Το σύνολο των μέτρων, που εξήγγειλε ο Πρωθυπουργός στη ΔΕΘ, είναι προσεκτικά κοστολογημένο. Οι πόροι για την υλοποίηση αυτών των μέτρων προκύπτουν από την καλή πορεία της οικονομίας -στην οποία αναφέρθηκε και ο Υπουργός Οικονομικών.

Σύμφωνα και με τον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών κ. Θόδωρο Σκυλακάκη, το 7,8% ανάπτυξη είναι ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο ανάπτυξης, σημαντικά παραπάνω από αυτό που είχαμε προϋπολογίσει για τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2022. Κι αυτό δίνει πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο για παρεμβάσεις.

Πιο αναλυτικά, από τα 2,9 δισ. ευρώ του συμπληρωματικού προϋπολογισμού, ένα πολύ μεγάλο ποσό, περίπου 1,7 δισ. ευρώ θα πάει -δυστυχώς αυτή είναι η πρόβλεψη- για ηλεκτρικό ρεύμα για το 2022. Αυτό, δείχνει και το βάρος, που σηκώνει η εθνική οικονομία από τις εξωφρενικές τιμές του φυσικού αερίου, αλλά και το βάρος που σηκώνει ο προϋπολογισμός για να προστατεύσει την κοινωνία, τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, προπαντός τις μικρές, από αυτήν την εξωγενή εξέλιξη, που αποτελεί και την κινητήριο δύναμη του πληθωρισμού που βιώνουμε.

Από τα υπόλοιπα ποσά, 500 εκατ. ευρώ είναι περίπου το επίδομα Δεκεμβρίου για ευάλωτους συμπολίτες μας, 300 εκατ. ευρώ το επίδομα θέρμανσης, 140 εκατ. ευρώ η αύξηση των δικαιούχων του «Εξοικονομώ», 149 εκατ. ευρώ η στήριξη αγροτών και κτηνοτρόφων, ενώ υπάρχουν και τα υπόλοιπα κονδύλια, που αφορούν στις υπόλοιπες δράσεις.

Ο στόχος για πρωτογενές έλλειμμα 2%

Με αυτά τα δεδομένα, και αυτό είναι το πιο σημαντικό, ο στόχος, για πρωτογενές έλλειμμα 2% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022 παραμένει. Όπως παραμένει και η πρόβλεψη για αποκλιμάκωση του Χρέους Γενικής Κυβέρνησης για φέτος, φτάνοντας σε επίπεδα κάτω του 2019 (που ήταν με τα σημερινά δεδομένα στο 180,7% του ΑΕΠ).

Πώς συνέβη αυτό; Πώς, δηλαδή, περάσαμε αυτή τη φοβερή πανδημία, και ενώ είμαστε σε ενεργειακή κρίση, καταφέρνουμε να έχουμε χαμηλότερο χρέος, παρά τα τεράστια ποσά, τα οποία αναγκαστικά δαπάνησε ο προϋπολογισμός;

Η απάντηση, σύμφωνα με τον κ. Σκυλακάκη, είναι, εν μέρει, εξαιτίας των εξελίξεων στο μέτωπο του πληθωρισμού, αλλά προπαντός, διότι έχουμε μια πάρα πολύ υψηλή ανάπτυξη. Το ονομαστικό ΑΕΠ, φέτος, υπολογίζουμε ότι, αντί για 197 δισ. ευρώ, που υπήρχε στο Πρόγραμμα Σταθερότητας, πριν 4-5 μήνες, θα πάει τελικά, στα 205 δισ. ευρώ. Και για το μέλλον οι προοπτικές είναι θετικές. Παρά το γεγονός ότι θα περάσουμε αυτή την ενεργειακή κρίση για τους επόμενους, αρκετούς μήνες -δεν ξέρουμε πόσο θα διαρκέσει- είναι θετική η προοπτική.

Το 2019 είχαμε αυτό το χρέος, χωρίς να έχουμε μπροστά μας την προοπτική του Ταμείου Ανάκαμψης. Τώρα, έχουμε το μεγαλύτερο μέρος των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης να είναι μπροστά μας, να πρόκειται να μπει στην οικονομία τα επόμενα χρόνια, με όλο και ταχύτερες απορροφήσεις. Αυτό προφανώς θα επηρεάσει, θετικά, όλες τις οικονομικές μεταβλητές, μεταξύ των οποίων και το δημόσιο χρέος και το ρυθμό ανάπτυξης.

Όπως επεσήμανε στην τοποθέτησή του ο Αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, όλες οι εξαγγελίες θα υλοποιηθούν, με τήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας, και της σοβαρότητας που έχει η δημοσιονομική πολιτική. Στο δημοσιονομικό σχεδιασμό της κυβέρνησης, έτσι όπως είναι αυτή η περίοδος της ακραίας αβεβαιότητας, ακολουθούνται δύο αρχές:

Η πρώτη είναι ότι λαμβάνονται μέτρα, με βάση τις άμεσες ανάγκες και αποφεύγεται η δέσμευση σε μέτρα που έχουν πιο μακροχρόνιο αποτέλεσμα και μπορούν να ανατραπούν από τις εξελίξεις. Διότι, δεν ξέρεις σ’ αυτές τις περιόδους αβεβαιότητας εάν μία υπόθεση που κάνεις, μπορεί να ανατραπεί από τη μία ημέρα στην άλλη. Για παράδειγμα, το φυσικό αέριο, πριν από 10 ημέρες, ήταν στα 340 ευρώ η μεγαβατώρα. Σήμερα, είναι στα 195 ευρώ η μεγαβατώρα. Μπορεί, σε 10 ημέρες να είναι στα 250 ή στα 300 ευρώ η μεγαβατώρα.

Τα νούμερα είναι τεράστια. Έχουν σοβαρή επίπτωση ακόμη και στο ίδιο το ΑΕΠ της χώρας, 100 ευρώ η μεγαβατώρα επηρεάζει κατά 7 δισ. ευρώ το ΑΕΠ της χώρας, δηλαδή αλλάζουν, στην ουσία, το μακροοικονομικό σχεδιασμό. Πρέπει, λοιπόν, να λαμβάνονται αποφάσεις -όσο υπάρχει αυτή η ακραία αβεβαιότητα- διατηρώντας στο μέγιστο δυνατό βαθμό την ευελιξία της πολιτικής.

Η δεύτερη αρχή που ακολουθείται είναι ότι γίνεται ένας συντηρητικός σχεδιασμό, δηλαδή το οικονομικό επιτελείο διαλέγει το δυσμενέστερο, ρεαλιστικό σενάριο και δεν κάνει αισιόδοξες ή υπεραισιόδοξες προβλέψεις, διότι σε περίπτωση ανατροπής τους, υπάρχει ο κίνδυνος εκτροχιασμού. Αντίθετα, σε περίπτωση που έχουμε θετικότερες εξελίξεις – όπως είχαμε με την ανάπτυξη – τότε μπορούν να γίνουν διορθώσεις, προσθέτοντας πόρους, που χρειάζεται η κοινωνία – εκεί που τους χρειάζεται η κοινωνία.

Διαβάστε ακόμη: