Ισχυρές επιδόσεις που σε αρκετές περιπτώσεις υπερβαίνουν τους στόχους των επιχειρησιακών σχεδίων που έχουν θέσει οι διοικήσεις των τραπεζών εμφάνισαν για το πρώτο τρίμηνο του 2024 οι ελληνικές τράπεζες, επιβεβαιώνοντας την πλήρη επιστροφή τους στην κανονικότητα και θέτοντας ισχυρές βάσεις για τις επόμενες κινήσεις
Αδιάψευστος μάρτυρας οι ισχυρές χρηματιστηριακές επιδόσεις των τελευταίων ημέρων, με μεγάλο πρωταγωνιστή την Εθνική Τράπεζα, η μετοχή της οποίας την περασμένη Τετάρτη βρέθηκε σε νέο υψηλό 101 μηνών.
Σημειώνεται ότι την Μεγάλη Πέμπτη η μετοχή της Εθνικής Τράπεζας έκλεισε στα 7,81 ευρώ (+3,3%) ενώ την περασμένη Τετάρτη ανέβηκε στα 8,14 (+4,23%), με αποτέλεσμα τα κέρδη διημέρου να αγγίζουν το 7,5%.
Μετά τις παραπάνω εξελίξεις η ΕΤΕ απειλεί ευθέως τη Eurobank με προσπέρασμα σε όρους κεφαλαιοποίησης και κατάκτηση της δεύτερης θέσης, καθώς έφτασε τα 7,445 δισ. ευρώ, μια ανάσα από τα 7,559 δισ. ευρώ της Eurobank.
Η τελευταία έκλεισε στα 2,03 ευρώ (+0,69%), σε υψηλό 102 μηνών.
Το ράλι των τελευταίων ημερών της μετοχής της Εθνικής Τράπεζας σε συνδυασμό με το γεγονός ότι είναι η πρώτη ελληνική τράπεζα που έλαβε το investment grade την περασμένη εβδομάδα από την Morningstar DBRS, πυροδότησε πληροφορίες στην τραπεζική αγορά που θέλουν την διοίκηση να επεξεργάζεται ζωηρά το ενδεχόμενο να επισπεύσει για τις αρχές Ιουλίου το Placement για το 18,39% των μετοχών που κατέχει το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ).
Οι ίδιες πληροφορίες ανάφεραν ότι με την μετοχή της Εθνικής Τράπεζας να βρίσκεται πλέον στα 8,14 ευρώ και την κεφαλαιοποίηση στα 7,44 δισ. ευρώ, το επικείμενο Placement για το 18,39% που κατέχει το ΤΧΣ μπορεί να πραγματοποιηθεί στα επίπεδα των 8,5 ευρώ ανά μετοχή από 5,3 ευρώ που έγινε το πρώτο placement για το 22% των μετοχών.
Πάντως ακόμη η κυβέρνηση δεν έχει αποφασίσει την τελική της στρατηγική και όλα τα ενδεχόμενα θεωρούνται πιθανά.
Είτε δηλαδή να πουλήσει το σύνολο του 18,39% σε θεσμικούς επενδυτές, είτε να αγοράσει ένα ποσοστό η ίδια η Εθνική Τράπεζα, είτε το Δημόσιο να κρατήσει ένα ποσοστό για μεταγενέστερο placement. Σίγουρα ρόλο θα παίξει το αποτέλεσμα των εκλογών του Ιουνίου.
Στα παρόντα επίπεδα τιμών πάντως το 10,39% κοστολογείται στα 1,37 δισ. ευρώ και υπερβαίνει την αξία του ήδη πωληθέντος 22% των μετοχών.
Οι επόμενες κινήσεις
Τον νέο τραπεζικό χάρτη απαρτίζουν «κομμάτια» όπως η δραστική μείωση των κόκκινων δανείων μέσω του Ηρακλή, η αποεπένδυση του Ελληνικού Δημοσίου από το μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών και η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας του ελληνικού αξιόχρεου την περασμένη χρονιά η οποία πλέον μεταφέρεται και στα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα, με την Εθνική Τράπεζα να είναι η πρώτη που έλαβε το investment grade την περασμένη εβδομάδα από την Morningstar DBRS.
Επόμενο σημείο αναφοράς είναι το «πράσινο φως» που θα δώσει και επίσημα στις αρχές Ιουνίου ο SSM στις τέσσερεις ελληνικές τράπεζες προκειμένου να προχωρήσουν φέτος στη διανομή μερισμάτων (από τα κέρδη του 2023), επιστρέφοντας στην ανταμοιβή των μετόχων τους ύστερα από 16 χρόνια.
Την ίδια στιγμή Alpha Bank και Eurobank έχουν ανακοινώσει σημαντικές κινήσεις κυρίως στις αγορές του εξωτερικού.
Η Eurobank προχωράει στην περαιτέρω επέκταση των δραστηριοτήτων της στην Κύπρο μέσω της απόκτησης της Ελληνικής Τράπεζας, καθώς εντός του Μαΐου αναμένει τις σχετικές εγκρίσεις από τις κυπριακές εποπτικές αρχές για την απόκτηση του 55,3% της Ελληνικής για να προχωρήσει στη συνέχεια σε δημόσια πρόταση προς τους υπόλοιπους μετόχους.
Από την πλευρά της η Alpha Bank, μετά τη στρατηγική μετοχική συμμαχία με την ιταλική Unicredit, ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα την σημαντική συνεργασία με την Partners Group, μέσω της οποίας η Alpha Bank γίνεται η πρώτη τράπεζα στην Ελλάδα που θα προσφέρει στους πελάτες της τη δυνατότητα τοποθέτησης στις ιδιωτικές αγορές (private markets), διευρύνοντας το «οπλοστάσιό» της στον τομέα του wealth management.
Τι έδειξαν τα αποτελέσματα 3μήνου
Η Εθνική Τράπεζα κατέγραψε στο α΄ τρίμηνο του 2024 καθαρά κέρδη 358 εκατ. ευρώ και ενίσχυσε περαιτέρω τα κεφαλαιακά της αποθέματα, με τον δείκτη CET1 να ανέρχεται στο 18,6% και τον Συνολικό Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας στο 21,3% –συμπεριλαμβάνοντας πρόβλεψη για διανομή μερίσματος–, αντανακλώντας τη συνεχιζόμενη ισχυρή δημιουργία οργανικών κεφαλαίων.
Ο δείκτης απόδοσης ιδίων κεφαλαίων της Εθνικής Τράπεζας διαμορφώθηκε στο 17,6% σε επίπεδο οργανικών κερδών μετά φόρων και σε 19,7% σε επίπεδο αναλογούντων κερδών μετά φόρων, χωρίς να υπολογίζεται η αναπροσαρμογή για το υπερβάλλον κεφάλαιο CET1 άνω των εποπτικών ορίων.
Η επίδοση του πρώτου τριμήνου αποτελεί τη βάση για υπέρβαση του στόχου για οργανικά κέρδη 1,2 δισ. ευρώ, ενώ η αγορά φαίνεται πως θεωρεί εφικτό να παρουσιάσει απόδοση κεφαλαίων (RoTE) άνω του 15%.
Σε ό,τι αφορά την Τράπεζα Πειραιώς οι οικονομικές επιδόσεις του τριμήνου ήταν εντυπωσιακές, με τους αναλυτές να κάνουν λόγο για τρία ρεκόρ που έσπασε η διοίκηση του Ομίλου.
Ιστορικό υψηλό για τα έσοδα από προμήθειες και δύο ιστορικά χαμηλά, σε επίπεδο λειτουργικών εξόδων και κόστους πιστωτικού κινδύνου.
Τα εξομαλυμένα καθαρά κέρδη της Τράπεζας Πειραιώς στο α΄ τρίμηνο ανήλθαν σε 279 εκατ. ευρώ, ενώ η απόδοση ενσώματων ιδίων κεφαλαίων έφτασε στο 16,5% έναντι στόχου 14% το 2024.
Σημειώνεται ότι την σκυτάλη στην δημοσίευση των οικονομικών αποτελεσμάτων για το πρώτο τρίμηνο του 2024 παραλαμβάνουν στις 16 Μαΐου η Eurobank και η Alpha Bank.
Το κομβικό σημείο στα αποτελέσματα
Το σημείο κλειδί όπου εστίασαν όλοι οι αναλυτές στα αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου είναι η σταθερά αυξητική τάση των εσόδων των τραπεζών από προμήθειες, επιβεβαιώνοντας τις εκτιμήσεις των διοικήσεών τους, όπως αυτές αποτυπώνονται στα επιχειρησιακά σχέδια, για αύξηση της συμμετοχής τους επί της οργανικής κερδοφορίας τα επόμενα χρόνια.
Ήδη Τράπεζα Πειραιώς και Εθνική Τράπεζα επιβεβαίωσαν την συγκεκριμένη τάση ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι μέσω των συγκεκριμένων εσόδων οι τράπεζες θα αναπληρώσουν ένα σημαντικό μέρος των απωλειών που θα υποστούν μετά την έναρξη του κύκλου μείωσης των επιτοκίων από την ΕΚΤ στη ζώνη του ευρώ.
Όπως επισημαίνουν σχετικά αναλυτές, «η ενίσχυση των ρυθμών πιστωτικής επέκτασης δεν φτάνει από μόνη της για να καλυφθεί το κενό που θα δημιουργηθεί στα επιτοκιακά έσοδα και οι τράπεζες θα πρέπει να βρουν και άλλες πηγές εσόδων».