Όσα δεν γνωρίζουμε για την Μαρίνα Σάττι. Από τα παιδικά χρόνια στην Κρήτη, τη φοιτητική ζωή στην Αθήνα, το μεταπτυχιακό στην Αμερική μέχρι τη σκηνή στο Malmo Arena.

Λίγες ώρες έχουν απομείνει για τον τελικό της Eurovision 2024 όπου η χώρα μας κατάφερε να προκριθεί, από τον β΄ ημιτελικό, με το τραγούδι «Ζάρι» που ερμηνεύει η Μαρίνα Σάττι. Η μουσικός κατάφερε να ξεχωρίσει με ένα τραγούδι που επιμένει στον ελληνικό στίχο και με μια μίξη μουσικής που τη χαρακτηρίζει από την πρώτη της παρουσία στο καλλιτεχνικό στερέωμα.

Ήταν το 2017 όταν η Μαρίνα Σάττι έγινε ευρέως γνωστή με τη «Μάντισσα», το τραγούδι που σκαρφάλωσε στην κορυφή των charts για πολλές βδομάδες και μέχρι σήμερα παίζεται στα ραδιόφωνα. Η μουσική των τραγουδιών της είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική έχοντας επιρροές από τη ζωή της και τις περιπλανήσεις της, τόσο στην Ελλάδα όσο και το εξωτερικό. Άλλωστε, η φετινή εκπρόσωπος της Ελλάδας, στη Eurovision, έχει μια ενδιαφέρουσα διαδρομή.

Εδώ και λίγους μήνες τα φώτα είναι στραμμένα στην 37χρονη μουσικό, ωστόσο η ίδια κρατάει πολύ χαμηλούς τόνους και πριν της γίνει η απευθείας ανάθεση για την Eurovision 2024 είχε δώσει ελάχιστες συνεντεύξεις.

Eurovision 2024: Ποια είναι η Μαρίνα Σάττι που μάς εκπροσωπεί στον Ευρωπαϊκό Μουσικό Διαγωνισμό
Η Μαρίνα Σάττι, όλο το διάστημα της προετοιμασίας της, για τη Eurovision έχει τραβήξει πάνω της τα φώτα της δημοσιότητας. Συγκεντρώσαμε 10 πράγματα που δεν είναι ευρέως γνωστά για την 37χρονη καλλιτέχνιδα από τη συνέντευξη της που είχε δώσει στο Bovary.

Η μετακόμιση από την Αθήνα στην Κρήτη και οι δυσκολίες στο νησί

Ο μπαμπάς της Μαρίνας Σάττι, ο οποίος «έφυγε» από τη ζωή πριν λίγες βδομάδες, ήταν γιατρός και καταγόταν από το Σουδάν. Η μαμά της μεγάλωσε στο Ηράκλειο Κρήτης -οι δικοί της γονείς είχαν καταγωγή από τη Μικρά Ασία. Η 37χρονη μουσικός γεννήθηκε στην Αθήνα. Όπως θα αναφέρει η ίδια: «Οι γονείς μου γνωρίστηκαν στην Αθήνα. Ο πατέρας μου, όταν έφυγε από το Σουδάν για να σπουδάσει, πέρασε πρώτα από τη Ρωσία και τη Βουλγαρία. Δεν του άρεσε, έφυγε και κατέληξε στην Αθήνα. Δούλεψε ένα χρόνο για μάθει τη γλώσσα και μετά άρχισε να σπουδάζει στην Ιατρική.

Εγώ γεννήθηκα στην Αθήνα. Πήγα σε αγγλόφωνο σχολείο, όπου μπορούσες να επιλέξεις και μια δεύτερη γλώσσα -εγώ έκανα αραβικά. Οι συμμαθητές μου εκεί ήταν κυρίως παιδιά διπλωματών που άλλαζαν χώρα συχνά. Έτσι, έκανα όλη την πρώτη δημοτικού στα αγγλικά το πρωί και το απόγευμα στα ελληνικά, με τη μητέρα μου στο σπίτι. Στη δευτέρα δημοτικού, κατεβήκαμε στην Κρήτη και συνέχισα σε ελληνικό δημοτικό. Έχω επίσης φοβερές αναμνήσεις από τις οικογενειακές διακοπές στο Σουδάν, όπου πηγαίναμε κάθε καλοκαίρι και παίζαμε.

Θυμάμαι ότι τα χρόνια του σχολείου, εκτός από το χρώμα του δέρματός μου, μου έλεγαν και για τα σιδεράκια μου. Στο λύκειο που διάβαζα, πήρα 20 κιλά -έχω ακούσει σχόλια και για αυτό. Και όχι απαραίτητα πάντα κακοπροαίρετα. Και στη δουλειά το έχω ακούσει «να χάσεις μερικά κιλά»».

Σε άλλο σημείο αναφέρει για τη ζωή στο νησί: «Δεν ξέρω ακριβώς τι σκεφτόταν η γειτονιά και τα σόγια, αλλά στην αρχή τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα. Δηλαδή, η μαμά μου πήγε στην Αθήνα να σπουδάσει και επέστρεψε με έναν άνθρωπο που ήταν μαύρος στο δέρμα και είπε “αυτός είναι ο μέλλοντας σύζυγός μου”. Το έχω ξαναπεί, αλλά αυτή ήταν η πρώτη φορά που η γιαγιά μου έβλεπε μαύρο άνθρωπο από κοντά. Το σκέφτομαι σήμερα και λέω “πόσο respect στη μαμά μου, τι θεότητα!”. Σχόλια υπήρχαν ναι, μου έχει πει ιστορίες η μητέρα μου ότι, στην αρχή, περπατούσε ο πατέρας μου στο δρόμο και έβγαιναν κάποιοι στα μπαλκόνια και έλεγαν πράγματα. Η αλήθεια είναι όμως ότι ο κόσμος γενικώς «λέει». Απλώς επειδή ο μπαμπάς μου ήταν πολύ καλός γιατρός, έκανε θεραπεία πόνου και βοηθούσε κόσμο από όλη την Κρήτη, όχι απλά ήταν περιθωριοποιημένος, αλλά θυμάμαι κόσμο να τον ευχαριστεί και να τον ευγνωμονεί. Θυμάμαι ότι δεν έπαιρνε και χρήματα σε κάποιες περιπτώσεις, οπότε μας καλούσαν συνέχεια σε διάφορα χωριά να μας κάνουν το τραπέζι».

Η ενασχόληση με τη μουσική

«Με τη μουσική ξεκίνησα από νωρίς. Ο μπαμπάς μου είχε κάποια όργανα στο σπίτι -ένα πληκτράκι και κρουστά. Πρέπει να είχε κάποια κλίση σε αυτό, θυμάμαι κάποιες φορές έπιανε ένα τουμπερλέκι που είχαμε στο σπίτι και έπαιζε. Εγώ έπαιζα στο πιανάκι, έβγαζα διάφορα τραγούδια και τα έλεγα στη μαμά μου, η οποία με πήγε στη δασκάλα πιάνου. Στο σχολείο δεν ήμουν σε κάποιο συγκρότημα. Υπήρχαν δύο μπάντες -η μία έπαιζε ελληνική ροκ και η άλλη ξένη. Εγώ ήλπιζα να μπω σε κάποια αλλά σήμερα καταλαβαίνω ότι δεν υπήρχε περίπτωση -ήταν μόνο αγόρια που έπαιζαν ροκ. Τότε δεν τραγουδούσα ακόμα, αντίθετα με έβαζαν να παίζω πιάνο και να συνοδεύω τις άλλες τραγουδίστριες.

Διαβάστε ακόμη: