Ο χρηματιστηριακός χώρος στηρίζεται στην εμπιστοσύνη, στη διαφάνεια και στην ακριβή πληροφόρηση. Όταν αυτά τα θεμέλια υπονομεύονται από δηλώσεις που προκαλούν σύγχυση ή αλλάζουν ξαφνικά χωρίς ουσιαστική αιτία, δημιουργείται εύλογη ανησυχία για πιθανή χειραγώγηση μετοχών. Η χειραγώγηση μετοχών δεν είναι απλώς ανήθικη πρακτική – αποτελεί σοβαρό αδίκημα. Κι όμως, στη σημερινή πραγματικότητα, φαίνεται πως συχνά παραβλέπεται, ειδικά όταν προέρχεται από υψηλόβαθμα στελέχη ή μεγαλομετόχους εισηγμένων εταιρειών.

Δεν είναι αποδεκτό να μεταδίδονται αντικρουόμενα ή αστήρικτα μηνύματα από στόματα που έχουν εξουσία και επιρροή. Δηλώσεις που σχετίζονται με τη μερισματική πολιτική, τα αναμενόμενα κέρδη ή άλλες στρατηγικές αποφάσεις μιας εισηγμένης εταιρείας μπορούν να επηρεάσουν άμεσα την πορεία της μετοχής. Όταν τέτοιες δηλώσεις ανασκευάζονται χωρίς σαφή εξήγηση ή μεταβάλλονται ριζικά μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, δεν μιλάμε για “λάθος εκτίμηση” – μιλάμε για μια ενδεχομένως στοχευμένη απόπειρα επηρεασμού της αγοράς.

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και κάθε άλλος αρμόδιος θεσμός οφείλει να επιβλέπει τέτοιες πρακτικές με αυστηρότητα. Δεν γίνεται να αγνοούνται επανειλημμένες καταγγελίες επενδυτών ή να θάβονται περιστατικά που δείχνουν ξεκάθαρα ότι οι δηλώσεις συγκεκριμένων προσώπων “παίζουν” με την αγορά. Όταν μια διοίκηση δηλώνει πως δεν θα διανείμει μέρισμα για λόγους ενίσχυσης των αποθεμάτων και λίγες εβδομάδες μετά εισηγείται το ακριβώς αντίθετο, η ασυνέπεια αυτή δεν μπορεί να μείνει αναπάντητη.

Η χειραγώγηση δεν περιορίζεται μόνο σε τεχνικές συναλλαγές ή συντονισμένες αγορές-πωλήσεις. Ξεκινά από τον λόγο. Από τις υποσχέσεις. Από τις υποτιθέμενες “εκτιμήσεις” που προβάλλονται με βεβαιότητα για να κατευθύνουν τη σκέψη και τις προσδοκίες του επενδυτικού κοινού. Η δημόσια δήλωση, ιδιαίτερα από ένα πρόσωπο με ισχύ, είναι εργαλείο με αντίκτυπο. Δεν είναι φήμη στο καφενείο – είναι σήμα στην αγορά.

Όταν κάποιος δηλώνει κάτι δημοσίως και η μετοχή του αντιδρά, δεν μπορεί να υπάρξει ελαφρότητα στην αναίρεση της δήλωσης αυτής. Οι επενδυτές δεν είναι πιόνια σε ένα επικοινωνιακό παιχνίδι. Κάποιοι αγοράζουν ή πουλούν βασιζόμενοι σε αυτές τις δηλώσεις. Κάποιοι επηρεάζονται ουσιαστικά και οικονομικά. Η ζημιά είναι πραγματική και μετρήσιμη, ακόμα κι αν ο παραβάτης συνεχίσει να ενεργεί σαν να μην τρέχει τίποτα.

Είναι γνωστό ότι οι εποπτικοί θεσμοί έχουν κατακλυστεί από κύματα καταγγελιών. Όμως η ποσότητα των καταγγελιών δεν πρέπει να λειτουργεί αποπροσανατολιστικά. Υπάρχουν περιπτώσεις που “φωνάζουν” από μακριά και πρέπει να ελεγχθούν ουσιαστικά και εις βάθος. Δεν πρέπει να χαθεί το δάσος για το δέντρο. Όταν μια περίπτωση δείχνει όλες τις ενδείξεις χειραγώγησης, τότε δεν έχει σημασία ποιος είναι ο εμπλεκόμενος. Πρέπει να εφαρμόζεται ο νόμος και οι κανόνες της αγοράς, χωρίς εκπτώσεις και χωρίς εκλεκτικές ευαισθησίες.

Η αγορά χρειάζεται εμπιστοσύνη για να λειτουργήσει. Αν τα θεμέλια της διαφάνειας συνεχίσουν να ρηγματώνονται από πρακτικές που μένουν ατιμώρητες, οι συνέπειες δεν θα αφορούν μόνο μεμονωμένους επενδυτές – θα διαβρώσουν συνολικά την αξιοπιστία του συστήματος. Και τότε, καμία ανακοίνωση, κανένα μέρισμα και κανένας επενδυτικός σχεδιασμός δεν θα έχει σημασία. Γιατί κανείς δεν επενδύει σε μια αγορά που δεν μπορεί να εμπιστευτεί.

Διαβάστε ακόμη: