Όποιος παρακολουθεί την αγορά κατοικίας τις τελευταίες δύο δεκαετίες θα γνωρίζει καλά ότι σε πολλές χώρες η απόκτηση σπιτιού έχει γίνει πολύ ακριβή υπόθεση.
Πρόσφατη έρευνα της εταιρείας Demographia επιβεβαιώνει αυτή την τάση και μάλιστα δημιουργεί ξεχωριστή κατηγορία για τις πόλεις, όπου είναι αδύνατο να αγοράσει κανείς ακίνητη περιουσία βάσει των μέσων αποδοχών στις περιοχές αυτές.
Στην κορυφαία δεκάδα της λίστας με τις «απλησίαστες» πόλεις για αγορά κατοικίας κυριαρχούν οι αμερικανικές, καταλαμβάνοντας πέντε θέσεις, καθώς και τρεις πόλεις της Αυστραλίας.
Στην πρώτη θέση, όμως, βρίσκεται το Χονγκ Κονγκ, το οποίο -ως διεθνές χρηματοπιστωτικό κέντρο που φιλοξενούσε ανέκαθεν τεράστιο πληθυσμό- είναι γνωστό για τα μικροσκοπικά σπίτια μόλις λίγων τετραγωνικών και τα δυσθεώρητα επίπεδα των ενοικίων.
Πρόκειται επίσης για τη μοναδική κινεζική πόλη που καλύπτεται από την έρευνα.
- Χονγκ Κονγκ
- Σίδνεϊ
- Βανκούβερ
- Σαν Χοσέ
- Λος Άντζελες
- Χονολουλού
- Μελβούρνη
- Σαν Φρανσίσκο και Αδελαΐδα
- Σαν Ντιέγκο
- Τορόντο
Αξίζει να σημειωθεί πως το Χονγκ Κονγκ φιγουράρει πάντοτε στις κορυφαίες θέσεις των πιο ακριβών πόλεων για να ζει κανείς.
Στη συγκεκριμένη έρευνα μάλιστα εμφανίζει και το χαμηλότερο ποσοστό ιδιοκατοίκησης σε σύγκριση με τις 93 ακόμη περιοχές που εξετάστηκαν, μόλις στο 51%.
Συγκριτικά, η Σιγκαπούρη, η οποία επίσης είναι ακριβή, καταγράφει ποσοστό ιδιοκατοίκησης άνω του 89% χάρη στη δέσμευση της κυβέρνησης να δημιουργήσει κοινωνική στέγη για τους πολίτες.
Γιατί τόσο υψηλές τιμές;
Σύμφωνα με την έρευνα της Demographia, η άνοδος της τηλεργασίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας προκάλεσε ένα «σοκ ζήτησης» για σπίτια εκτός του κέντρου των πόλεων, τα οποία προσφέρουν κατά κανόνα περισσότερο εξωτερικό χώρο.
Παράλληλα, αποδίδει την άνοδο των τιμών στις πολιτικές διαχείρισης των εδαφών, όπως είναι ο περιορισμός της αστικής επέκτασης (urban containment).
«Η μεσαία τάξη πολιορκείται κατά κύριο λόγο εξαιτίας της αύξησης του κόστους αγοράς γης. Δεδομένου ότι η διαθέσιμη γη έχει περιοριστεί σε μια προσπάθεια ανάσχεσης της αστικοποίησης, το πλεόνασμα της ζήτησης έναντι της προσφοράς οδήγησε προς τα επάνω τις τιμές», αναφέρεται στην έκθεση.
Τέλος, οι τιμές «φούσκωσαν» περισσότερο, καθώς οι επενδυτές ρίχτηκαν στην αγορά για να βγάλουν κέρδος.