Πέντε χρόνια μετά το τέλος της περιπέτειας των μνημονίων και ένα μετά την έξοδο από το ειδικό καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας, η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές καλείται να απαντήσει σε νέες προκλήσεις: να απομακρύνει τα τελευταία σημάδια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, ανακτώντας την επενδυτική βαθμίδα για τα ελληνικά ομόλογα, και να προωθήσει ένα νέο παραγωγικό μοντέλο στη χώρα, πιο ανταγωνιστικό και εξωστρεφές.
H ατζέντα της επόμενης κυβέρνησης θα είναι βαριά.
Η πανδημία και η ενεργειακή κρίση που βάρυναν την προηγούμενη 4ετία δεν βοήθησαν να αντιμετωπισθούν χρόνιες πληγές της οικονομίας, αντιθέτως επανέφεραν –έστω και προσωρινά– τα ελλείμματα στον προϋπολογισμό και στο ισοζύγιο πληρωμών.
Καλλιεργήθηκε, επίσης, κουλτούρα επιδομάτων και μια σειρά από μεταρρυθμίσεις, όπως στη Δικαιοσύνη, δεν πήραν τον δρόμο τους.
Από την άλλη, η χώρα ανέκαμψε ικανοποιητικά μετά τη «βουτιά» του ΑΕΠ τον πρώτο χρόνο της πανδημίας και σημείωσε υψηλές επενδυτικές επιδόσεις, με τη βοήθεια και του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων, αν και τα υψηλά ποσοστά αύξησης οφείλονται σε μεγάλο βαθμό σε μη παραγωγικές επενδύσεις όπως οι οικοδομές.
Οι εξαγωγές αυξήθηκαν εντυπωσιακά και ο τουρισμός ξεπέρασε τα προπανδημικά επίπεδα.
Οι φόροι μειώθηκαν σύμφωνα με το πρόγραμμα του κυβερνώντος κόμματος, αλλά ο πληθωρισμός διάβρωσε το διαθέσιμο εισόδημα.
Η φοροδιαφυγή προκύπτει ότι περιορίστηκε με βάση τη μέτρηση του κενού ΦΠΑ, όμως, στην πράξη φαίνεται ακόμη να είναι πολύ διαδεδομένη.
Το δημόσιο χρέος μετά το πρώτο πανδημικό άλμα έκανε «βουτιά», αλλά σε απόλυτο μέγεθος αυξήθηκε και σε κάθε περίπτωση είναι το υψηλότερο στην Ευρωζώνη. Οι οικονομικοί αναλυτές σημειώνουν μια σειρά από προτεραιότητες για την επόμενη ημέρα στον οικονομικό τομέα:
1. Ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Είναι προϋπόθεση για να προσελκυστούν επενδύσεις και να χαμηλώσει το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου.
2. Επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα 2%-2,5% του ΑΕΠ. Η Ελλάδα πέτυχε μηδενισμό των πρωτογενών της ελλειμμάτων το 2022, αλλά τώρα καλείται να κάνει μία ακόμη προσαρμογή, με άξονα το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας, που αναμένεται να συμφωνηθεί φέτος. Το 2%-2,5% του ΑΕΠ μεταφράζεται σε εξοικονόμηση 4-5 δισ. ευρώ, και αυτό με τη σειρά του σημαίνει τερματισμό των μέτρων στήριξης όπως τα γνωρίσαμε την περίοδο της ενεργειακής κρίσης και φειδωλές παροχές εφεξής. Σημαίνει, επίσης, μείωση της φοροδιαφυγής, που εξακολουθεί, παρά τον περιορισμό που εμφανίζει το κενό ΦΠΑ, να έχει μεγάλη έκταση. Αν δεν πετύχει την επιστροφή, με σταθερό τρόπο, σε πρωτογενή πλεονάσματα αυτού του ύψους, η χώρα θα το πληρώσει ακριβά με όλο και υψηλότερο κόστος δανεισμού, αφού θα θέσει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα του χρέους της.
3. Μείωση των εξωτερικών ελλειμμάτων, του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, μέσω της μετάβασης σε ένα εξωστρεφές παραγωγικό μοντέλο. Η συμμετοχή της κατανάλωσης στο ΑΕΠ πρέπει να μειωθεί, σημειώνουν οι αναλυτές, ενώ αντιθέτως πρέπει να αυξηθεί η συμμετοχή των επενδύσεων που σήμερα είναι 14%, ενώ στην Ε.Ε. κατά μέσον όρο βρίσκεται στο 22%. Η εθνική αποταμίευση πρέπει να ξαναγίνει θετική. Η Ελλάδα δεν μπορεί να συνεχίσει να αναπτύσσεται με οδηγούς την κατανάλωση και τον τουρισμό, που αποδείχθηκε ευάλωτος στην περίοδο της πανδημίας. Φυσικά, ο τουρισμός είναι πολύτιμος, αλλά οι αναλυτές τονίζουν ότι χρειάζεται ενίσχυση και της παραγωγικής βάσης και δη σε εξωστρεφείς κλάδους. Αντιθέτως, σήμερα, όπως έδειξε η εμπειρία των προηγούμενων χρόνων, η ανάπτυξη εξαρτάται από την κατανάλωση, η οποία με τη σειρά της εξαρτάται από τις εισαγωγές. Πρόκειται για ένα μη βιώσιμο, μακροπρόθεσμα, μοντέλο.
4. Προώθηση των μεταρρυθμίσεων. Σε τομείς, όπως η Δικαιοσύνη, το κτηματολόγιο, η παιδεία και ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, έχουν σημειωθεί καθυστερήσεις που βαραίνουν και την οικονομική ζωή, κυρίως αποτρέποντας επενδυτικές αποφάσεις.
5. Πλήρης απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, με αξιοποίησή τους σε παραγωγικούς σκοπούς. Η προθεσμία λήγει τον Αύγουστο του 2026 και ώς τότε η χώρα καλείται να επενδύσει περίπου άλλα 20 δισ. ευρώ (από τα 31 δισ. ευρώ που της αντιστοιχούν).
Τελικός στόχος κάθε οικονομικής πολιτικής είναι, φυσικά, η βελτίωση της ευημερίας των πολιτών.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να απέχει από το μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ε.Ε. και η προσέγγιση δεν θα έρθει πριν περάσουν 7-10 χρόνια, υπολογίζουν οι οικονομολόγοι.
Στη διάρκεια αυτών θα χρειαστεί να έχει ρυθμούς ανάπτυξης τουλάχιστον 3%.
Διαβάστε περισσότερα
- Εκλογές 2023: Οι Έλληνες Celebrities στις κάλπες – Πού ψήφισαν οι επώνυμοι
- Αποτελέσματα εκλογών 2023: Αυτά είναι τα «βαριά» ονόματα του ΣΥΡΙΖΑ που μένουν εκτός Βουλής
- Σάσα Βεζένκοφ: «Λύγισε» μετά την ήττα του Ολυμπιακού – «Πονάει, εμείς φταίμε»
- Ιταλία: H Αίτνα ξύπνησε και πάλι-Ανεστάλησαν πτήσεις στην ανατολική Σικελία