Σε σημαντική αναβάθμιση της εκτίμησής της για ετήσια αύξηση του ΑΕΠ στο 7,5% στο σύνολο του 2021, από προηγούμενη εκτίμηση 5,7%, προχώρησε η Εθνική Τράπεζα.
Η αναβάθμιση των εκτιμήσεων από τους αναλυτές της Εθνικής Τράπεζας, έρχεται να προστεθεί σε μία σειρά ανοδικών αναθεωρήσεων από μεγάλους ξένους επενδυτικού οίκους, όπως η UBS, η Capital Economics, η BNP Paribas και ο οίκος αξιολόγησης Moody’s, που τοποθετούν την ανάπτυξη για το σύνολο του 2021 έως και στο 8,9%.
Το ελληνικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 12,0% ετησίως το 3ο τρίμηνο και 5,5% ετησίως το 4ο τρίμηνο του 2021, με ισχυρότερη επίδραση από την επιδημιολογική αβεβαιότητα.
Σύμφωνα με την Εθνική Τράπεζα, η αβεβαιότητα αυτή δεν μπορεί να αρθεί όσο η εμβολιαστική κάλυψη δεν υπερβαίνει αισθητά το 70% του πληθυσμού της Ελλάδας, σε αντιστοιχία με τις εξελίξεις στην ευρωζώνη όπου σε ορισμένες χώρες ήδη υπερβαίνει το 80%.
Η αύξηση του ΑΕΠ το 2ο τρίμηνο του 2021 (+16,2% ετησίως και +3,4% σε σύγκριση με το 1ο τρίμηνο του 2021 – στοιχεία διορθωμένα για εποχικότητα) υπερέβη τις προσδοκίες ακόμη και της εκτίμησης που προέκυψε από το δείκτη υψηλής συχνότητας της ΕΤΕ (πρόβλεψη για αύξηση του ΑΕΠ κατά 13,0% ετησίως το 2ο τρίμηνο, Σύντομη ανάλυση: Κατανάλωση και τουρισμός στηρίζουν το αισιόδοξο σενάριο για το ΑΕΠ, Αύγουστος 2021).
Ανάκαμψη με χαρακτηριστικά σχήματος V
Η ανάκαμψη έλαβε χαρακτηριστικά σχήματος V, με το ΑΕΠ σε απόλυτους όρους να επιστρέφει στα επίπεδα του 2ου τριμήνου του 2019, τόσο σε σταθερές όσο και σε ονομαστικές τιμές.
Αν και η επίδοση αυτή προφανώς δε θα πρέπει να εκληφθεί ως αναστροφή του πλήγματος από την πανδημία – καθώς υποβοηθήθηκε και από την ενεργοποίηση της καταναλωτικής ζήτησης που είχε ανασταλεί τους προηγούμενους μήνες αλλά και τη συνεχιζόμενη επίδραση των κρατικών μέτρων – ωστόσο συνιστά ένα πολύ αισιόδοξο μήνυμα σχετικά με τις δυνατότητες της οικονομίας, την ανθεκτικότητα του επιχειρηματικού τομέα και την αποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής στήριξης.
Η ανάκαμψη είναι αξιοσημείωτη για τον πρόσθετο λόγο ότι η συνεισφορά του τουρισμού το συγκεκριμένο τρίμηνο ήταν ακόμη περιορισμένη, καθώς το άνοιγμα της τουριστικής αγοράς πραγματοποιήθηκε στα μέσα Μαΐου, ενώ και οι επιδόσεις του Ιουνίου ήταν ακόμη αδύναμες.
Κατανάλωση και επενδύσεις πρωταγωνίστησαν όσον αφορά τη συνεισφορά τους στην αύξηση του ΑΕΠ του 2ου τριμήνου του 2021, όπως προσεγγίζεται από το σκέλος της διάρθρωσης των τελικών δαπανών στην οικονομία.
Πιο συγκεκριμένα:
• Η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά 13,2% ετησίως (ή κατά €3,6 δισ. σε σχέση με το 2ο τρίμηνο του 2020), συνεισφέροντας 9,0 ποσοστιαίες μονάδες στην ετήσια αύξηση του ΑΕΠ (ήτοι το 55% της συνολικής αύξησης), σε σύγκριση με το αντίστοιχο περσινό τρίμηνο όταν είχαν εφαρμοστεί οι αυστηρότεροι περιορισμοί κατά τη διάρκεια της πανδημίας και απείχε μόνο 3,3% από το επίπεδό της κατά το 2ο τρίμηνο του 2019. Σε αυτό το αποτέλεσμα συνέτεινε η πραγματοποίηση των δαπανών των νοικοκυριών που είχαν αναβληθεί τα προηγούμενα τρίμηνα λόγω αβεβαιότητας και περιορισμών.
• Κομβικός ήταν ο ρόλος της προστασίας που παρείχαν τα μέτρα στήριξης στο διαθέσιμο εισόδημα και την απασχόληση, ενώ δυναμική ήταν και η ανταπόκριση της αγοράς εργασίας στο άνοιγμα των τομέων της οικονομικής δραστηριότητας, καθιστώντας εφικτή την ομαλή απόσυρση αυτών των μέτρων. Το ποσοστό ανεργίας (προσαρμοσμένο για εποχικότητα) μειώθηκε στο 14,2% – χαμηλό 10ετίας – τον Ιούλιο και η απασχόληση αυξήθηκε με επιταχυνόμενο ρυθμό (+4,8% ετησίως τον Ιούλιο από +1,8% ετησίως το 2ο τρίμηνο του 2021). Ως εκ τούτου, το εισόδημα από εργασία ενισχύθηκε κατά 1,6% ετησίως το 2ο τρίμηνο του 2021, έναντι -4,9% ετησίως το 1ο τρίμηνο και -1,1% ετησίως στο σύνολο του 2020.
• Οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου συνέχισαν να υπερβαίνουν τις προσδοκίες, αυξανόμενες κατά 12,9% ετησίως, και πρόσθεσαν 1,5 ποσοστιαίες μονάδες στην ετήσια αύξηση του ΑΕΠ το 2ο τρίμηνο του 2021. Υπογραμμίζεται ότι το ίδιο τρίμηνο οι επενδύσεις, σε απόλυτες τιμές, υπερέβησαν κατά €0,8 δισ. την αξία τους κατά το 2ο τρίμηνο του 2019, καθώς και ότι τόσο κατά το 1ο τρίμηνο του 2021 όσο και το 4ο τρίμηνο του 2020 ήταν επίσης υψηλότερες σε σχέση με το 1ο τρίμηνο του 2019 και το 4ο τρίμηνο του 2019 κατά €0,3 και €0,2 δισ., αντίστοιχα.
• Οι εξαγωγές αγαθών επιταχύνθηκαν περαιτέρω στο +17,1% ετησίως, σε σταθερές τιμές, το 2ο τρίμηνο με υπεραπόδοση των εξαγωγών εκτός καυσίμων που ανήλθαν σε νέο ιστορικό υψηλό και ως ποσοστό στο ΑΕΠ (εκτιμώμενο στο 14,5% έναντι 19,2% για το σύνολο των εμπορευματικών εξαγωγών). Η εξέλιξη αυτή επιβεβαίωσε τη συνεπή ανοδική τους τροχιά, που μάλιστα ενισχύθηκε μέσα στην πανδημία. Οι εξαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 29% ετησίως εν μέσω ταχείας ανάκαμψης του τουρισμού από πολύ χαμηλή βάση (αύξηση τουριστικών αφίξεων κατά 320% ετησίως το 2ο τρίμηνο). Οι καθαρές εξαγωγές (εξαγωγές μείον εισαγωγές), ωστόσο, είχαν αρνητική συνεισφορά της τάξης των 1,2 ποσοστιαίων μονάδων στη μεταβολή του ΑΕΠ 2ου τριμήνου, εξαιτίας της επίσης ισχυρής ανόδου των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά 22,5% ετησίως.
Η σημαντική ενίσχυση της ακαθάριστης κερδοφορίας στο σύνολο του επιχειρηματικού τομέα (περιλαμβανομένων και των ατομικών επιχειρήσεων), όπως προσεγγίζεται από το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα και μεικτό εισόδημα, ήταν ο πρωταγωνιστής της αύξησης του ΑΕΠ όσον αφορά τη διάρθρωση των εισοδημάτων των παραγωγικών συντελεστών στην οικονομία.
Συγκεκριμένα, τo ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα και μεικτό εισόδημα αυξήθηκε κατά 23,5% σε ετήσια βάση, με το ποσοστό του στο ΑΕΠ να φθάνει το 53% – το υψηλότερο σημείο από το 4ο τρίμηνο του 2013 – αντανακλώντας την εκτιμώμενη αύξηση του ακαθάριστου λειτουργικού πλεονάσματος από επιχειρηματική δραστηριότητα στο 31% του ΑΕΠ και του μικτού εισοδήματος στο 22% περίπου την ίδια περίοδο. Η εξέλιξη αυτή υπογραμμίζει την ικανότητα των ανταγωνιστικών επιχειρήσεων να επωφεληθούν από την ταχεία βελτίωση των οικονομικών συνθηκών.
Η τάση υποστηρίχθηκε πιθανότατα και από την αυξημένη δυνατότητα πολλών μικρότερων επιχειρήσεων να επωφεληθούν από τη γενικευμένη ενίσχυση των πωλήσεων. Είναι αξιοσημείωτο είναι ότι η εν λόγω προσέγγιση για τη επιχειρηματική κερδοφορία το 1ο και 2ο τρίμηνο του 2021 υπερέβη αυτή των αντίστοιχων τριμήνων του 2019 κατά €0,7 δισ. (+3,4%) και €1,8 δισ. (+8,4%), αντίστοιχα.