Η οικονομική δραστηριότητα εξακολουθεί να υπολείπεται της προπανδημικής περιόδου, ενώ υπάρχουν διευρυνόμενες αποκλίσεις μεταξύ των ανεπτυγμένων και των αναπτυσσόμενων χωρών.
Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της τράπεζας Alpha Bank, παρά την ανθεκτικότητα της παγκόσμιας οικονομίας και την πρόοδο στη μείωση του πληθωρισμού από τα υψηλά επίπεδα των προηγούμενων μηνών, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. Σε αυτό, άλλωστε, συνηγορούν και οι τελευταίες εκθέσεις διεθνών οργανισμών.
Σύμφωνα με τις πρόσφατες εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), η παγκόσμια οικονομία αναμένεται να επιβραδυνθεί, τα επόμενα έτη, με ρυθμούς ανάπτυξης 3%, το 2023 και 2,9%, το 2024, που είναι αισθητά χαμηλότεροι από τον μέσο όρο της περιόδου 2000-2019 που διαμορφώθηκε σε 3,8%.
Οι παράγοντες που διατηρούν τους ρυθμούς ανάπτυξης αναιμικούς οφείλονται, κυρίως, στις μακροπρόθεσμες συνέπειες των αλλεπάλληλων διαταραχών, υγειονομικών-οικονομικών-
Επιπρόσθετα, η αντίδραση των ανεπτυγμένων οικονομιών παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις, με την οικονομία των ΗΠΑ να εμφανίζει ισχυρότερη, από την αναμενόμενη, δυναμική και να επιτυγχάνει, όπως φαίνεται, την “ομαλή προσγείωση” (soft landing) της οικονομίας. Αντίθετα, για τη ζώνη του ευρώ (ΖτΕ) εκτιμάται ασθενέστερη, από την αναμενόμενη, ανάπτυξη, της τάξης του 0,7% για το 2023 και 1,2% για το 2024, κυρίως, εξαιτίας της οριακής ύφεσης (-0,5%) που αναμένεται στην Γερμανία, τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία.
Παρά την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, που παρατηρείται, το τελευταίο διάστημα, στις περισσότερες χώρες, ο παγκόσμιος πληθωρισμός διατηρείται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, με εμφανείς, όμως, καθοδικές τάσεις, από 8,7%, το 2022, σε 6,9%, το 2023 και 5,8%, το 2024. Ωστόσο, ο πληθωρισμός δεν αναμένεται να επιστρέψει στον στόχο του 2% το 2024, ενώ οι προκλήσεις για αναθέρμανση των πληθωριστικών πιέσεων δεν έχουν εξαλειφθεί, με την πρόσφατη σύγκρουση στην Γάζα να αποτελεί έναν ακόμη αστάθμητο παράγοντα, που δύναται να προκαλέσει γεωπολιτικές αναταραχές και ανατιμήσεις στην ενέργεια, ανάλογα με τον βαθμό εμπλοκής άλλων χωρών και, κυρίως, του Ιράν.
Το προηγούμενο έτος, ο πληθωρισμός αυξήθηκε δραματικά στις περισσότερες χώρες και αποτέλεσε μείζον πολιτικό και κοινωνικό πρόβλημα. Για την αντιμετώπιση του φαινομένου, κρίθηκε απαραίτητος ο συνδυασμός ενός μείγματος πολιτικών, αφενός, με την άσκηση περιοριστικής νομισματικής πολιτικής για την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και, αφετέρου, με την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική για την ανακούφιση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Αναμφίβολα, όμως η έκθεση των χωρών στις ανατιμήσεις, και ιδιαίτερα στις ενεργειακές, παρουσιάζει σημαντικές αποκλίσεις.
Ποιες, όμως, είναι οι κυριότερες διαφορές του πληθωρισμού μεταξύ των ΗΠΑ και της ΖτΕ;
- Πρώτον, ο πληθωρισμός, στις ΗΠΑ, άρχισε να αυξάνεται σχετικά νωρίτερα, από τις αρχές του 2021, ενώ, αντίθετα, στη ΖτΕ, ο πληθωρισμός αυξάνεται από τα τέλη του 2021. Επιπλέον, ο γενικός πληθωρισμός στις ΗΠΑ έχει αρχίσει να αποκλιμακώνεται από το τελευταίο τρίμηνο του 2022, κυρίως λόγω της κατάλληλης και αποτελεσματικής νομισματικής πολιτικής που ακολουθήθηκε.
- Δεύτερον, οι ανατιμήσεις στην ενέργεια επηρέασαν με μεγαλύτερη ένταση και διάρκεια τον πληθωρισμό στις χώρες της Ευρωζώνης, σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, εξαιτίας, κυρίως, της εξάρτησης της ΖτΕ από το φυσικό αέριο της Ρωσίας.
Σύμφωνα, με πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ, η άνοδος των τιμών της ενέργειας οδήγησε στην άνοδο των πληθωριστικών διαταραχών στη ΖτΕ, κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2021 και το 2022. Ως πληθωριστική διαταραχή ορίζεται η απόκλιση του γενικού πληθωρισμού από τον δομικό πληθωρισμό. Στις ΗΠΑ, η άνοδος των τιμών της ενέργειας διαδραματίζει, επίσης, σημαντικό ρόλο στην ερμηνεία των διαταραχών του πληθωρισμού, κατά την περίοδο της πανδημίας, ωστόσο το επόμενο διάστημα μειώνεται η συμβολή τους.
Ο πρωτοφανής ανοδικός επιτοκιακός κύκλος έχει επιδεινώσει αισθητά τις αναπτυξιακές προοπτικές των κρατών. Από την άλλη πλευρά, η δημοσιονομική πολιτική διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στην ανακούφιση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, αφού πολλές ευρωπαϊκές χώρες επέλεξαν μια πιο “αντισυμβατική” δημοσιονομική πολιτική, η οποία στόχευε στην άμεση αντιμετώπιση των αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας.
Χρησιμοποιώντας έναν συνδυασμό μεταβιβάσεων, ενεργειακών επιδοτήσεων και φορολογικών εκπτώσεων, περιόρισαν τις αυξήσεις στην τελική τιμή της ενέργειας (συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου) για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Συνοψίζοντας, οι κίνδυνοι για την παγκόσμια οικονομία παραμένουν στο προσκήνιο, παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός αποκλιμακώνεται. Βέβαια, εκτός από τις γεωοικονομικές προκλήσεις, η ανθεκτικότητα της αγοράς εργασίας, καθώς και οι αυξανόμενες μισθολογικές απαιτήσεις για την αντιστάθμιση του κόστους ζωής θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην επίμονη διατήρηση των πληθωριστικών πιέσεων για μεγαλύτερο διάστημα.