Για τρίτο διαδοχικό μήνα, η Τουρκία προέβη σε νέα –μεγαλύτερη του αναμενόμενου– μείωση επιτοκίων. Συγκεκριμένα, το επιτόκιο μειώθηκε στο 10.5% από 12% (ήτοι 150 μονάδες βάσης) όπου βρισκόταν μέχρι πρότινος, παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός στην τουρκική επικράτεια έχει «εκτιναχθεί» πάνω από το 83%.
Η επιτροπή τόνισε ότι θα εξετάσει το ενδεχόμενο λήψης παρόμοιας απόφασης στην επόμενη συνεδρίαση, τερματίζοντας τον κύκλο μείωσης των επιτοκίων, σύμφωνα με σημερινή ενημέρωση (20/10).
Αναλυτές εκτιμούν πως η Κεντρική Τράπεζα βρίσκεται κοντά στο τέλος της σειράς μειώσεων των επιτοκίων, που έχουν ωθήσει μία εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική, σε νέα άκρα.
Η πρόβλεψη για τη σημερινή αύξηση επιτοκίων «έβλεπε» άνοδο 100 μονάδων βάσης.
Τον περασμένο μήνα, ο δείκτης τιμών καταναλωτή «σκαρφάλωσε» στο 83.45%, το οποίο αποτέλεσε νέο υψηλό 24 ετών, αν και οι πολίτες υποστηρίζουν πως οι τιμές ορισμένων βασικών προϊόντων έχουν τριπλασιασθεί από πέρυσι.
Η νομισματική πολιτική της Τουρκίας υπό την προεδρία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν ακολουθεί το διεθνές μοντέλο «αυξήσεων» από τις περισσότερες Κεντρικές Τράπεζες και έχει δεχθεί σφοδρή κριτική, καθώς προκαλεί την αποδυνάμωση της τουρκικής λίρας, η οποία έχει «χάσει» σχεδόν το 28% της αξίας της έναντι του δολαρίου, από την αρχή του τρέχοντος έτους.
Η τουρκική λίρα «βυθίζεται», νέο ιστορικό χαμηλό στην ισοτιμία έναντι του δολαρίου
Η Κεντρική Τράπεζα, η οποία είχε ήδη μειώσει πριν από μερικές εβδομάδες το κύριο επιτόκιο κατά μία μονάδα, δικαιολόγησε τη νέα απόφαση, επικαλούμενη ξανά τις «αβεβαιότητες, αναφορικά με την παγκόσμια ανάπτυξη και τους γεωπολιτικούς κινδύνους».
Τον Ιούνιο, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε ζητήσει νέες μειώσεις των επιτοκίων, τα οποία παρέμεναν επί μήνες σταθερά.
Ως συνέπεια της χαλαρής νομισματικής πολιτικής, που επικρίνεται ευρύτατα, η τουρκική λίρα, που είχε χάσει 44% της αξίας της έναντι του δολαρίου από το 2021, έχει αποδυναμωθεί από την 1η Ιανουαρίου επιπλέον κατά 27%, σε σύγκριση με το αμερικανικό νόμισμα. Λόγω της «κατάρρευσης» της λίρας, ο πληθωρισμός έφθασε τον Αύγουστο στο 80.2%, το υψηλότερο ποσοστό από το 1998.
Διαβάστε ακόμη: