους να οδηγηθούμε σε επισιτιστική κρίση εάν συνεχιστεί το υπάρχον περιβάλλον.
Χαρακτήρισε ανεπαρκή την αύξηση του κατώτατου μισθού που δόθηκε τον Μάιο και τόνισε ότι με δεδομένο τον πληθωρισμό του Απρίλιου και νωρίτερα να δινόταν η συγκεκριμένη αύξηση, θα καταγράφαμε και πάλι απώλεια αγοραστικής δύναμης κατά 9%.
Σύμφωνα με την έκθεση «ο συνδυασμός των επιπτώσεων της πανδημίας, της ακρίβειας και των γεωπολιτικών εξελίξεων που προκάλεσε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δημιουργεί νέες εστίες οικονομικής και κοινωνικής αστάθειας. Η ελληνική οικονομία, πριν προλάβει να επιστρέψει στην προ πανδημίας κατάσταση, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα αποσταθεροποιητική διαταραχή με επίκεντρο τις τιμές της ενέργειας, των πρώτων υλών και των βασικών αγαθών διατροφής. Η διαταραχή αυτή πλήττει άμεσα την πλευρά της προσφοράς και έμμεσα, μέσω των διανεμητικών επιδράσεων του πληθωρισμού, την πλευρά της ζήτησης αυξάνοντας τον κίνδυνο σημαντικής επιβράδυνσης της οικονομίας».
Συμπεράσματα
Ορισμένα από τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης είναι τα εξής:
· Το 2021 το ποσοστό απασχόλησης μεταξύ των ατόμων ηλικίας 15-64 ετών αυξήθηκε έναντι του 2020 και διαμορφώθηκε στο 57,2%, ποσοστό αρκετά χαμηλότερο έναντι όλων των υπόλοιπων οικονομιών της Ευρωζώνης. Τον Δεκέμβριο το 2021 το ποσοστό ανεργίας αποκλιμακώθηκε φτάνοντας στο 12,8%. Το υψηλό ποσοστό ανεργίας και το κύμα ακρίβειας ασκούν αρνητικές πιέσεις στην αγορά εργασίας, καθώς οι δείκτες οικονομικής μιζέριας καταγράφουν ανησυχητική άνοδο.
· Η συνολική αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 9,7% το 2022 εκτιμάται ότι θα περιορίσει μόνο μερικώς την απώλεια της αγοραστικής του δύναμης, την οποία προκαλεί το κύμα ακρίβειας. Τον Απρίλιο του 2022 η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού ήταν ίση με 18% έναντι 14,7% τον Μάρτιο. Ο μέσος μισθός του ιδιωτικού τομέα είχε απολέσει τον Απρίλιο του 2022 το 9,9% της αγοραστικής του δύναμης, ενώ ο μέσος μισθός μερικής απασχόλησης το 28%. Η επίδραση της ακρίβειας στο βιοτικό επίπεδο των πολιτών είναι ιδιαίτερα άνιση.
· Αντίστοιχα άνιση είναι η αμοιβή των εργαζομένων μερικής απασχόλησης έναντι των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης, όπως και των γυναικών έναντι των ανδρών, αν συνυπολογιστούν και οι ώρες εργασίας. Συγκεκριμένα, τον Μάρτιο του 2021 κατά μέσο όρο οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης απασχολούνταν το 76% του χρόνου εργασίας των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης, αλλά αμείβονταν μόλις με το 38% της αμοιβής των τελευταίων, ενώ οι γυναίκες εργάζονταν τις ίδιες ώρες με τους άνδρες, αλλά λάμβαναν το 84% της αμοιβής αυτών.
· Το 2021 υπογράφηκαν 16 εθνικές κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις εργασίας, 9 τοπικές ομοιοεπαγγελματικές και 182 επιχειρησιακές. Οι 34 συλλογικές συμβάσεις εργασίας (κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές) που βρίσκονται σε ισχύ καλύπτουν δυνητικά περίπου 625.000 άτομα, αριθμός που αντιστοιχεί περίπου στο 27% του συνόλου των μισθωτών εργαζομένων. Οι 182 νέες επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας καλύπτουν δυνητικά 152.077 μισθωτούς.
· Οι επιπτώσεις της πανδημίας και της ακρίβειας στην αγορά εργασίας και στους εργαζομένους είναι δραματικές. Κλειδί για την αποφυγή συνθηκών αστάθειας το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα είναι η ουσιαστική ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και η αύξηση της βιώσιμης απασχόλησης. Είναι επίσης πολύ σημαντικό να προστατευτούν θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα σχετικά με τα νόμιμα και τα ανώτατα όρια του χρόνου εργασίας, την ασφάλεια και την υγεία στην εργασία, και να ενισχυθούν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις εργασίας. Η βιώσιμη και αξιοπρεπής εργασία πρέπει να αποτελέσει τον κεντρικό στόχο της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής.
· Τέλος, όλα τα ευρήματα των δεικτών κοινωνικής βιωσιμότητας, όπως του ποσοστού κινδύνου φτώχειας στην εργασία, του ποσοστού των ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, των ατόμων με σοβαρή αποστέρηση υλικών αγαθών και του δείκτη κατανομής του εισοδήματος S80/S20, δείχνουν την ανάγκη για ισχυρή δέσμευση της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής για αποτελεσματικά μέτρα στήριξης της αγοράς εργασίας, του εισοδήματος των εργαζομένων και των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.