Το ξέσπασμα του πολέμου ανάμεσα στο Ισραήλ και την παλαιστινιακή οργάνωση Χαμάς έχει συνταράξει ολόκληρο τον πλανήτη, κυρίως ως προς το μέγεθος και την αγριότητα των συγκρούσεων.

Παράλληλα, η όξυνση της γεωπολιτικής αβεβαιότητας βρίσκει την παγκόσμια οικονομία σε δύσκολη κατάσταση, λόγω κυρίως των επίμονων πληθωριστικών πιέσεων και της σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής διεθνώς.

Ειδικότερα, η παγκόσμια οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται σε καθεστώς υψηλής αβεβαιότητας και καλείται να αντιμετωπίσει σοβαρές και εν πολλοίς πρωτόγνωρες εξωγενείς κρίσεις, περιλαμβανομένων και των κλιματικών κινδύνων που αρχίζουν να γίνονται όλο και πιο εμφανείς.

Οι επάλληλες αυτές κρίσεις, περιλαμβανομένου του διατηρούμενου σε υψηλά επίπεδα επιπέδου τιμών, έχουν σε έναν μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα την παρατηρούμενη στροφή διεθνώς σε λιγότερο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και περιοριστική νομισματική πολιτική.

Οικονομία βρίσκεται σε τροχιά επιβράδυνσης

Από τις αρχές του 2023 η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε τροχιά επιβράδυνσης υπό το βάρος των συνεπειών της ενεργειακής κρίσης, της συνεχιζόμενης διαταραχής της εφοδιαστικής αλυσίδας λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων στην Ουκρανία, του υψηλού πληθωρισμού και της ανόδου των επιτοκίων. Όπως σημείωσε πρόσφατα το ΔΝΤ, η παγκόσμια οικονομία έδειξε ανθεκτικότητα στις διαδοχικές κρίσεις της πανδημίας και της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, αλλά η ανάκαμψη παραμένει αργή και δεν είναι ομοιόμορφη.

Το Ταμείο επεσήμανε ότι, παρά την ανθεκτικότητα που υπήρξε φέτος με την ανάκαμψη μετά το εκ νέου άνοιγμα και την πρόοδο στη μείωση του πληθωρισμού, είναι πολύ νωρίς να υπάρξει εφησυχασμός.

Παράλληλα πρόσθεσε ότι η οικονομική δραστηριότητα εξακολουθεί να είναι χαμηλότερη σε σχέση με την προβλεπόμενη πορεία της πριν την πανδημία και υπάρχουν αυξανόμενες αποκλίσεις μεταξύ των περιοχών. Οι κίνδυνοι για την παγκόσμια οικονομία είναι αυξημένοι λόγω ενός ευρέος φάσματος παραγόντων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τις παγκόσμιες οικονομικές επιδόσεις.

Σε κάθε περίπτωση, οι ευρύτερες γεωπολιτικές εντάσεις συνεχίζουν να ενέχουν κινδύνους και να παραμένουν πηγή αβεβαιότητας. Επιπλέον, η νομισματική σύσφιξη μπορεί να επιβαρύνει την οικονομική δραστηριότητα περισσότερο από το αναμενόμενο, αλλά θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει σε ταχύτερη μείωση του πληθωρισμού που θα επιτάχυνε την αποκατάσταση των πραγματικών εισοδημάτων.

Αντίθετα, οι πιέσεις στις τιμές θα μπορούσαν να αποδειχθούν πιο επίμονες. Επιπλέον, απότομες μεταβολές των προσδοκιών θα μπορούσαν να ασκήσουν πίεση στις τράπεζες και τα μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των οποίων οι ισολογισμοί παραμένουν ευάλωτοι στον κίνδυνο επιτοκίου.

Ισραήλ-Παλαιστίνη: Οι ΥΠΕΞ της ΕΕ θα ζητήσουν κατάπαυση του πυρός

Η ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή

Αυτά πριν το ξέσπασμα του νέου πολέμου ανάμεσα στο Ισραήλ και τη Χαμάς. Διότι τώρα, τα δεδομένα έχουν αλλάξει πλήρως. Σύμφωνα και με το ΔΝΤ, η σύγκρουση του Ισραήλ με τη Χαμάς απειλεί να αμαυρώσει την ήδη “χλιαρή” παγκόσμια οικονομική προοπτική. Υπάρχουν κάποιες διακυμάνσεις στις τιμές του πετρελαίου και στις αντιδράσεις των αγορών, αλλά είναι πολύ νωρίς για να προβλεφθεί ο οικονομικός αντίκτυπος.

Με λίγα λόγια, αυτό είναι ένα νέο σύννεφο στον όχι και ασφαλέστερο ορίζοντα για την παγκόσμια οικονομία, ένα νέο σύννεφο που σκοτεινιάζει τον ορίζοντα και, φυσικά, που δεν χρειαζόταν.

Αλλά και οι αναλύσεις των περισσότερων επενδυτικών οίκων προσπαθούν να διερευνήσουν τις οικονομικές επιπτώσεις σε παγκόσμιο επίπεδο της ανάφλεξης στη Μέση Ανατολή. Για παράδειγμα, η Deutche Bank σημειώνει ότι η παγκόσμια οικονομία πλήττεται από πολλούς αντίθετους ανέμους και το σκηνικό είναι εύθραυστο, με τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων να βρίσκονται σε υψηλά πολλών ετών σε όλο τον κόσμο.

Τα γεωπολιτικά ζητήματα παραμένουν επίσης στο επίκεντρο. Ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας συνεχίζεται, χωρίς εμφανή σημάδια τερματισμού. Οι εντάσεις στη Μέση Ανατολή επανεμφανίστηκαν και οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας δείχνουν ελάχιστα σημάδια βελτίωσης. Η εσωτερική πολιτική θα έρθει επίσης σύντομα στο προσκήνιο τους επόμενους μήνες, με τους εκλογικούς κύκλους να ξεκινούν στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Από την πλευρά της η Citi εκτιμά ότι η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή έχει εγείρει ερωτήματα σχετικά με το πώς οι χρηματοπιστωτικές αγορές ανταποκρίνονται στους αυξημένους γεωπολιτικούς κινδύνους. Οι τιμές της ενέργειας (και ο αντίκτυπός τους στον πληθωρισμό και τα επιτόκια) θα είναι πιθανότατα ο βασικός μηχανισμός μετάδοσης του αντίκτυπου της σύγκρουσης στην οικονομία και τις αγορές μετοχών.

Μακροπρόθεσμα, γεωπολιτικοί κίνδυνοι γίνονται όλο και πιο σημαντικοί, καθώς η εξωτερική πολιτική συνυφαίνεται περισσότερο με την οικονομική πολιτική.

Επίσης, σύμφωνα με την ανάλυση της Capital Economics, η αιφνιδιαστική επίθεση το Σαββατοκύριακο έρχεται να προστεθεί σε ένα ήδη δύσκολο γεωπολιτικό περιβάλλον. Το πιο πιθανό κανάλι μέσω του οποίου ένας πόλεμος στη Μέση Ανατολή θα είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομία και τις αγορές είναι (όπως πάντα) οι τιμές της ενέργειας.

Η βασική ανησυχία για τις ενεργειακές αγορές είναι η σύγκρουση να διευρυνθεί και να εμπλακεί άμεσα το Ιράν, σύμμαχος της Χαμάς και σημαντικός παραγωγός ενέργειας. Άλλος καθοριστικός παράγοντας για το πώς αυτή η σύγκρουση επηρεάζει τις παγκόσμιες αγορές είναι ο τρόπος με τον οποίο οι κεντρικές τράπεζες θα αντιδράσουν σε τυχόν οικονομικές επιδράσεις.

Ο αντίκτυπος στην Ελλάδα

Εξυπακούεται ότι στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης και στην Ελλάδα σήμανε συναγερμός μετά την επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ το προηγούμενο Σάββατο. Η κυβέρνηση παρακολουθεί με ιδιαίτερη ανησυχία τις εξελίξεις στο Μεσανατολικό, και τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν. Προς το παρόν, τρία είναι τα βασικά ζητήματα που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής:

Πρώτον, μια νέα αύξηση των μεταναστευτικών ροών. Οι πολεμικές συγκρούσεις έχουν ως συνέπεια χιλιάδες εκτοπισμένους, πρόσφυγες και μετανάστες. Υπάρχει άλλωστε το προηγούμενο του εμφύλιου πολέμου στη Συρία. Μια ενδεχόμενη αύξηση των μεταναστευτικών ροών, λόγω της ανάφλεξης στη Μ. Ανατολή, θα έχει σημαντικό κοινωνικό αλλά και οικονομικό κόστος, για τη χώρα μας.

Δεύτερον, οι επιπτώσεις στα μακροοικονομικά μεγέθη όσο και στις τιμές των προϊόντων. Ήδη παρακολουθούνται στενά οι εξελίξεις κυρίως ως προς το αντίκτυπο που μπορεί να έχει στις τιμές του πετρελαίου. Μια εμπλοκή του Ιράν στο πολεμικό μέτωπο θα οδηγούσε σε εκτόξευση τις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου και θα προκαλούσε μπαράζ αρνητικών συνεπειών στην ελληνική αγορά.

Τρίτον, οι επιπτώσεις στον τουρισμό που μπορεί να έχει στην Ελλάδα ο πόλεμος στο Ισραήλ και τη Γάζα. Η ισραηλινή αγορά είναι τα τελευταία χρόνια από τις καλύτερες για την Ελλάδα στον τομέα του τουρισμού. Θα πρέπει να προστεθούν και οι τουριστικές επενδύσεις εκατοντάδων εκατ. ευρώ που έχουν δρομολογήσει ισραηλινές εταιρείες στην Ελλάδα, καθώς και ο τοποθετήσεις κεφαλαίων από το Ισραήλ στην αγορά ακινήτων.

Σύμφωνα και με το διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. Γιάννη Στουρνάρα, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο πρακτορείο Reuters, πρώτα απ’ όλα, η σύγκρουση Ισραήλ – Χαμάς είναι μια υπενθύμιση ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη η γεωπολιτική αβεβαιότητα στους οικονομικούς υπολογισμούς.

Φυσικά είναι πολύ νωρίς για να εκτιμηθεί ποιος θα είναι ο αντίκτυπος, καθώς θα εξαρτηθεί από τη διάρκεια, θα εξαρτηθεί από το αν θα παραταθεί ή θα είναι τοπικό. Αλλά συνήθως, ο αντίκτυπος τέτοιων συγκρούσεων είναι ως επί το πλείστον στασιμοπληθωριστικός.

Από ’κεί πέρα, υπάρχει και το ζήτημα των εξελίξεων στις αγορές ομολόγων. Σύμφωνα με την ΤτΕ, η άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων σημαίνει ότι οι χρηματοοικονομικές συνθήκες είναι ακόμη πιο αυστηρές από ό,τι πριν, δεδομένης της νομισματικής πολιτικής. Υπάρχουν πολλοί λόγοι που συνέβη αυτό. Ένας λόγος είναι ότι οι αγορές είναι πλέον πεπεισμένες ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν στην περιοχή σύσφιγξης για αρκετούς μήνες. Το δεύτερο αφορά στη δημοσιονομική κατάσταση σε πολλές δικαιοδοσίες παγκοσμίως.

Το τρίτο είναι μια αντίδραση στην προσφορά και τη ζήτηση ομολόγων και ειδικότερα κρατικών ομολόγων ως συνέπεια των αυξανόμενων ελλειμμάτων από την πλευρά της προσφοράς και ως συνέπεια της ποσοτικής σύσφιξης από τις κεντρικές τράπεζες, η οποία μειώνει τη ζήτηση για κρατικά ομόλογα. Οπότε, είναι ένας συνδυασμός παραγόντων, αλλά στο τέλος της ημέρας, σημαίνει ότι έχουμε ακόμη πιο αυστηρές οικονομικές συνθήκες.

Alpha Bank: Ανθετική η ελληνική οικονομία στις αντίξοες διεθνείς συνθήκες

Η εικόνα της ελληνικής οικονομίας

Παρά πάντως την ενίσχυση της αβεβαιότητας για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας λόγω των γεωπολιτικών ρίσκων, μετά και το ξέσπασμα της σύγκρουσης στη Μ. Ανατολή, οι προβλέψεις για την ελληνική οικονομία παραμένουν θετικές. Ειδικότερα, το ΔΝΤ, στην έκθεσή του για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας (World Economic Outlook) προβλέπει ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας 2,5% φέτος και 2% το 2024.Η αύξηση του ΑΕΠ της Ευρωζώνης αναμένεται 0,7% φέτος και 1,2% το 2024, δηλαδή σημαντικά χαμηλότερη σε σχέση με της Ελλάδας.

