Το τελευταίο χρονικό διάστημα, μια πληθώρα διεθνών εκθέσεων και αναλύσεων από διάφορους φορείς. Kαταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα: στα επόμενα χρόνια η Ελλάδα έχει μια μοναδική ευκαιρία να αναδειχθεί ως μια χώρα «πρότυπο» για την υπόλοιπη Ευρώπη, με την οικονομία της να πρωτοστατεί και να παρουσιάζει εξαιρετική δυναμική.
Την ίδια στιγμή, η πολιτική σταθερότητα επιβεβαιώνει τη σταθερή τροχιά ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΚΕΠΕ, οι οποίες περιλαμβάνονται στην τελευταία του έκθεση για την ελληνική οικονομία, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ για το σύνολο του 2023 προβλέπεται στο 2,2%, και οι σχετικοί ρυθμοί μεταβολής για το πρώτο και το δεύτερο εξάμηνο του 2023, σε σχέση με τις αντίστοιχες περιόδους του 2022, εκτιμώνται στο 1,9% και 2,5%, αντίστοιχα.
Η Ελλάδα βρίσκεται πλέον σε μία φάση ομαλοποίησης της οικονομικής της δραστηριότητας, έχοντας ανακάμψει από το σοκ της πανδημίας και έχοντας επιδείξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα στις σημαντικές αναταράξεις που σημειώθηκαν στην ευρωπαϊκή οικονομία λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.
Ωστόσο, η συνολικά ευνοϊκή προοπτική που διαγράφεται για την ελληνική οικονομία, βρίσκεται αντιμέτωπη με αρκετές προκλήσεις και αβεβαιότητες, σε σχέση με το διεθνές περιβάλλον και τις γεωπολιτικές εξελίξεις, καθώς και αναφορικά με την πορεία του πληθωρισμού και τις σχετικές επιδράσεις στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, το κόστος παραγωγής και τα επιτόκια.
Από την άλλη πλευρά, προς μία περισσότερο ευνοϊκή εξέλιξη του ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας θα μπορούσαν να συμβάλουν μία περαιτέρω υποχώρηση της αβεβαιότητας και μία θετική έκβαση όσον αφορά την ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, σε συνδυασμό με την εντατική υλοποίηση επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και του νέου ΕΣΠΑ 2021-2027.
Από την άλλη, το ΚΕΠΕ εκτιμά ότι, η ευκαιρία της Ελλάδας για τα επόμενα χρόνια είναι μοναδική. Η πολιτική σταθερότητα που προέκυψε μετά τις εκλογές είναι ένα πρώτο θετικό βήμα για την οικονομία.
Η επενδυτική βαθμίδα είναι προ των πυλών. Ένα «τσουνάμι» επενδύσεων μπορεί να κατακλύσει την χώρα, προσφέροντας νέες δουλειές και ανεβάζοντας μισθούς.
Τα χρηματοδοτικά εργαλεία, ΕΣΠΑ και Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, υπάρχουν και είναι έτοιμα να χρηματοδοτήσουν ώριμα επενδυτικά έργα.
Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να δώσει έμφαση στις μεταρρυθμίσεις. Εάν χρειαστεί, θα πρέπει να έρθει σε ρήξη με λίγες αλλά ισχυρές ομάδες συμφερόντων που προτιμούν την ακινησία, για να συνεχίσουν να κερδοσκοπούν εις βάρος των πολλών.
Το διεθνές περιβάλλον και ο πληθωρισμός
Σε πρώτη φάση πάντως, η ελληνική οικονομία καλείται να πορευτεί μέσα σε ένα αβέβαιο διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, οι κεντρικές τράπεζες στις ΗΠΑ και την Ευρωζώνη, προκειμένου να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό, έθεσαν στη μάχη τα επιτόκια.
Η άνοδός τους κρίθηκε απαραίτητη, καθώς διαπιστώθηκε ότι ο πληθωρισμός δεν ήταν παροδικό αλλά επίμονο φαινόμενο. Είναι γνωστό, όμως, ότι η άνοδος των επιτοκίων μαζί με τον πληθωρισμό ζημιώνει και την οικονομία.
Αυτό διαπιστώθηκε ήδη στη Γερμανία, το ΑΕΠ της οποίας μειώθηκε κατά 0,3% το πρώτο τρίμηνο, καταγράφοντας το δεύτερο συναπτό τρίμηνο συρρίκνωσης, ενώ θα μπορούσε να εμφανιστεί και στις ΗΠΑ που, εκτός των επιπτώσεων των επιτοκίων, η οικονομία της είναι αντιμέτωπη και με ένα τεράστιο δημόσιο χρέος.
Όμως, η Fed ανακοίνωσε ότι δεν πρόκειται να αυξήσει άλλο τα επιτόκια και το ίδιο θα κάνει και η ΕΚΤ σε μεταγενέστερο χρόνο. Σε αυτή την περίπτωση, η ύφεση δεν θα έχει βάθος, θα είναι πρόσκαιρη και θα οδηγήσει τον πληθωρισμό στα επιθυμητά επίπεδα, γύρω στο 2%.
Το ερώτημα βέβαια είναι κατά πόσον θα επηρεαστεί η Ελλάδα από τις παραπάνω εξελίξεις. Η Γερμανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν σημαντικούς εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας, και η ύφεση που αντιμετωπίζουν ή θα αντιμετωπίσουν αυτές οι χώρες προκαλεί ανησυχία για τις πιθανές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία.
Οικονομικοί δεσμοί, όπως οι εξαγωγές και οι επενδύσεις, μπορεί να επηρεαστούν από την αβεβαιότητα που δημιουργείται σε παγκόσμιο επίπεδο λόγω της ύφεσης.
Ωστόσο, η ελληνική οικονομία έχει δείξει σημαντική ανθεκτικότητα και δυναμισμό μετά τις απανωτές κρίσεις. Κατάφερε να διαφοροποιήσει την οικονομία της και να ενισχύσει τις εξαγωγές της σε άλλες αναδυόμενες αγορές. Ο τουρισμός αποτελεί σημαντικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας.
Παρά τις δυσκολίες που προέκυψαν από την πανδημία της COVID-19, η Ελλάδα αντιμετώπισε με επιτυχία την κατάσταση και έδειξε ευελιξία και προσαρμοστικότητα.
Η χώρα έχει λάβει μέτρα για την ασφάλεια των τουριστών και την προώθηση της εγχώριας τουριστικής κίνησης. Τα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά, με αύξηση του αριθμού των τουριστών και των εσόδων από τον τουρισμό.
Μπορεί τα στοιχεία του πρώτου τριμήνου να δείχνουν μείωση των αφίξεων από Γερμανία και Γαλλία, όμως αυξήθηκαν κατά 159% οι αφίξεις από τις χώρες εκτός Ευρωζώνης και από τις ΗΠΑ.
Επιπλέον, η Ελλάδα έχει επωφεληθεί από την παγκόσμια τάση για την αειφόρο ανάπτυξη και τη μετάβαση σε πράσινες τεχνολογίες. Έχουν γίνει σημαντικές επενδύσεις στους τομείς των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, της αποκέντρωσης της ενέργειας και της ενεργειακής απόδοσης.
Αυτό έχει ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Επιπλέον, έχουν γίνει επενδύσεις στην ανανέωση των υποδομών, όπως οι ενεργειακοί κλάδοι και οι ψηφιακές τεχνολογίες, που καθιστούν την Ελλάδα πιο ανθεκτική σε παγκόσμιες οικονομικές κρίσεις.
Οι ικανοποιητικές επιδόσεις της οικονομίας
Την ίδια ώρα, το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (ΕΔΣ), στην πρόσφατη έκθεσή του, προχώρησε στην καταγραφή των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας το πρώτο εξάμηνο του 2023.
Αναλυτικότερα, σε ένα περιβάλλον με γεωπολιτική αβεβαιότητα λόγω του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία, του υψηλού πληθωρισμού, της ενεργειακής κρίσης και της επακόλουθης αυστηρής νομισματικής πολιτικής, η ελληνική οικονομία διατήρησε σημαντικό μέρος της δυναμικής της από το 2022 και στους πρώτους μήνες του 2023.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΕΔΣ, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για το 2023 αναμένεται στο 2,6% και για το 2024 στο 2,8%, με σημαντική ενίσχυση των επενδύσεων και διατήρηση της δυναμικής της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις υποχωρούν, με τον ετήσιο ρυθμό μεταβολής του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή για τη χώρα μας να διαμορφώνεται στο 2,8% τον Ιούνιο του 2023, από 4,1% τον Μάιο 2023.
Ο αντίστοιχος ρυθμός πληθωρισμού σε επίπεδο Ευρωζώνης βρίσκεται στο 5,5% και πιθανή διατήρηση της επίδοσης αυτής, μπορεί να επιδράσει θετικά στην συγκράτηση του εξωτερικού ελλείμματος.
Στους παράγοντες που συνέβαλαν στην επιβράδυνση του πληθωρισμού συγκαταλέγονται η αποκλιμάκωση των τιμών της ενέργειας, η σχετική εξομάλυνση της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας και η ταχεία αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Το υψηλό επίπεδο του δομικού πληθωρισμού, που παρά την μείωση του από 7,3% τον Μάιο 2023 σε 4,8% τον Ιούνιο, επιβαρύνει δυσανάλογα το κόστος διαβίωσης των πιο ευάλωτων νοικοκυριών με αναγκαίες τις μέχρι τώρα δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την ενίσχυση του διαθεσίμου εισοδήματός τους.
Σημαντικές ευκαιρίες για την ελληνική οικονομία αποτελούν η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας, που ξεκίνησε το 2022 και συνεχίζεται το 2023, άρα η μείωση της απόστασης από τον στόχο της επενδυτικής βαθμίδας, η πραγματοποίηση μιας σειράς κρίσιμων μεταρρυθμίσεων, η έγκαιρη και αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η αξιοποίηση των τραπεζικών καταθέσεων που διατηρούν τη ρευστότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων σε ικανοποιητικά επίπεδα και το κλίμα πολιτικής σταθερότητας.
Οι βασικές οικονομικές προκλήσεις
Επιστρέφοντας στο ΚΕΠΕ, στην έκθεσή του σημειώνει τρεις βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία.
Η πρώτη είναι η διαφύλαξη της οικονομικής σταθερότητας.
Ειδικότερα, τα τελευταία χρόνια, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν μεγαλώνει συνεχώς και μάλιστα με διπλάσιο ρυθμό σε σχέση με το αντίστοιχο στην Ευρωζώνη. Το 2022, για παράδειγμα, ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν 6% στην Ελλάδα έναντι 3% στην Ευρωζώνη.
Η Ελλάδα επέδειξε υψηλές αντοχές την περίοδο της πανδημίας. Δημιουργήθηκαν βέβαια, λόγω ανωτέρας βίας, πρωτογενή ελλείμματα. Όμως, από το 2022 η χώρα εισήλθε και πάλι σε πορεία πρωτογενούς πλεονάσματος.
Η αύξηση των φορολογικών εσόδων είναι αποτέλεσμα των υψηλότερων τιμών λόγω ακρίβειας, αλλά συνδέεται και με το γεγονός της διεύρυνσης της οικονομικής δραστηριότητας.
Το δημόσιο χρέος, μετά την εκτίναξή του ως ποσοστού του ΑΕΠ πάνω από το 200% το 2020, καταγράφει ραγδαία αποκλιμάκωση φτάνοντας στο 170% με προοπτικές περαιτέρω μείωσής του.
Ως αποτέλεσμα, οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης πραγματοποίησαν 12 αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία 4 περίπου χρόνια, παρά τις διαδοχικές, εξωγενείς κρίσεις. Ουσιαστικά, οι συνθήκες είναι ώριμες για την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας εντός του έτους.
Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια επιτεύχθηκε ρεκόρ άμεσων ξένων επενδύσεων.
Παρόμοια, οι εξαγωγές, από 33 δις ευρώ το 2018, έφτασαν 54,9 δις το 2022, αύξηση 66,3%. Η Ελλάδα είναι πλέον πρωταθλήτρια στη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος, ανεβαίνοντας 16 θέσεις μεταξύ 34 πλούσιων ευρωπαϊκών χωρών.
Σε ό,τι αφορά την απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων, αυτά τα 4 χρόνια η χώρα βρέθηκε στις πρώτες θέσεις ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Η απορρόφηση ανήλθε στο 85% στα τέλη του 2022, έναντι 24% το 2019, και αυτό το ποσοστό μεταφράζεται σε ποσό 12 δισ. ευρώ στην πραγματική οικονομία.
Στον τομέα της καινοτομίας και επιχειρηματικότητας, 1.500 επιχειρήσεις υλοποιούν πλέον δράσεις έρευνας και καινοτομίας, 1.400 επιχειρήσεις συνεργάζονται με ερευνητικά ιδρύματα, ενώ 2.500 επιχειρήσεις ενισχύονται για να εισάγουν νέα προϊόντα, και δημιουργούν 14.200 νέες θέσεις εργασίας. Επίσης, ο τουρισμός αναμένεται φέτος να επιτύχει διπλό ρεκόρ, σε επίπεδο τόσο αφίξεων όσο και εισπράξεων.
Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της ανεργίας από το 17% το 2019 στο 11,4% το 2022.
Αυξήθηκαν κατά 300 χιλ. οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, που σημαίνει ότι ένας ολόκληρος κόσμος που βρισκόταν στο περιθώριο χωρίς κανένα εισόδημα, εντάχθηκε στην παραγωγική οικονομία, έχει μισθό και εισόδημα.
Πολλοί νέοι που έφυγαν στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια των μνημονίων, έχουν αρχίσει και επιστρέφουν. Τα παραπάνω δεν ήταν ούτε εύκολα, ούτε αυτονόητα. Χρειάστηκε συνεχής προσπάθεια και ισχυρή πολιτική βούληση.
Χρέος της νέας κυβέρνησης είναι, μέσω των πολιτικών της, να συνεχίσει την πορεία οικονομικής σταθερότητας της χώρας.
Η καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού
Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία από τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης της Eurostat δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά για την Ελλάδα. Σύμφωνα με αυτά, η Ελλάδα κατατάσσεται ως η χώρα με το τρίτο υψηλότερο ποσοστό (28,3%) φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού στην ΕΕ, μετά τη Ρουμανία (34,5%) και τη Βουλγαρία (31,7%).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο αντίστοιχος δείκτης κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού ανάλογα με την κατάσταση απασχόλησης του συνολικού πληθυσμού. Πιο συγκεκριμένα, οκτώ χώρες καταγράφουν ποσοστό μεγαλύτερο του 10% στην περίπτωση της μισθωτής εργασίας. Όπως είναι εμφανές, οι χώρες έχουν σημαντική ετερογένεια μεταξύ τους.
Στην Ελλάδα, το 12,2% των μισθωτών θεωρείται ότι βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, καταλαμβάνοντας την 5η υψηλότερη θέση μαζί με την Ιταλία.
Τα παραπάνω στοιχεία είναι ικανά να επισημάνουν την ανάγκη άμεσων παρεμβάσεων σε πληθυσμιακές κατηγορίες, τα ποσοστά των οποίων εμφανίζονται αυξημένα.
Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, ίναι απαραίτητο να αναστραφεί η τάση επιδείνωσης της θέσης της χώρας σε σχέση με τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό, προτού αυτή πάρει χαρακτηριστικά μονιμότητας.
Η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων
Προκειμένου να αποκτήσει η οικονομική σταθερότητα χαρακτηριστικά βιωσιμότητας αλλά και να αναστραφούν η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός, θα χρειαστούν μεταρρυθμίσεις. Ξεχωρίζουν τρεις, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ:
(α) Επιτάχυνση του χρόνου απονομής δικαιοσύνης: Στην Ελλάδα η οριστική επίλυση μιας δικαστικής διαφοράς για τις επιχειρήσεις ξεπερνάει τα 4,5 χρόνια (στοιχεία 2020). Πρόκειται για τον μεγαλύτερο χρόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 κρατών-μελών, ο οποίος είναι υπερδιπλάσιος ακόμη και σε σύγκριση με την Πορτογαλία και τη Σλοβακία, που έχουν εκσυγχρονίσει τα συστήματά τους. Οι δύο αυτές χώρες προσεγγίζουν, πλέον, τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (455 ημέρες).
Το γεγονός ότι η Δικαιοσύνη παραμένει ακόμη στην «εποχή του χαρτιού» περιορίζει τη δυνατότητα διαχείρισης του απαραίτητου αριθμού υποθέσεων, με αποτέλεσμα ο ρυθμός επίλυσης αστικών και εμπορικών υποθέσεων να διαμορφώνεται στην 24η θέση στην Ε.Ε.
Οι καθυστερήσεις που δημιουργούνται στα πρωτοβάθμια δικαστήρια μεταφράζονται σε τρεις εκκρεμείς υποθέσεις για κάθε 100 πολίτες στο τέλος κάθε χρονιάς (21η θέση της Ε.Ε.), δεδομένου ότι συχνά απαιτούνται 18 μήνες για μια αστική ή εμπορική υπόθεση.
Η μεγάλη αναμονή για εκδίκαση δυσχεραίνει τις ελληνικές επιχειρήσεις αλλά και την επενδυτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Λειτουργεί σε βάρος των φτωχών και υπέρ των πλουσίων, αφού χρειάζεται να έχει κάποιος χρόνο, χρήματα και αντοχές για να πληρώνει δικηγόρους.
(β) Φορολογική μεταρρύθμιση με ταυτόχρονη «κήρυξη πολέμου» στη φοροδιαφυγή: Το σημερινό φορολογικό σύστημα είναι άδικο και αναποτελεσματικό.
Φορολογεί υπέρμετρα τη μισθωτή εργασία από την οποία αντλεί και τα περισσότερα φορολογικά έσοδα, ενώ αποτυγχάνει παταγωδώς να αντλήσει έσοδα από τους αυτοαπασχολούμενους. Βασίζεται επίσης σε πολύ υψηλούς συντελεστές έμμεσης φορολογίας, ενώ η φοροδιαφυγή έχει γίνει δομικό στοιχείο πλουτισμού (και όχι επιβίωσης) της οικονομικής δραστηριότητας
(γ) Μεταρρύθμιση του κράτους: Τα τελευταία χρόνια έγιναν αποφασιστικά βήματα για την επιτάχυνση της ψηφιοποίησης του δημόσιου τομέα. Όμως, χρειάζονται περισσότερες στοχευμένες δράσεις στην Υγεία, την Παιδεία και τους Θεσμούς. Η βελτίωση της Υγείας δεν σημαίνει μόνο ποιοτικότερες υπηρεσίες στους πολίτες αλλά και δημιουργία ενός ανθεκτικού κράτους που μπορεί να εξασφαλίσει δισεκατομμύρια στο ελληνικό ΑΕΠ.
Η μεταρρύθμιση της Παιδείας, με την ενίσχυση της ανεξαρτησίας των δημοσίων πανεπιστημίων και την εκμετάλλευση του τριγώνου της γνώσης (εκπαίδευση-έρευνα-καινοτομία), μπορεί να φέρει μια νέα γενιά επιστημόνων στη χώρα, αλλά και να δώσει σημαντική αύξηση στο ΑΕΠ.
Η αναβάθμιση του χαμηλού επιπέδου θεσμικής ανάπτυξης της χώρας, καταπολεμώντας οπισθοδρομικές πελατειακές νοοτροπίες και διαμορφώνοντας ισχυρούς και αξιόπιστους θεσμούς, που κατοχυρώνουν την αξιοκρατία, τη διαφάνεια και την κοινωνική δικαιοσύνη, μπορεί επίσης να φέρει περισσότερες επενδύσεις.