Η ελληνική αγορά εργασίας παρουσιάζει εδώ και χρόνια δείγματα βελτίωσης, με τις αλλαγές που σημειώνονται να αφήνουν θετικές επιπτώσεις στην καθημερινότητα των εργαζομένων, καθώς η πλήρης απασχόληση ενισχύεται, ενώ ταυτόχρονα υποχωρούν οι ευέλικτες μορφές εργασίας. Τη βελτίωση αυτή αποτυπώνουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και η μελέτη της ICAP CRIF. Συγκεκριμένα, κατά το 2024 καταγράφηκε άνοδος 2% στη μέση ετήσια απασχόληση, με 82.500 νέες θέσεις εργασίας συγκριτικά με το 2023.

Η πλήρης απασχόληση κατείχε την πρώτη θέση, αφού αντιστοιχούσε στο 52,5% των συνολικών προσλήψεων, βάσει των δεδομένων του συστήματος Εργάνη του Υπουργείου Εργασίας. Αντίθετα, η μερική απασχόληση περιορίστηκε στο 5,6% το τελευταίο τρίμηνο του 2024, από 8,1% το 2022 και 9,1% το 2021. Επιπλέον, η προσωρινή εργασία μειώθηκε στο 8,1%, καταγράφοντας το χαμηλότερο επίπεδο πενταετίας.

Η συμβολή του τουριστικού τομέα και οι αδυναμίες

Η θετική μεταβολή σχετίζεται κυρίως με την άνοδο του τουρισμού, που προβλέπεται να σπάσει ρεκόρ σε αφίξεις και έσοδα το 2025. Παρ’ όλα αυτά, ο κίνδυνος φτώχειας για όσους εργάζονται με μερική απασχόληση παραμένει υψηλός: 20,6% έναντι 9,8% για τους πλήρως απασχολούμενους. Παρατηρείται ακόμη μεταβολή στο εργασιακό τοπίο. Οι επαγγελματικές και τεχνικές δραστηριότητες εμφάνισαν αύξηση 21.600 θέσεων. Οι κατασκευές και το εμπόριο ακολούθησαν, προσθέτοντας 19.900 θέσεις αντίστοιχα. Αξιοσημείωτη είναι η ανάκαμψη του εμπορίου, που είχε παρουσιάσει πτώση το 2023. Ακόμα, οι υπηρεσίες εστίασης και καταλυμάτων επιστρέφουν δυναμικά, σηματοδοτώντας την επάνοδό τους το 2024, μετά τις σοβαρές επιπτώσεις της πανδημίας.

Η ενίσχυση της πλήρους απασχόλησης θεωρείται κρίσιμη, όχι μόνο για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, αλλά και για την καθιέρωση δίκαιων και βιώσιμων εργασιακών συνθηκών στο μέλλον.

Διαβάστε ακόμη: