Η μακροοικονομική επίδοση της Ελλάδας το 2020 χαρακτηρίστηκε από μεγάλη ύφεση (-8,2%) και την επιστροφή των δίδυμων ελλειμμάτων, σημειώνει η Eurobank στο εβδομαδιαίο δελτίο της "7 Ημέρες Οικονομία”, τα οποίος όπως σημειώνει αναμένεται να διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα και το τρέχον έτος, καθότι
η οικονομία βρίσκεται στο πρώτο στάδιο της μετάβασης από την υγειονομική κρίση προς τη νέα κανονικότητα.
Ειδικότερα, η τράπεζα σημειώνει ότι στο δημοσιονομικό πεδίο,
το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης από πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ το 2019 διαμορφώθηκε σε έλλειμμα -9,7% το 2020, και στο πεδίο των εξωτερικών συναλλαγών
σημειώθηκε διεύρυνση του ελλείμματος στο -6,7% του ΑΕΠ το 2020 από -1,5% το προηγούμενο έτος.
Καθότι η οικονομία αποτελεί ένα σύστημα αλληλοεξαρτώμενων σχέσεων, τα προαναφερθέντα αποτελέσματα συνδέονται ως ακολούθως: η πανδημία του κορονοϊού COVID-19 οδήγησε στη λήψη αυστηρών μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης στην Ελλάδα και την αλλοδαπή.
Η μεγάλη ελαστικότητα του τουριστικού κλάδου (και των μεταφορών) στα περιοριστικά μέτρα και η υψηλή εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τις ταξιδιωτικές εισπράξεις είχαν ως αποτέλεσμα
τη ραγδαία μείωση των εξαγωγών υπηρεσιών (-43,0% YoY), αφαιρώντας -9,1 ποσοστιαίες μονάδες από τον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης το 2020 (-7,5 ποσοστιαίες μονάδες λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη μείωση των εισαγωγών υπηρεσιών κατά -16,0% YoY).
Πέραν των εξαγωγών υπηρεσιών, η ιδιωτική κατανάλωση, λόγω ενίσχυσης της ακούσιας και της εκούσιας αποταμίευσης, είχε
αρνητική συνεισφορά στην ετήσια μεταβολή του πραγματικού ΑΕΠ της τάξης των -3,6 ποσοστιαίων μονάδων, ενώ η δημόσια κατανάλωση, οι επενδύσεις – μέσω της μεταβολής των αποθεμάτων – και οι καθαρές εξαγωγές αγαθών συγκράτησαν την ύφεση κατά 2,9 ποσοστιαίες μονάδες.
Η μείωση της εγχώριας ζήτησης οδήγησε σε πτώση των εισαγωγών (-6,8% YoY), η οποία μερικώς μόνο αντιστάθμισε τη συρρίκνωση των εξαγωγών (-21,7% YoY) με αποτέλεσμα τη διεύρυνση του ελλείμματος του εξωτερικού ισοζυγίου.
Όπως σημειώνει η Eurobank
, η συρρίκνωση της εγχώριας ζήτησης θα ήταν μεγαλύτερη αν οι ασκούντες την οικονομική πολιτική δεν είχαν προβεί σε δημοσιονομική επέκταση (επί παραδείγματι, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε μόλις κατά -0,2% ΥοΥ ή -€203,4 εκατ. YoY).
Οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκαν στο 60,7% του ΑΕΠ το 2020 από 47,9% το 2019 (τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης ενισχύθηκαν στο 51,0% του ΑΕΠ το 2020 από 49,0% το 2019).
Ως εκ τούτου, το δημοσιονομικό πλεόνασμα του 2019 μετατράπηκε σε υψηλό έλλειμμα το 2020. Αποδεικνύεται, βάσει των παραπάνω στοιχείων, ότι τα δίδυμα ελλείμματα δύνανται να εμφανισθούν τόσο σε περιόδους αύξησης της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας όσο και σε περιόδους συρρίκνωσης.
Στην πρώτη περίπτωση κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζουν η αύξηση της εγχώριας ζήτησης (στηριζόμενη εν μέρει στη δημοσιονομική επέκταση) και η χαμηλή ανταγωνιστικότητα, στη δεύτερη η μείωση των εξαγωγών (με τη δημοσιονομική επέκταση να συγκρατεί σε έναν βαθμό την ύφεση).
Τα δίδυμα ελλείμματα αναμένεται να διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα το 2021 καθότι η οικονομία βρίσκεται στο πρώτο στάδιο της μετάβασης από την υγειονομική κρίση προς τη νέα κανονικότητα. Δύο παράγοντες συμβάλλουν σε αυτό το εκτιμώμενο αποτέλεσμα.
Πρώτον, η διατήρηση της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής (π.χ. σύμφωνα με το ΜΠΔΣ 2022-2025 οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης εκτιμώνται στο 59,5% του ΑΕΠ το 2021 από 47,7% το 2019) και
δεύτερον, η μερική ανάκτηση των τουριστικών εσόδων του 2019. Η ελληνική οικονομία μετά τη βαθιά ύφεση το 2020 αναμένεται να αναπτυχθεί το 2021.
Η εγχώρια ζήτηση (ιδιωτική κατανάλωση + δημόσια κατανάλωση + ιδιωτικές επενδύσεις + δημόσιες επενδύσεις), λόγω των μέτρων στήριξης της κυβέρνησης, του σταδιακού ανοίγματος της οικονομίας από τον Μάιο 2021, της συσσώρευσης καταθέσεων και των προοπτικών που δημιουργεί η εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, εκτιμάται ότι θα ανακάμψει το 2021.
Η αύξηση της εγχώριας ζήτησης και η στήριξή της σε έναν βαθμό στις υψηλές δαπάνες της γενικής κυβέρνησης
συντελούν στη διατήρηση του δημοσιονομικού και του εξωτερικού ελλείμματος (λόγω ενίσχυσης των εισαγωγών) σε υψηλά επίπεδα και το 2021.
Παρά ταύτα, το τελευταίο δύναται να βελτιωθεί σε έναν βαθμό, έστω και μικρό, σε σύγκριση με το 2020 λόγω της εκτιμώμενης ενίσχυσης του πλεονάσματος των υπηρεσιών (από το 2ο εξάμηνο 2021), η οποία ωστόσο δύναται να αντισταθμιστεί από την πιθανή επιδείνωση του ελλείμματος των αγαθών.
Βάσει των στοιχείων που έχουν δημοσιευθεί μέχρι σήμερα, στο 5μηνο Ιανουαρίου-Μαΐου 2021 το ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών κατέγραψε χειροτέρευση σε ετήσια βάση κατά -€1,2 δισ.
https://radar.gr/article/etos-prokliseon-kai-to-2021-gia-tin-elliniki-oikonomia
Η μακροοικονομική επίδοση της Ελλάδας το 2020 χαρακτηρίστηκε από μεγάλη ύφεση (-8,2%) και την επιστροφή των δίδυμων ελλειμμάτων, σημειώνει η Eurobank στο εβδομαδιαίο δελτίο της “7 Ημέρες Οικονομία”, τα οποίος όπως σημειώνει αναμένεται να διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα και το τρέχον έτος, καθότι η οικονομία βρίσκεται στο πρώτο στάδιο της μετάβασης από την υγειονομική κρίση προς τη νέα κανονικότητα.
Ειδικότερα, η τράπεζα σημειώνει ότι στο δημοσιονομικό πεδίο, το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης από πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ το 2019 διαμορφώθηκε σε έλλειμμα -9,7% το 2020, και στο πεδίο των εξωτερικών συναλλαγών σημειώθηκε διεύρυνση του ελλείμματος στο -6,7% του ΑΕΠ το 2020 από -1,5% το προηγούμενο έτος.
Καθότι η οικονομία αποτελεί ένα σύστημα αλληλοεξαρτώμενων σχέσεων, τα προαναφερθέντα αποτελέσματα συνδέονται ως ακολούθως: η πανδημία του κορονοϊού COVID-19 οδήγησε στη λήψη αυστηρών μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης στην Ελλάδα και την αλλοδαπή.
Η μεγάλη ελαστικότητα του τουριστικού κλάδου (και των μεταφορών) στα περιοριστικά μέτρα και η υψηλή εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τις ταξιδιωτικές εισπράξεις είχαν ως αποτέλεσμα τη ραγδαία μείωση των εξαγωγών υπηρεσιών (-43,0% YoY), αφαιρώντας -9,1 ποσοστιαίες μονάδες από τον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης το 2020 (-7,5 ποσοστιαίες μονάδες λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη μείωση των εισαγωγών υπηρεσιών κατά -16,0% YoY).
Πέραν των εξαγωγών υπηρεσιών, η ιδιωτική κατανάλωση, λόγω ενίσχυσης της ακούσιας και της εκούσιας αποταμίευσης, είχε αρνητική συνεισφορά στην ετήσια μεταβολή του πραγματικού ΑΕΠ της τάξης των -3,6 ποσοστιαίων μονάδων, ενώ η δημόσια κατανάλωση, οι επενδύσεις – μέσω της μεταβολής των αποθεμάτων – και οι καθαρές εξαγωγές αγαθών συγκράτησαν την ύφεση κατά 2,9 ποσοστιαίες μονάδες.
Η μείωση της εγχώριας ζήτησης οδήγησε σε πτώση των εισαγωγών (-6,8% YoY), η οποία μερικώς μόνο αντιστάθμισε τη συρρίκνωση των εξαγωγών (-21,7% YoY) με αποτέλεσμα τη διεύρυνση του ελλείμματος του εξωτερικού ισοζυγίου.
Όπως σημειώνει η Eurobank, η συρρίκνωση της εγχώριας ζήτησης θα ήταν μεγαλύτερη αν οι ασκούντες την οικονομική πολιτική δεν είχαν προβεί σε δημοσιονομική επέκταση (επί παραδείγματι, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε μόλις κατά -0,2% ΥοΥ ή -€203,4 εκατ. YoY).
Οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκαν στο 60,7% του ΑΕΠ το 2020 από 47,9% το 2019 (τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης ενισχύθηκαν στο 51,0% του ΑΕΠ το 2020 από 49,0% το 2019).
Ως εκ τούτου, το δημοσιονομικό πλεόνασμα του 2019 μετατράπηκε σε υψηλό έλλειμμα το 2020. Αποδεικνύεται, βάσει των παραπάνω στοιχείων, ότι τα δίδυμα ελλείμματα δύνανται να εμφανισθούν τόσο σε περιόδους αύξησης της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας όσο και σε περιόδους συρρίκνωσης.
Στην πρώτη περίπτωση κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζουν η αύξηση της εγχώριας ζήτησης (στηριζόμενη εν μέρει στη δημοσιονομική επέκταση) και η χαμηλή ανταγωνιστικότητα, στη δεύτερη η μείωση των εξαγωγών (με τη δημοσιονομική επέκταση να συγκρατεί σε έναν βαθμό την ύφεση).
Τα δίδυμα ελλείμματα αναμένεται να διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα το 2021 καθότι η οικονομία βρίσκεται στο πρώτο στάδιο της μετάβασης από την υγειονομική κρίση προς τη νέα κανονικότητα. Δύο παράγοντες συμβάλλουν σε αυτό το εκτιμώμενο αποτέλεσμα.
Πρώτον, η διατήρηση της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής (π.χ. σύμφωνα με το ΜΠΔΣ 2022-2025 οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης εκτιμώνται στο 59,5% του ΑΕΠ το 2021 από 47,7% το 2019) και δεύτερον, η μερική ανάκτηση των τουριστικών εσόδων του 2019. Η ελληνική οικονομία μετά τη βαθιά ύφεση το 2020 αναμένεται να αναπτυχθεί το 2021.
Η εγχώρια ζήτηση (ιδιωτική κατανάλωση + δημόσια κατανάλωση + ιδιωτικές επενδύσεις + δημόσιες επενδύσεις), λόγω των μέτρων στήριξης της κυβέρνησης, του σταδιακού ανοίγματος της οικονομίας από τον Μάιο 2021, της συσσώρευσης καταθέσεων και των προοπτικών που δημιουργεί η εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, εκτιμάται ότι θα ανακάμψει το 2021.
Η αύξηση της εγχώριας ζήτησης και η στήριξή της σε έναν βαθμό στις υψηλές δαπάνες της γενικής κυβέρνησης συντελούν στη διατήρηση του δημοσιονομικού και του εξωτερικού ελλείμματος (λόγω ενίσχυσης των εισαγωγών) σε υψηλά επίπεδα και το 2021.
Παρά ταύτα, το τελευταίο δύναται να βελτιωθεί σε έναν βαθμό, έστω και μικρό, σε σύγκριση με το 2020 λόγω της εκτιμώμενης ενίσχυσης του πλεονάσματος των υπηρεσιών (από το 2ο εξάμηνο 2021), η οποία ωστόσο δύναται να αντισταθμιστεί από την πιθανή επιδείνωση του ελλείμματος των αγαθών.
Βάσει των στοιχείων που έχουν δημοσιευθεί μέχρι σήμερα, στο 5μηνο Ιανουαρίου-Μαΐου 2021 το ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών κατέγραψε χειροτέρευση σε ετήσια βάση κατά -€1,2 δισ.
Έτος προκλήσεων και το 2021 για την Ελληνική οικονομία