Ο πληθωρισμός

Όσον αφορά στον πληθωρισμό, όπως μετριέται με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή, το Ταμείο προβλέπει ότι θα μειωθεί σε μέσα επίπεδα στην Ελλάδα στο 4,1% φέτος και στο 2,8% το 2024, ενώ για την Ευρωζώνη προβλέπεται να μειωθεί στο 5,6% και 3,3%, αντίστοιχα.

Η μείωση της ανεργίας στην Ελλάδα προβλέπεται να συνεχισθεί, με το ποσοστό της να υποχωρεί στο 10,8% φέτος και το 9,3% το 2024 από 12,4% πέρυσι. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να μειωθεί στο 6,9% του ΑΕΠ φέτος και περαιτέρω στο 6% του ΑΕΠ το 2024.Για την Ευρωζώνη προβλέπεται πλεόνασμα 1,2% του ΑΕΠ φέτος που θα αυξηθεί στο 1,4% το 2024.

Για την παγκόσμια οικονομία το ΔΝΤ αναφέρει ότι έδειξε ανθεκτικότητα στις διαδοχικές κρίσεις της πανδημίας και της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, αλλά η ανάκαμψη παραμένει αργή και δεν είναι ομοιόμορφη. Το Ταμείο προβλέπει ότι το παγκόσμιο ΑΕΠ θα αυξηθεί 3% φέτος, όσο προβλεπόταν και τον Ιούνιο, και 2,9% το 2024 έναντι οριακά υψηλότερης πρόβλεψης τον Ιούνιο.

Οι προβλέψεις παραμένουν χαμηλότερες από τον ιστορικό μέσο όρο (περίοδος 2000-2019) που ήταν 3,8%.

Νωρίς για εφησυχασμό

Για τις ΗΠΑ προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,1% φέτος και 1,5% το 2024, ενώ για την κινεζική οικονομία 5% και 4,2%, αντίστοιχα. Το ΔΝΤ σημειώνει ότι, παρά την ανθεκτικότητα που υπήρξε φέτος με την ανάκαμψη μετά το εκ νέου άνοιγμα και την πρόοδο στη μείωση του πληθωρισμού, είναι πολύ νωρίς να υπάρξει εφησυχασμός, προσθέτοντας ότι η οικονομική δραστηριότητα εξακολουθεί να είναι χαμηλότερη σε σχέση με την προβλεπόμενη πορεία της πριν την πανδημία και υπάρχουν αυξανόμενες αποκλίσεις μεταξύ των περιοχών.

Η δημοσιονομική κατάσταση

Επιπλέον, το ΔΝΤ προβλέπει αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος της γενικής κυβέρνησης της Ελλάδας από 0,1% πέρυσι στο 1% εφέτος και στο 2% το 2024 καθώς και την περαιτέρω μείωση του δημόσιου χρέους. Ειδικότερα, το πρωτογενές πλεόνασμα προβλέπεται να αυξηθεί στο 2,2% το 2026 και να διατηρηθεί στο επίπεδο αυτό έως το 2028.

Για το συνολικό ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης, που περιλαμβάνει και τους τόκους εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, αναμένεται μείωση του ελλείμματος από 2,3% πέρυσι στο 1,6% εφέτος και περαιτέρω στο 0,8% το 2024. Η μείωση του ελλείμματος θα προέλθει από τη μεγαλύτερη μείωση των δημόσιων δαπανών σε σχέση με τη μείωση των δημοσίων εσόδων.

Οι δημόσιες δαπάνες αναμένεται να υποχωρήσουν από το 52,5% του ΑΕΠ πέρυσι στο 48,9% εφέτος και περαιτέρω στο 47,1% το 2024, ενώ τα δημόσια έσοδα να μειωθούν από το 50,2% στο 47,3% και το 46,4%, αντίστοιχα. Το δημόσιο χρέος της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να μειωθεί από 178,1% του ΑΕΠ πέρυσι στο 168% εφέτος και στο 160,2% το 2024, για να συνεχίσει να μειώνεται και τα επόμενα χρόνια, υποχωρώντας στο 145,3% το 2028.

https://radar.gr/article/dnt-anagkaia-i-prostheti-dimosionomiki-stiriksi-apo-tin-eyrozoni-to-2022

Αυστηρότερες δημοσιονομικές πολιτικές προτείνει το ΔΝΤ

Το ΔΝΤ αναφέρει ότι οι περισσότερες χώρες πρέπει να εφαρμόσουν αυστηρότερες δημοσιονομικές πολιτικές, όχι μόνο για να ανασυγκροτήσουν αποθέματα ασφαλείας και να περιορίσουν τους δημοσιονομικούς κινδύνους, αλλά και για να συμβάλλουν στις προσπάθειες των κεντρικών τραπεζών να επαναφέρουν τον πληθωρισμό στον στόχο τους. Σημειώνει ότι το χρέος είναι γενικά υψηλό σε όλον τον κόσμο σε μία περίοδο αύξησης των επιτοκίων.

Το παγκόσμιο δημόσιο χρέος αναμένεται να αυξηθεί το 2023, λόγω της ανοδικής πορείας του στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, των ΗΠΑ και της Κίνας. Μεσοπρόθεσμα αναμένεται να αυξηθεί κατά περίπου μία ποσοστιαία μονάδα, αλλά αν εξαιρεθούν οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες, θα μειώνεται κατά περίπου μισή ποσοστιαία μονάδα ετησίως.

Με τον προβλεπόμενο ρυθμό αύξησης, το παγκόσμιο χρέος θα φτάσει το 100% του ΑΕΠ στο τέλος της δεκαετίας. Στις αναπτυγμένες οικονομίες διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο στο 112,3% πέρυσι και αναμένεται να φθάσει στο 116,3% το 2028. Οι χώρες με περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο, χαμηλή φορολογική δυναμικότητα ή μη δυνατότητα χρηματοδότησης από τις αγορές θα πρέπει να θέσουν ως προτεραιότητα μειώσεις δαπανών, για παράδειγμα την κατάργηση των επιδοτήσεων στις τιμές των καυσίμων.

Σύμφωνα τώρα και με τις παρατηρήσεις του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ), η δημοσιονομική βελτίωση προέρχεται κατά κύριο λόγο από την αύξηση των εσόδων και –στον βαθμό που πραγματοποιηθούν οι προβλεπόμενοι ονομαστικοί ρυθμοί μεγέθυνσης– οι δημοσιονομικοί στόχοι του τρέχοντος και του επόμενου έτους είναι εφικτοί.

Οι αβεβαιότητες αφορούν κυρίως στις οικονομικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις των μεγάλων πρόσφατων φυσικών καταστροφών και το ενδεχόμενο επιβράδυνσης της διεθνούς οικονομίας εξαιτίας της διατήρησης των υψηλών επιτοκίων. Οι πρώτες θέτουν επιτακτικά την ανάγκη ανοικοδόμησης και αποκατάστασης των ζημιών, με το ανάλογο κόστος, ενώ οι δεύτερες ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τους εγχώριους ρυθμούς μεγέθυνσης και τα δημόσια έσοδα.

Πηγή αβεβαιότητας

Μια πρόσθετη πηγή αβεβαιότητας προέρχεται από την πρόσφατη απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου που έκρινε ως αντισυνταγματικές τις μειώσεις των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών. Πρόκειται για μία ακόμα εκδήλωση του ανταγωνισμού μεταξύ της συνταγματικής νομιμότητας και της δημοσιονομικής σταθερότητας.

Από την πλευρά μας επισημαίνουμε ότι η γενικευμένη άρση των δημοσιονομικών μέτρων του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής θα επαναφέρει τα δημόσια οικονομικά της χώρας στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν την έναρξη του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής.

Από την άλλη πλευρά, η επιλεκτική άρση μέτρων του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής σε συγκεκριμένες κατηγορίες δημόσιων λειτουργών, με δεδομένο ότι θα επιβαρύνει όλους τους υπόλοιπους, ενδέχεται να προκαλέσει το κοινό περί δικαίου αίσθημα και να αποδυναμώσει την εμπιστοσύνη στους δημοκρατικούς θεσμούς.

Διαβάστε ακόμη: