Εν μέσω έντονων ανησυχιών για την εξέλιξη του πληθωρισμού, η αρμόδια επιτροπή για τη χάραξη της νομισματικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής προέβη στην τρίτη κατά σειράν αύξηση των επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης, με τη συνολική αύξηση από τον Μάρτιο, οπότε και άρχισε ο νέος κύκλος σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής, να ανέρχεται σε 300 μονάδες βάσης.

Αντανακλώντας τη διάχυση των πληθωριστικών πιέσεων, ο δομικός δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε τον Αύγουστο, προσεγγίζοντας το υψηλό σαράντα ετών του Απριλίου, ενώ, ο κύριος δείκτης, αν και υποχώρησε για δεύτερο συνεχή μήνα –εν μέρει λόγω της νέας μείωσης της τιμής της βενζίνης– παρέμεινε σημαντικά πιο πάνω από τον μακροπρόθεσμο πληθωριστικό στόχο της τράπεζας.

Ταυτόχρονα, παρά την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, όπως αυτή αποτυπώνεται, μεταξύ άλλων, στη μείωση του ρυθμού αύξησης της καταναλωτικής δαπάνης και τη σημαντική υποχώρηση της δραστηριότητας στην αγορά κατοικίας, η αγορά εργασίας συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα υψηλό βαθμό στενότητας.

Το ποσοστό ανεργίας παραμένει κοντά σε χαμηλά ετών και ο αριθμός των διαθέσιμων θέσεων εργασίας κοντά σε ιστορικά υψηλά, ενώ, ο ρυθμός αύξησης των μισθών διατηρείται αρκετά υψηλότερος από τα επίπεδα προ πανδημίας.

Δεδομένων των ανησυχιών για παγίωση υψηλού πληθωρισμού στις μακροπρόθεσμες προσδοκίες, ο επικεφαλής, Τζερόμ Πάουελ, τόνισε για ακόμη μία φορά ότι η Fed παραμένει «ισχυρά δεσμευμένη» στη διασφάλιση των συνθηκών σταθερότητας των τιμών, κάτι που ενδεχομένως απαιτεί τη διατήρηση περιοριστικής νομισματικής πολιτικής «για κάποιο διάστημα».

Η αποφασιστικότητα της Fed εκφράσθηκε και μέσω των αναθεωρημένων εκτιμήσεών της για την πορεία των επιτοκίων, σύμφωνα με τις οποίες προβλέπεται περαιτέρω άνοδος κατά 125 μονάδες βάσης μέχρι το τέλος του έτους (στο 4.4%) και επιπλέον αύξηση 25 μονάδες βάσης το 2023 (στο 4,6%), ενώ για το 2024 και 2025, αν και εκτιμάται μείωση (στο 3.9% και 2.9%, αντίστοιχα), το fed funds rate αναμένεται να διατηρηθεί υψηλότερα από το επίπεδο μακροχρόνιας ισορροπίας, που προσδιορίζεται στο 2.5%.

Το «επιθετικό» μήνυμα της Fed σε συνδυασμό με τις νέες αυξήσεις στα επιτόκια από μεγάλες Κεντρικές Τράπεζες (μεταξύ αυτών, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ελβετίας) που ενίσχυσαν τις ανησυχίες για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας, άσκησε έντονες πιέσεις στα διεθνή χρηματιστήρια και στις αγορές κρατικών ομολόγων. Στις αγορές συναλλάγματος, το δολάριο ενισχύθηκε σημαντικά, με την ισοτιμία ευρώ / δολαρίου να υποχωρεί κάτω από την περιοχή του 0.98, για πρώτη φορά από το 2002.

Διαβάστε ακόμη: